Author Archives: antistavros

Στο μυαλό ενός «κεντροδεξιού»

Στο κείμενο αυτό θα επιχειρήσουμε να διεισδύσουμε στον ψυχισμό ενός μέσου υποστηρικτή της λεγόμενης «κεντροδεξιάς» στον ελλαδικό χώρο. Φυσικά, θα πρέπει να μας αναγνωριστεί η δυσκολία αναγνώρισης σαφούς πολιτικής θέσης ενός «πολίτη» που απεμπολεί το δικαίωμα συμμετοχής στη δημόσια ζωή και επιλέγει, κατά πρώτον, αντιπρόσωπο, και κατά δεύτερον ως αντιπρόσωπο το Νεοφιλελεύθερο τσίρκο της Νέας Δημοκρατίας. Αν υποθέσουμε πως ο θίασος των «ευρωπαϊστών» αυτός εκτίθεται σε μια σκηνή, τότε θα μπορέσουμε να θαυμάσουμε σε μία και μόνη παράσταση τον ιδιαίτερα προβεβλημένο Άδωνι Γεωργιάδη, που εέχει εκδώσει βιβλίο με τίτλο «Ομοφυλοφιλία στην Αρχαία Ελλάδα, ο Μύθος καταρρέει», όντας τηλεπωλητής συγγραμμάτων σε μια από τις πιο λαϊκίστικες εκπομπές της Ελληνικής τηλεόρασης, την γνωστή «Ελλήνων Έγερσις» όπου και εξέφραζε απόψεις όπως «ο Ηρόδοτος λέει να ψηφίζεις Καρατζαφέρη»[1]! Μαζί, λοιπόν, με τον Αντώνη Σαμαρά, την Ντόρα Μπακογιάννη και άλλους βουλευτές καλούν για συσπείρωση όλων των φιλοευρωπαϊκών κοινοβουλευτικών δυνάμεων ενάντια στον λαϊκισμό. Το μέτωπο κατά του «λαϊκισμού» συμπεριλαμβάνει έναν βουλευτή που μέχρι και λίγες μέρες πριν την μεταγραφή του στην ΝΔ παρουσιαζόταν σε διάφορες τηλεοπτικές εκπομπές μιλώντας πάντα με οξύ τόνο (και φωνή σοπράνο), επενδύοντας στη λογική του όχλου: «όταν μιλάω φωνάζω πάντα δυνατά για ν’ ακουστώ πιο πολύ από τους άλλους συνομιλητές μου»! (Τέτοιες ποιοτικές εκπομπές έβλεπε και ο ανεπανάληπτος «Καιάδας»… όταν ήταν μικρός και έλειπαν οι γονείς του από το σπίτι και είπε το θρυλικό «εγέρθητω»;). Από κοντά και ο συνάδελφος του Άδωνι, ο Βελόπουλος, συγγραφέας του «Αυτοί είναι οι Τούρκοι», ο οποίος μπορεί άνετα να συνδυάσει την «ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας» με διδαχές για τον πάτερ Παϊσιο και τους Ιλουμινάτι.. Λίγο παραδίπλα μπορούμε να καμαρώσουμε τον λεβέντη των γηπέδων, Ανατολάκη, που (για όσους δεν τον πρόσεξαν) ήταν, μαζί με τους προαναφερθέντες, και βουλευτής του ΛΑ.Ο.Σ.. Την κωμικοτραγική «κεντροδεξιά» κουστωδία συμπληρώνουν οι Μάκης Βορίδης, γνωστός «ακτιβιστής της δεξιάς», κατά δήλωσή του, που τα λέει τσεκουράτα… και ο υιός Πλεύρης που εάν δεν είχε πειστεί από τον Αδολφόφιλο μπαμπά του ότι η καλύτερη δουλειά είναι αυτή του Βουλευτή, θα προτιμούσε να κάνει παρέα με τα σκληρά καραφλά παιδιά του κυρ-Νικόλα, του Μιχαλολιάκου, τα οποία θα τον απελευθέρωναν από την γραβάτα που τού έβαλε ο μπαμπάς του και τον πνίγει, δίνοντάς του, για αρχή, έναν νυχοκόπτη (για να φέρεις στιλέτο στην φοβερή αυτή Οργάνωση, πρέπει πρώτα να περάσεις από ρατσιστικές δοκιμασίες) και ένα ζευγάρι αρβύλες με σίδερο μπροστά.

Στο κεντρικότερο σημείο της σκηνής βέβαια, θα στέκει αγέρωχος ο Αντώνης Σαμαράς, χαρισματικός ηθοποιός που το Holly(Bolly)wood έχασε από τα χέρια του την τελευταία στιγμή, καθώς τον κέρδισε η πολιτική, και ειδικότερα το ακροδεξιό Δίκτυο 21. Χαρακτηριστικότερες στιγμές της μιντιακής του καριέρας υπήρξαν η συμβολή του στην πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη (πατέρα της Ντόρας), η αντιμνημονιακή του πορεία μέχρι την υπογραφή του μνημονίου, αλλά και οι συνεχείς αλλαγές πολιτικής στάσης, προφανώς ανάλογα με τις υποδείξεις των επικοινωνιολόγων ή, ίσως, με προσωπικές εμπνεύσεις της στιγμής…. Δίπλα του, φυσικά, θα έχουμε την ευκαιρία να απολαύσουμε την Ντόρα Μπακογιάννη, εγγυήτρια της σταθερότητας, η οποία αποχώρησε από τη ΝΔ επειδή ψήφισε το μνημόνιο, δημιούργησε νέο κόμμα που ψήφισε και το δεύτερο μνημόνιο, και επανεντάχθηκε στο οικογενειακό της κόμμα, ώστε να επαναδιαπραγματευτεί… το μνημόνιο συνεχίζοντας βέβαια να πιστεύει πως «αν δεν υπήρχε το Μνημόνιο θα έπρεπε να το εφεύρουμε». Βέβαια, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε και άλλα επιφανή στελέχη, όπως ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής, ο οποίος μετά από αφωνία λίγων ετών, επανεμφανίζεται στη σκηνή με φρέσκια φωνή, αναγεννημένος από την καταστροφική πενταετία της διακυβέρνησης του αλλά και διάφορα άλλα παιδιά του κομματικού σωλήνα, που προβάλλονται στα τηλεπαράθυρα ως φρέσκα πρόσωπα, όπως ο πρώην πρόεδρος της ΟΝΝΕΔ Παπανικολάου, ή το στέλεχος του πρωθυπουργικού γραφείου του Καραμανλή και γόνος γνωστής πολιτικής οικογένειας, Κεφαλογιάννης.

Ο μέσος «κεντροδεξιός», λοιπόν, ο οποίος έχει συνηθίσει να ψηφίζει «ώστε να μην βγει το ΠΑΣΟΚ», έχει βαθιά ριζωμένη στην πολιτική του συνείδηση την κουλτούρα των δίπολων (Πασόκ ή ΝΔ, Δεξιά ή Αριστερά) , των διλημμάτων (Παπανδρέου ή Μητσοτάκης, Σαμαράς ή Βενιζέλος, μνημόνιο ή αντιμνημόνιο, ευρώ ή δραχμή) και του ψυχροπολεμικού αντικομμουνισμού (καθώς ως μόνη τους επαφή με τον «Κομμουνισμό» είναι ο κρατικός καπιταλισμός της ΕΣΣΔ και οι ξύλινες φανφάρες της Παπαρήγα και του τραγικού ελληνικού σταλινισμού ή τα αδιάφορα δημοσιεύματα των γνωστών γραφικών ακροαριστερών σχηματισμών που με το πρώτο τους ανάγνωσμα αφήνουν την εντύπωση πως πρόκειται για σέχτες που ξέχασαν πως δεν ζούμε πλέον στο 1920). Αλλά το ερώτημα παραμένει αναπάντητο: πώς μπορεί να χάψει ο μέσος ψηφοφόρος της ΝΔ αυτή την κακόγουστη φάρσα;

Η έρευνα αυτή κανονικά θα έπρεπε να γίνει από νευρολόγο (όχι από ψυχίατρο ή ψυχολόγο – όχι κατ’ αρχήν τουλάχιστον), αλλά εμείς θα προσπαθήσουμε να το δούμε όσο πιο πολιτικά μας επιτρέπει αυτή η πολιτική παραδοξότητα:

Τι μπορεί να υπάρχει άραγε στο μυαλό ενός «κεντροδεξιού» ψηφοφόρου του κόμματος του Α. Σαμαρά; Ποιά είναι η πολιτική φυσιογνωμία αυτού του ανθρώπου τελικά; Είναι κεφαλαιοκράτης και εξυπηρετεί τα συμφέροντά του; Είναι νέος επιχειρηματίας, τζιμάνι των αγορών, όπως ο κεντροδεξιός αποστάτης… Τζήμερος που θα μπορούσε κάλλιστα ν’ αποτελεί σημείο αναφοράς στην ιστορία του Θατσερισμού ή οι διάφοροι σαλτιμπάγκοι θαυμαστές του Μίλτον Φρίντμαν, όπως οι Μάνος, Ανδριανόπουλος κλπ; Είναι ακροδεξιός; Είναι εθνικιστής; Είναι πατριώτης ή ευρωπαϊστής; Μήπως είναι κοινωνικά και πολιτικά μπερδεμένος, θύμα αυτής της μάστιγας της απο-πολιτικοποίησης των τελευταίων δεκαετιών; Ή μήπως είναι ένας άνθρωπος που απλά και μόνο, όποτε αποφασιστεί να ζητηθεί η λαϊκή ετυμηγορία…, θα ρίξει εντός της κάλπης το ψηφοδέλτιο της μεγάλης κεντρο-άκρο-δεξιάς παράταξης, όπως ακριβώς έκαναν χρόνια τώρα οι γονείς του, οι παππούδες του και όλοι του οι συγγενείς (πάππου προς πάππου δεξιοί); Είναι, λοιπόν, και αυτή μια εκδοχή, (ολοένα και μειούμενη): η οικογενειακή παράδοση στην πολιτική κατεύθυνση (και αυτό δεν αφορά μόνο τους ψηφοφόρους της ΝΔ, αλλά, σχεδόν κάθε παράταξης), κατά την οποία η ίδια η οικογένεια μετατρέπεται σε κομματικό φυτώριο, περνώντας το φάκελο της ψήφου απαράλλαχτο, από γενιά σε γενιά. Με την εξάπλωση του διαδικτύου και την παράλληλη ελευθερία πρόσβασης σε οποιαδήποτε πληροφορία και την ανταλλαγή απόψεων που άρχισε να πραγματοποιείται μέσα σε αυτοδιαχειριζόμενους κοινωνικούς χώρους και συνελεύσεις, οι σκεπτόμενοι νέοι έχουν τη δυνατότητα να έλθουν σε επαφή με την πολιτική και να απεμπλακούν τόσο από την επίσημη παραπληροφόρηση όσο και από την κληρονομικότητα της κομματικής ταυτότητας – μια νοοτροπία που το μόνο που καταφέρνει είναι να δημιουργεί εμπόδια σε κάθε προσπάθεια για πραγματική κοινωνική χειραφέτηση, κρατώντας εγκλωβισμένους χιλιάδες πολίτες στην πολιτική απραξία και την έλλειψη κριτικής επιλογής. Βέβαια, τα εκπαιδευτικά συστήματα που εφαρμόστηκαν όλα αυτά τα χρόνια φρόντισαν ώστε να μην καλλιεργηθεί η κριτική σκέψη, η αυτονομία σκέψης και δράσης και να υιοθετηθεί η άκριτη αναπαραγωγή της κυρίαρχης στάσης-κουλτούρας, μετατρέποντας τον πολίτη σε πελάτη και κομματικό φερέφωνο.

Μια άλλη εκδοχή μπορεί να είναι η συστηματική καλλιέργεια του φόβου από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, τα οποία συστρατεύονται πάντα ενάντια σε οποιαδήποτε κοινωνική αλλαγή, προωθώντας τις θέσεις των εταιρικών συμφερόντων, από τα οποία φυσικά εξαρτάται και η επιβίωση τους. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να είναι διαφορετικά, όταν η δημόσια τηλεόραση (η οποία λειτουργεί σαν κρατική), ελέγχεται άμεσα από το εκάστοτε κομματικό Υπουργείο και τα ιδιωτικά μέσα ελέγχονται από επιχειρηματίες, διαφημιζόμενες εταιρίες και διαπλεκόμενα πολιτικά συμφέροντα; Οι πολίτες δέχονται καθημερινά δόσεις πολιτικής τρομοκρατίας είτε με εκβιαστικά διλήμματα, είτε με συνεχείς ψευδείς κινδυνολογίες του τύπου: σε περίπτωση εξόδου από το ευρώ η Ελλάδα θα μετατραπεί σε τριτοκοσμική χώρα και οι πολίτες θα κυκλοφορούν στους δρόμους με Καλάσνικοφ ληστεύοντας ο ένας τον άλλον, είτε με διαστρέβλωση της πραγματικότητας, με συνοδεία φυσικά της απαραίτητης δόσης γκλάμουρ και φτηνής ψυχαγωγίας. Έτσι, η πολιτική έγινε συνώνυμο της αντιπαράθεσης αστείων και γραφικών περσόνων, του ξύλινου λόγου, του καθορισμού της πολιτικής ατζέντας από τα επιτελεία διαφημιστών, κατευθυνόμενων πολιτικών αναλυτών και επικοινωνιολόγων, έτσι ώστε να συμβιβαστούμε στην επιλογή του «μικρότερου κακού» και πως «νομοτελειακά αυτός είναι ο κόσμος, αυτή είναι η καλύτερη δυνατή κοινωνία που μπορούμε να πετύχουμε» και πως «η δική μας δράση έχει μηδενικές επιπτώσεις στην αλλαγή των καταστάσεων προς το καλύτερο».

Στη χώρα που οι ακροδεξιοί παρουσιάζονται ως κεντρώοι με ευρωπαϊκό-πατριωτικό προσανατολισμό (ολόκληρος ο προαναφερόμενος θίασος), οι νεοφιλελεύθεροι ως φιλελεύθεροι (Τζήμερος, Μάνος κλπ.) ή σοσιαλιστές (τόσο σοσιαλιστές όσο ο Γ.Α. Παπανδρέου, Ο Θ. Πάγκαλος, Ο Μ. Χρυσοχοίδης, ο Α. Λοβέρδος ή η Α. Διαμαντοπούλου), οι σοσιαλδημοκράτες/νεωτεριστές ως αριστεροί (Κουβέλης), οι ρεφορμιστές ως αριστεριστές και όλοι μαζί ως πατριώτες, σε μια χώρα όπου οι σταλινικοί παρουσιάζονται ως κομμουνιστές και μοναδικοί εκφραστές του λαού, ως αυτοί που έχουν την μοναδική συνταγή της επιτυχίας στο τσεπάκι τους (σπάνια περίπτωση, βέβαια, να βρεθεί χώρα όπου να υπάρχουν πολίτες που να θεωρούν πως ένα καθεστώς σαν αυτό του Στάλιν θα μπορούσε ν΄ αποτελεί μια καλή εναλλακτική προοπτική στην καπιταλιστική βαρβαρότητα), όπου οι ελπίδες για αλλαγή εκφράζονται μέσα από τις ασυναρτησίες και επιεικώς πρόχειρες οικονομικές αναλύσεις του ΣΥ.ΡΙΖ.Α είτε από θεωρίες πως πάντοτε πίσω απ’ όλα κρύβεται μια σκοτεινή συνωμοσία ενώ ταυτόχρονα μας ψεκάζουν αεροπλάνα από ψηλά (βλ.το κόμμα του Πάνου Καμμένου) δεν έχουμε παρά να πούμε ότι:

  • Τόσο κεντροδεξιό και φιλοευρωπαϊκό κόμμα όπως της Ν.Δ. είχαμε να δούμε από την εποχή που η δεξιά κυβερνούσε με νοθείες, παρακράτος, γερμανοτσολιάδες και πολίτες να εξαναγκάζονται σε υπογραφή δηλώσεων πολιτικών φρονημάτων (για να σιγουρευτεί η κυρίαρχη τάξη ότι δεν πρόκειται περί κομμουνιστικού Σοβιετικού δάκτυλου).
  • Τόσο πατριωτικό κόμμα, όπως των χρυσών αυγών, είχαμε να δούμε από την εποχή του Χίτλερ
  • Τόσο φιλελεύθερο κόμμα από την εποχή της Θάτσερ.
  • Τόσο σοσιαλιστικό κόμμα από την εποχή του Τόνι Μπλερ.
  • Τόσο κομμουνιστικό κόμμα από την εποχή του μεγάλου πατερούλη Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς.
  • Τόσο ανατρεπτική αριστερά από τον καιρό του Ούλοφ Πάλμε.

[1] Άδωνις: ο Ηρόδοτος λέει να ψηφίζεις Καρατζαφέρη

 

Πηγή: eagainst.com

Οι αναρχικοί μέσα στην κρίση

Οι κρίσεις (καπιταλιστικές ή μη) πάντα δημιουργούσαν το κατάλληλο πεδίο γέννησης και εξέλιξης ριζοσπαστικών και επαναστατικών κινημάτων που λόγω της αδυναμίας του εκάστοτε συστήματος να παράσχει ευημερία ή έστω ένα επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης, αμφισβητούσαν καθολικά τις κυρίαρχες αξίες διεκδικώντας μια ριζική αναθέσμιση της κοινωνίας ή προτάσσοντας μια διαφορετική θέσμισή της μέσω της διόρθωσης κάποιων πτυχών της. Κάποια από τα κινήματα αυτά εκμηδενίστηκαν από τους κατασταλτικούς μηχανισμούς, κάποια ενσωματώθηκαν στο καπιταλιστικό σύστημα (όπως για παράδειγμα τα κινήματα ισότητας των ομοφυλόφιλων, των γυναικών, των μειονοτήτων) αλλάζοντας το σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, ενώ κάποια κατάφεραν να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για επαναστάσεις όπως το εργατικό κίνημα που μαζί με τα κινήματα των φοιτητών, παρά τον εκφυλισμό που υπέστησαν την δεκαετία του ’90 και έπειτα, κατόρθωσαν όχι μόνο να πυροδοτήσουν σχεδόν σε κάθε γωνιά της γης εξεγέρσεις, αλλά και να κερδίσουν μέρος των ελευθεριών που απολαμβάνουμε σήμερα.

Στην σημερινή παγκόσμια καπιταλιστική κρίση τα ευρέως γνωστά κινήματα που έχουν εκκολαφθεί μέσα από ένα μείγμα διαφορετικών πολιτικών κατευθύνσεων είναι αυτά των αγανακτισμένων του 2011, και των occupy το 2012. Σε αυτά συμμετέχουν κατά καιρούς άνθρωποι που κινούνται πολιτικά από τον αναρχισμό και τον μαρξισμό έως και τον εθνικισμό, (σε μικρό βαθμό), αλλά και πολλοί σοσιαλδημοκράτες και ρεφορμιστές. Είναι ξεκάθαρο, όμως, πως τα προτάγματα του αναρχισμού καθόρισαν το πολιτικό στίγμα των occupiers, περισσότερο, και των αγανακτισμένων πέρσι σε κάποιο όχι αμελητέο βαθμό. Η άμεση δημοκρατία (ως μέσο και σκοπός παράλληλα), η άμεση δράση, η επιλογή της σύγκρουσης, η αυτοοργάνωση και η απαλλοτρίωση δημόσιων χώρων έκαναν τα υπό διαμόρφωση αυτά κινήματα πηγές σύγχρονης επαναστατικής δράσης.

Οι ιδέες και οι πρακτικές αυτές δεν ξεπήδησαν ούτε τυχαία, ούτε επειδή το αναρχικό κίνημα άρχισε ξαφνικά να έχει απήχηση λόγω της πολιτικής του προπαγάνδας. Οι άνθρωποι, οι συμμετέχοντες, κατ’ αρχήν ενστικτωδώς, στράφηκαν προς τις ιδέες αυτές, εξαιτίας των αδιεξόδων στα οποία συνειδητοποίησαν πως βρίσκονται. Άλλωστε τα κινήματα αυτά, (κινήματα των πλατειών, όπως πολλοί τα αποκαλούν) ξεκίνησαν από την Ισπανία, μόλις στις 15 του Μάη 2011, σε μια χώρα όπου η αναρχική παράδοση (οριζόντιες και μη ιεραρχικές δομές συνεργασίας και πρακτικής καθώς και άμεση συμμετοχή στην λήψη των αποφάσεων) έχουν βαθιές ρίζες στην κουλτούρα των ανθρώπων. Σε δεύτερη φάση βέβαια, και μέσα από την κινηματική πρακτική, είτε επρόκειτο απλώς για ανταλλαγή ιδεών είτε για προσπάθεια ενεργητικών παρεμβάσεων, πολλοί άρχισαν να διακρίνουν, περισσότερο ή λιγότερο, συναισθηματικά ή πιο πολιτικά, την άμεση συγγένεια όλων αυτών των προταγμάτων και προτεινόμενων πρακτικών με τον αναρχισμό και με τον πολιτικό τρόπο που οι αναρχικοί ανέλυαν την κοινωνική πραγματικότητα, τους θεσμούς της αλλά και τις λύσεις που πρότειναν για συγκεκριμένα ζητήματα ή για την καθολική οργάνωση μιας κοινωνίας.

Και πάλι όμως: πρέπει να γίνει κατανοητό ότι αυτή η τάση που διακρίνουμε σήμερα σε αρκετές χώρες, μια επιθυμία για ανάδειξη ριζοσπαστικών προταγμάτων και ελευθεριακών οραμάτων, είναι δημιούργημα και ενός άλλου παράγοντα, πιο δυσδιάκριτου: Προκειμένου να αναδειχτεί ένα επαναστατικό κίνημα σε μια περίοδο κρίσης δεν αρκεί μόνο οι άνθρωποι να αισθάνονται πως «δεν αντέχουν άλλο», αλλά πρέπει να υπάρχει και μια εγγενής ή έστω υπαρκτή αδυναμία στους εξουσιαστές να επιβληθούν. Οι άνθρωποι πάντοτε υπέφεραν, πάντοτε αδικούνταν. Ολόκληρη η ανθρώπινη ιστορία είναι σε κύριο βαθμό η ιστορία της ανισότητας, της αδικίας, της σκλαβιάς, της δυστυχίας και της ήττας για την συντριπτική πλειοψηφία. Αυτό που αλλάζει τις ισορροπίες δεν είναι λοιπόν μόνο η τάση των μαζών για απελευθέρωση μέσω της αυτόνομης δράσης τους αλλά και η (μερική ή ολική) αδυναμία της καπιταλιστικής εξουσίας να καθυποτάξει τις μάζες αυτές, να επιβάλλει κυριαρχικά τις θέσεις της – συνθήκη που φαίνεται να υπάρχει ή να διαμορφώνεται στις μέρες μας. Παρόλα αυτά, πολλές φορές, η τάση αυτή οδήγησε σε πανωλεθρία αντί να πραγματώσει την κοινωνική μεταστροφή και χειραφέτηση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η Γαλλική Επανάσταση που κατέληξε σε ποταμούς αίματος λόγω της υιοθέτησης της βίας ως αυτοσκοπού και η γέννηση ολοκληρωτικών κινημάτων κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου (Σταλινισμός, Ναζισμός και Φασισμός) με κύριο χαρακτηριστικό τους την τρομοκρατία και την κατήχηση μέσω μιας θεολογικού τύπου κοσμοθεωρίας που υπόσχεται ένα καλύτερο μέλλον. (Οι μαζικές διαφημίσεις, βέβαια, αποτελούν και αυτές ένα στοιχείο ολοκληρωτισμού. Και σήμερα αυτό που συναντά κανείς στον Δυτικό κόσμο δεν είναι άλλο παρά ο ολοκληρωτισμός της απάθειας και του κυνισμού, η επιφανειακότητα στις πολιτικές συζητήσεις και ο οικονομισμός που με τα αρνητικά του επισκιάζει το όλον.) «Μόνο ο όχλος και η ελίτ έλκονται από τον ολοκληρωτισμό. Οι μάζες θα πρέπει να κερδηθούν με προπαγάνδα», λέει η Χάνα Άρεντ, τονίζοντας τη σημαντικότητα της δημιουργίας κινημάτων που δεν θα έχουν ως αυτοσκοπό τους τη βία, αλλά την αντικατάσταση των ολιγαρχικών καπιταλιστικών θεσμών με πραγματικά δημοκρατικές κομμούνες (ή συμβούλια πολιτών ή συνελεύσεις), που θα διέπονται από τις αξίες της ισότητας και της ισονομίας.

Οι αναρχικές και πραγματικά δημοκρατικές ιδέες και προτάγματα θα τυγχάνουν όλο και ευρύτερης αποδοχής και οι αντιεξουσιαστικές δράσεις θα επεκτείνονται, όσο πληθαίνουν οι συνάνθρωποι μας που σταματούν να ενσαρκώνουν τις καπιταλιστικές αξίες, την απάθεια και τον καταναλωτισμό. Με τη σημερινή κατάρρευση της «ορθολογικότητας» της αντιπροσώπευσης – μέσω της (αυτο)απαξίωσης του πολιτικού προσωπικού – με τον πολιτικό λόγο να έχει βουτηχτεί κυριολεκτικά στην κουλτούρα του οικονομισμού και τον εκδημοκρατισμό της ενημέρωσης μέσω του διαδικτύου και των ανοιχτών κοινωνικών δραστηριοτήτων όπως οι συνελεύσεις, οι εκδηλώσεις σε καταλήψεις κλπ., όλο και περισσότεροι/ες θα ανακαλύψουν ξανά το πραγματικό νόημα της πολιτικής που δεν είναι άλλο από την ενεργό και συνειδητή συμμετοχή στη διαμόρφωση και των αποφάσεων αλλά και ενός άλλου φαντασιακού, μιας διαφορετικής ολιστικής ενατένισης της κοινωνίας και της ζωής, τόσο σε συλλογικό όσο και σε ατομικό/προσωπικό επίπεδο.

Ο αναρχικός χώρος είναι αυτή τη στιγμή σε μια κρίσιμη διασταύρωση, στη μία πλευρά της οποίας βρίσκεται η συνέχιση της αντικρατικής/αντιεξουσιαστικής δράσης όπως την ξέρουμε μέχρι σήμερα (ή περίπου όπως την ξέρουμε), και στην άλλη το άνοιγμα δυνατοτήτων για αυτοοργάνωση σε ολόκληρη την κοινωνία. Ακούμε πολλούς να δηλώνουν πως «δεν θα πάρουμε τον κόσμο από το χέρι» και φυσικά έχουν δίκιο. Από την άλλη, πέρα από ανοιχτές εκδηλώσεις σε καταλήψεις, στέκια και πανεπιστημιακές σχολές, υπάρχει η δυνατότητα άμεσης δράσης παντού, σε δημόσιους κοινωνικούς χώρους. Είτε οι δράσεις αυτές προτάσσουν και προτείνουν, είτε αμφισβητούν και έρχονται σε σύγκρουση, είτε εκδηλώνονται από λιγότερους αγωνιστές είτε αποτελούν μαζικές κινήσεις, ο αναρχικός χώρος μπορεί και πρέπει να αξιοποιήσει αυτή την δυνατότητα για συνδιαμόρφωση ενός μετακαταναλωτικού, πραγματικά δημοκρατικού φαντασιακού. Θα βοηθήσει εμπλουτίζοντας το κίνημα και θα βοηθηθεί απ’ αυτό ώστε να αποφύγει στο μέλλον αυτιστικές πρακτικές που σε περιόδους τον απομόνωσαν. Ωστόσο, θα πρέπει εμείς οι ίδιοι να νοηματοδοτήσουμε τις δράσεις μας και να τις κατευθύνουμε εκεί που πραγματικά ριζώνουν οι δημοκρατικές αξίες, εκεί που η πολιτισμική στειρότητα και η βία – είτε πρόκειται για ψυχολογική βία, είτε αφορά στην κρατική καταστολή είτε στην επιβολή ενός μοντέλου όπου οι πολιτικές και οικονομικές ανισότητες αυξάνονται ραγδαία με τεράστιες συνέπειες για την κοινωνία (διάλυση του κοινωνικού ιστού και προνόμια μόνο για τους λίγους) – αυτή η βία θα δώσει τη θέση της στην πραγματική δημοκρατία, εκεί όπου οι πολίτες θα συμμετέχουν όλοι ισότιμα στην λήψη των αποφάσεων που αφορούν τη ζωή τους και τη λειτουργία της κοινωνίας στην οποία ζουν, αλλά, επίσης, θα ενώνουν τη διαφορετικότητά τους, θα συνδιαμορφώνουν και θα δημιουργούν. Ο Αριστοτέλης κάποτε έλεγε ότι ο άνθρωπος είναι ζώο πολιτικό από τη φύση του. Εμείς λέμε ότι ο άνθρωπος γίνεται ζώο πολιτικό μέσω των καταστάσεων που ο ίδιος δημιουργεί. Κοινώς, είναι στο χέρι μας αν θα συνεχίσουμε να ζούμε σαν καταναλωτικά όντα που παθητικά δέχονται τις αποφάσεις των ολίγων, θεωρώντας την καπιταλιστική βαρβαρότητα σαν μια νομοτέλεια που δεν μπορεί να ξεπεραστεί ή αν θα μετατρέψουμε τους εαυτούς μας σε πολιτικά όντα, απαιτώντας άμεση δημοκρατία βασισμένη στις αρχές της ατομικής και συλλογικής αυτονομίας. Στο κάτω κάτω, είμαστε υπεύθυνοι για την ιστορία μας…

Το κείμενο συνδιαμορφώθηκε από ian delta, Michael Th, efor


Σύντομο URL: http://wp.me/pyR3u-aIw

Εκλογικός Απολογισμός

Αφού τελειώσαμε με τις εκλογές, τις κάλπες, τα μηνύματα, τις εκπλήξεις και τις συγκινήσεις, αφού μίλησαν όλοι για το τι έγινε και τι δεν έγινε, ήρθε η ώρα να τοποθετηθούμε και εμείς για τα αποτελέσματα της Κυριακής. Για τα “θετικά”, για τα “αρνητικά” και, κυρίως, για όσα έρχονται στο άμεσο μέλλον.

Με μία πρώτη ματιά, φαίνεται ξεκάθαρα ότι η χούντα του ΠΑΣΟΚ έπεσε. Η πράσινη λαίλαπα, ο μεγαλύτερος εξουσιαστικός μηχανισμός που γνώρισε ο τόπος τα τελευταία 30 χρόνια, τελείωσε, μαζί με τα εντυπωσιακά χαρακτηριστικά που τη συνόδευαν σε σεβαστές ποσότητες (ολοκληρωτισμός, αλαζονεία, αυθάδεια, καιροσκοπισμός). Μπορεί να δημιουργηθεί ένα καινούριο κόμμα, μπορεί να αλλάξουν όνομα, λογότυπο, αρχηγό, ηγετικά στελέχη, αλλά είναι σίγουρο ότι τίποτα δεν θα είναι όπως πριν. Αυτό είναι αρκετά σημαντικό και ταυτόχρονα ελπιδοφόρο γιατί αποδυκνείει στην πράξη, ότι όλες οι χούντες κάποτε τσακίζονται. Περιμέναμε ολόκληρες δεκαετίες για να δούμε αυτά τα ξυνισμένα μούτρα της Τρέμη, του Πρετεντέρη, του Καψή και των λοιπών αστείων, που κοντέψανε να πάθουνε εγκεφαλικό όταν είδανε ότι οι εκβιασμοί τους και η άκρατη καταστροφολογία δεν περνάνε. Παρόλα αυτά, είναι σίγουρο ότι με τα κυρίαρχα ΜΜΕ και την προκλητική προπαγάνδα τους δεν τελειώσαμε και θα μας ταλαιπωρήσουν για πολύ καιρό ακόμα.

Μαζί με το ΠΑΣΟΚ, φάνηκε ότι και η υποτιθέμενη μόνιμη εναλλακτική λύση, η παλαιολιθική γαλάζια πρόταση εξουσίας, το κόμμα που γέννησε τη διαφθορά και τη λαμογιά, δεν μπορεί να πείσει. Ο Σαμαράς θα έβγαινε δεύτερος, ακόμα και σε κούρσα που τρέχει μόνος του. Επίσης, φάνηκε ότι δεν μπορούν να πείσουν και όσοι/όσες είναι προσηλωμένοι με τσιμεντένια σταθερότητα σε όσα λένε, χωρίς να έχουν καμία επίγνωση το τι συμβαίνει γύρω τους. Πολλά πράγματα έχουν αλλάξει και κανείς δεν έχει δικαίωμα να αγνοεί τα βάσανα που έχει υποστεί ο κόσμος για να συνεχίσει η οικονομική ολιγαρχία να αυξάνει τα κέρδη και τα προνόμια της.

Απο εκεί και πέρα, είναι προφανές ότι όλοι όσοι κράτησαν μία στάση ενάντια στο μνημόνιο, το ΔΝΤ και τις πολιτικές ακραίας λιτότητας (χωρίς να ξέρουμε αν πιστεύουν αυτά που λένε, ή αν απλά το “παίζουνε”) εξαργυρώσανε απόλυτα τις θέσεις τους. Τρανό παράδειγμα ο  Τσίπρας και η παρέα του Καμμένου, που μέσα σε λίγους μήνες, είπε τα αυτονόητα και πήρε δυσανάλογα μεγάλα ποσοστά. Επιπλέον, αυτό που έκανε εντύπωση είναι η αποχή (μία συνειδητή πολιτική πράξη) που πλησίασε το 35% και η είσοδος των ναζί στο πολιτικό προσκήνιο.

Οι ναζί τελικά μπήκανε στη Βουλή και μάλιστα με χαρακτηριστική άνεση. Εκμεταλλεύτηκαν την πολιτική συγκυρία, αξιοποίησαν στο έπακρο τα τρομερά λάθη και τις παραλείψεις του ευρύτερου αντιφασιστικού χώρου και βέβαια αντιλήφθηκαν ότι χωράνε και αυτοί μέσα στο κοινοβουλευτικό τοπίο. Είχαμε γράψει και σε προηγούμενο κείμενο ότι οι ναζιστικές πολιτικές έγιναν αποδεκτές πολύ πριν γίνουν αποδεκτοί οι ίδιοι οι ναζί. Ξέρεις κάτι, ανώνυμε-μαλάκα έλληνα ψηφοφόρε των ναζί, που μέσα στην απόγνωση σου έβαλες το λύκο να φυλάει τα πρόβατα, παρόλο που δεν δηλώνεις οπαδός του ναζισμού; Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών, η μαζική ρίψη δακρυγόνων, οι εκατοντάδες προληπτικές προσαγωγές και οι εξοντωτικές προφυλακίσεις είναι καθαρά ναζιστικές πρακτικές. Αυτά τα φαινόμενα, τα γέννησε, τα εξέθρεψε και τα γιγάντωσε το φάντασμα της δημοκρατίας για να προστατευθεί από τον αγωνιζόμενο λαό και οι ναζί δεν έκατσαν με σταυρωμένα χέρια. Δήλωσαν περήφανα ότι αφού μία μερίδα της κοινωνίας δέχεται ή επιθυμεί ή γουστάρει το “σκληρό παιχνίδι”, αυτοί μπορούν να το κάνουν καλύτερα. Γιατί να αρκεστείς στο υποκατάστατο, όταν μπορείς να διαλέξεις το πρωτότυπο;

Τα κυρίαρχα ΜΜΕ έκαναν συστηματική προβολή της πολιτικής ατζέντας των ναζί, χωρίς να προβάλλουν καθόλου τους εκπροσώπους των ναζί. Το αποτέλεσμα ήταν κάτι παραπάνω από εντυπωσιακό. Δηλαδή τι περιμένεις να συμβεί, όταν νούμερο ένα θέμα στην επικαιρότητα είναι οι μετανάστες, οι δηλώσεις ρατσισμού του Λοβέρδου και του Χρυσοχουντίδη, οι επιχειρήσεις σκούπα των μπάτσων και οι οροθετικές πόρνες; Να ευνοηθούν π.χ. οι οικολόγοι; Η οικονομική ολιγαρχία χρειάζεται τους ναζί σαν αντίβαρο απέναντι στους ξεσηκωμένους πολίτες. Καθήκον μας είναι να διαλύσουμε το ναζισμό και τις αιτίες που τον μεγαλώνουν. Όσο απαραίτητο είναι να στείλεις τους ναζί στο νοσοκομείο, άλλο τόσο απαραίτητο είναι να θάψουμε τα αίτια που τον δημιουργούν.  Και να οπλιστούμε με μαχητικότητα και κουράγιο για τη συνέχεια. Ραντεβού στους δρόμους.

 

Αν ο κόσμος άλλαζε τις εκλογές

Μια σύντομη αποτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος

 

 

Έχοντας πλέον στα χέρια μας τα επίσημα αποτελέσματα των χθεσινών βουλευτικών εκλογών (ποσοστό ενσωμάτωσης 99,98 %), συνειδητοποιούμε πως οι δήθεν αντιπρόσωποι της ελληνικής κοινωνίας , εκπροσωπούν στην πραγματικότητα το 51,46% του εκλογικού σώματος, ενώ το πρώτο κόμμα το οποίο κατέχει παραπάνω από το 1/3 των κοινοβουλευτικών εδρών (108) στηρίχτηκε μόλις από το 11.98% των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους.

Το ποσοστό της αποχής (34,91 %) ήταν το ιστορικά μεγαλύτερο – γεγονός που επιδέχεται διάφορες αναλύσεις και το οποίο είναι αποτέλεσμα πολλών παραμέτρων. Σε κάθε περίπτωση, το τεράστιο (για τα ελληνικά δεδομένα) ποσοστό της αποχής, αναπόφευκτα πρέπει να συνδεθεί με τα πάσης φύσεως ελαττώματα του αντιπροσωπευτικού συστήματος, είτε αυτά σχετίζονται με τον πολιτικό πυρήνα του όπως συμβαίνει κυρίως (π.χ. εκλογική απεργία, παθητική έκφραση δυσαρέσκειας, απάθεια – διαστάσεις που είναι εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους), είτε με τις κοινωνικές ή ακόμα και γραφειοκρατικού τύπου παθογένειές του (αδυναμία μετακίνησης ετεροδημοτών λόγω οικονομικής δυσπραγίας, σφάλματα στους εκλογικούς καταλόγους, προσωπικά κωλύματα σε συνδυασμό με την ανυπαρξία δυνατότητας επιστολικής ή ηλεκτρονικής ψήφου κλπ.). Το αντιπροσωπευτικό σύστημα δεν είναι τίποτα άλλο από μια μέθοδος υφαρπαγής της κοινωνικής συναίνεσης ή ανοχής και το πολιτειακό σύστημα της κοινοβουλευτικής «δημοκρατίας» αντλεί την ηθική και πραγματική νομιμοποίησή του από μια καλοστημένη μηχανή εξαπάτησης ή/και διαστρέβλωσης της κοινωνικής βούλησης (αρκεί κανείς να δει τους πολυσύνθετους και παράλογους εκλογικούς νόμους ή την εσωκομματική έλλειψη δημοκρατίας – φαινόμενα που υπάρχουν σε όλες ανεξαιρέτως τις, επί της ουσίας, Κοινοβουλευτικές Ολιγαρχίες).

Αλλά ακόμα και με κοινοβουλευτικούς όρους, το πρώτο κόμμα, που συγκέντρωσε ποσοστό 18,85 % (κάνοντας την ιστορικά χαμηλότερη ποσοστιαία επίδοσή του), δεν νομιμοποιείται πολιτικά (και εν τοις πράγμασι, ούτε νομικά) να επιβάλει τους όρους του στο πολιτικό παιχνίδι. Ν.Δ. και ΠΑ.ΣΟ.Κ. (το οποίο επίσης είχε την ιστορικά χαμηλότερη ποσοστιαία επίδοσή του -13,18 % – ακόμα και σε σχέση με τις εκλογές του 1974 όταν συγκέντρωσε το 13,58 %), δηλαδή τα δύο κόμματα που μεταπολιτευτικά νέμονται την εξουσία και τις ζωές μας, τα δύο χέρια των κυρίαρχων ελίτ, φαίνεται πως διαλύονται σαν κομματικοί μηχανισμοί, πως κόπηκαν. Το αν, ποιος/ποιοι, πότε και πώς θα πάρουν τη θέση τους είναι κάτι που είναι πολύ νωρίς να προβλεφθεί και που, σε μεγάλο βαθμό, εξαρτάται από εμάς, από την κοινωνία την ίδια.

Περί «αντιμνημονιακού μετώπου»

Παράλληλα, το εντελώς ετερόκλητο «αντιμνημονιακό μέτωπο», είχε μια σχετική εκλογική νίκη. Σχετική γιατί δεν μπορεί να σχηματίσει  «αντιμνημονιακή κυβέρνηση» για λόγους πολιτικούς (τα 4 κόμματα που αντιτίθενται στο Μνημόνιο δεν έχουν σημεία επαφής, αφού καταλαμβάνουν ένα χώρο που αρχίζει από την σταλινική αριστερά και φτάνει έως τους ναζιστές, ενώ οι δύο κύριο πόλοι, ΣΥΡΙΖΑ και Ανεξάρτητοι Έλληνες (δεξιοί συνωμοσιολόγοι με έντονα εθνικιστικές τάσεις), έχουν κάποια κοινά σημεία μόνο στα οικονομικά τους προγράμματα και μάλιστα μόνο σε σχέση με τον πιθανό τρόπο απεγκλωβισμού από τα Μνημόνια 1 και 2), αλλά και λόγω των αριθμητικών συσχετισμών. Από την άλλη, το ΚΚΕ αρνείται συστηματικά να συμμαχήσει με τον ΣΥΡΙΖΑ και με τα υπόλοιπα κόμματα της αριστεράς, πράγμα αναμενόμενο, αλλά που, ωστόσο, δεν θα έπρεπε να μας προκαλεί και ιδιαίτερη δυσαρέσκεια αν λάβουμε υπόψη μας πως πρόκειται για ένα κόμμα Σταλινικής γραμμής (δηλαδή, για μια ολοκληρωτικού τύπου μικροκοινωνία). Όσο για τα Χρυσά Αυγά, πρόκειται μάλλον για το μοναδικό κόμμα που, εκ φύσεως, δεν θα μπορούσε (και δεν θα έπρεπε) να συνεργαστεί με κάποιο άλλο.

Περί ΣΥΡΙΖΑ και «αριστερής διακυβέρνησης»

Θα πρέπει, ωστόσο, στο σημείο αυτό να γίνει αναφορά στο ιδιαίτερα μεγάλο ποσοστό που συγκέντρωσε ο ΣΥΡΙΖΑ (16,78 % από 4,60 %) – ποσοστό που φαίνεται να είναι περισσότερο αποτέλεσμα της ανάγκης του κόσμου να μπορεί να ελπίζει σε μία άμεση απαγκίστρωση από την επαχθή τριπλή διεθνή επιτήρηση και σε μια περισσότερο δημοκρατική ( «αριστερή» για κάποιους με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό) διακυβέρνηση της χώρας. Εν όψει του ότι η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης (και μάλιστα βιώσιμης) και η διεξαγωγή νέων εκλογών τον Ιούνιο είναι ένα πολύ πιθανό σενάριο, ο ΣΥΡΙΖΑ απομένει να αποδείξει στην πράξη, αφ’ ενός αν έχει τη δυναμική και τον τρόπο να συσπειρώσει ακόμα περισσότερο τον -με την ευρεία έννοια- προοδευτικό χώρο, έστω και συγκυριακά και προς αντιμετώπιση της επελαύνουσας εξαθλίωσης της κοινωνίας κα αφ’ ετέρου και κυρίως, αν πραγματικά αποτελεί ένα πολιτικό μόρφωμα που μπορεί να εγγυηθεί την τήρηση, έστω και εντός του αντιπροσωπευτικού συστήματος, κάποιων βασικών θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Με δυο λόγια: μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ (και εφ’ όσον καταφέρει να ελέγχει μια υποθετική κυβέρνηση) να κάνει κάποια ελάχιστα αναγκαία βήματα όπως:

  • να κηρύξει το χρέος επαχθές,
  • να διασώσει το κοινωνικό κράτος (δωρεάν παιδεία, υγεία, δίκαιο και φιλοκοινωνικό ασφαλιστικό σύστημα)
  • να αναμορφώσει την εργατική νομοθεσία κατοχυρώνοντας τα αυτονόητα εργασιακά δικαιώματα.
  • να εγγυηθεί την ελευθερία του λόγου και της έκφρασης καθώς και το δικαίωμα του συνέρχεσθαι
  • να εκδημοκρατίσει τομείς του δημοσίου όπου εκκολάπτεται το αυγό του φιδιού (π.χ. άμεση κατάργηση ΜΑΤ, ομάδων ΔΕΛΤΑ-ΔΙΑΣ, εκκαθαρίσεις στην ΕΛ.ΑΣ.) ;

Αυτά είναι κάποια μόνο από τα αυτονόητα αιτήματα της κοινωνίας. Ο καιρός θα δείξει αν το κόμμα αυτό είναι σε θέση και εάν έχει την πολιτική πρόθεση και κοινωνική δυναμική να το πράξει. Χωρίς να είμαστε καθόλου αισιόδοξοι, μπορούμε να περιμένουμε, προσπαθώντας να δουλεύουμε στην καθημερινότητα και σε κάθε επίπεδο για μια άλλη, ελευθεριακή, κοινωνία, βασισμένη στην ατομική και συλλογική αυτονομία.

Τα κλούβια αυγά

Η τεράστια άνοδος (και είσοδος) των Χρυσών (κλούβιων) Αυγών στη Βουλή, μιας εγκληματικής συμμορίας που στις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις δεν ξεπερνούσε το 0.3% αποτελεί μια επιταγή κοινωνικής απραξίας που εξαργυρώθηκε χθες. Βασίστηκε πρώτον σε ένα ακροδεξιό κοινό που προϋπήρχε στους κόλπους του υπό κατάρρευση ΛΑ.Ο.Σ και της Νέας Δημοκρατίας, αλλά και σε μια μερίδα νέων τους οποίους η οικονομική κρίση ανάγκασε να ασχοληθούν απότομα με την παραπολιτική (και όχι με την πολιτική), χωρίς να έχουν φυσικά αναπτύξει την κριτική σκέψη, την ιστορική γνώση, την ικανότητα σύγκρισης καταστάσεων μέσα από το στατικό και αδιάφορο ελληνικό σύστημα εκπαίδευσης. Η ψήφος αυτή, δεν ήταν τόσο ψήφος συνείδησης, όσο ψήφος αμάθειας, ρατσισμού, έλλειψης δημοκρατικής κουλτούρας και πολιτικής σκέψης. Φυσικά, δεν εξαιρούνται από τους ψηφοφόρους της νεοναζιστικής οργάνωσης και οι μόνιμα πιστοί στο κόμμα, για τη φασιστική και εγκληματική δράση των οποίων έχουν ήδη γραφεί πολλά.

Ένας απροσδιόριστος παράγοντας

Απροσδιόριστος παράγοντας φαίνεται να είναι η Δημοκρατική Αριστερά, για την οποία κανείς δεν ξέρει να πει με σιγουριά ως τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, αν θα στηρίξει κάποια κυβερνητική «λύση» ή όχι, ενεργά ή με ψήφο ανοχής και τι είδους κυβερνητικό σχήμα θα είναι τυχόν αυτό που θα βασιστεί επάνω της. Βέβαια, ο Πρόεδρος της ΔΗ.ΜΑΡ. , Φώτης Κουβέλης, με δηλώσεις του, στο Reuters, και με δήλωσή του μετά τη συνάντηση με τον Α.Σαμαρά, απέκλεισε το ενδεχόμενο να συμμετέχει σε τριμερή κυβέρνηση συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ. «Αποκλείουμε συμμετοχή μας σε μία συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-ΝΔ», είπε χαρακτηριστικά και διευκρίνισε ότι η ΔΗΜ.ΑΡ. θα συμμετείχε σε μια προοδευτική, ευρεία κυβέρνηση, αν ικανοποιηθούν οι δυο όροι του κόμματος που είναι «απαγκίστρωση από το Μνημόνιο και παραμονή της χώρας στο ευρώ».

Εκλογικές αυταπάτες και κοινωνική επανάσταση

Η αναρχική Emma Goldman είπε πως «αν οι εκλογές μπορούσαν να αλλάξουν τον κόσμο, θα ήταν παράνομες». Εμείς επαυξάνουμε λέγοντας πως αν ο κόσμος μπορέσει να ξεπεράσει τις εκλογές και να στραφεί προς την αυτοδιεύθυνση του, τότε θα έχουμε επανάσταση. Καθώς τα κοινοβουλευτικά πολιτικά κόμματα, δεν φαίνεται να είναι σε θέση να αναλάβουν την εξουσία για λογαριασμό μας, ήρθε η ώρα να αναλάβουμε εμείς τη διαχείριση της ζωής μας. Μιλάμε συνεχώς για εξέγερση, ανατροπή σαν να είναι λέξεις-ευχολόγια, νεανικά τσιτάτα χωρίς νόημα. Αδυνατούμε ν’ αντιληφθούμε πως καλύτερη ευκαιρία από τη σημερινή για Άμεση Δημοκρατία και αυτοοργάνωση δεν θα παρουσιαστεί στο σύντομο μέλλον; Γιατί, λοιπόν, να μην στήσουμε συνελεύσεις και μεταξύ τους δίκτυα σε όλη τη χώρα, να συμμετέχουμε όλοι στη διαμόρφωση ενός νέου κοινωνικού συμφώνου, μιας συλλογικής διακήρυξης για την κοινωνική, πολιτική, οικονομική και πολιτιστική θέσμιση της επόμενης ημέρας; Καταργώντας εμείς οι ίδιοι, κάθε καταπιεστικό θεσμό και αναδιοργανώνοντας την κοινωνία μας με βάση την αυτονομία και την ελεύθερη δημιουργία προτάσσοντας την  αποανάπτυξη, και όχι την πολυδιαφημισμένη οικονομική ανάπτυξη. Ανεξάρτητα από τα επικοινωνιακά παιχνίδια της πολιτικής τάξης, κλείνοντας τ’ αυτιά μας στις εντολές των οικονομικών ελίτ, ας σταματήσουμε να περιμένουμε μια ασαφή και αόριστη «ωριμότητα της κοινωνίας» και ας ωριμάσουμε την ιδέα της επανάστασης, ξεκινώντας την. Σήμερα…γιατί σε λίγο θ’ αναζητούμε και πάλι αφορμές. Η αφορμή είναι η κάθε μας μέρα, η πρωτοβουλία ανήκει στον κάθε ένα από εμάς.

Συγγραφή: Efor, Ian Delta, Michael Th


Σύντομο URL: http://wp.me/pyR3u-aER

Εκλογική απεργία

Κείμενο του Αυτοδιαχειριζόμενου Κοινωνικού Χώρου Ουλαλούμ (Χαλκίδα).


ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΑΠΕΡΓΙΑ



Εκλογές: Το παζάρι της ματαιοδοξίας και των συνειδήσεων

Π. Κροπότκιν

Ψήφος σημαίνει συνενοχή, σημαίνει ''πάρε το μαχαίρι πασά μου να με σφάξεις''


Το εκλογικό καρναβάλι στήθηκε. Τα λόγια, οι υποσχέσεις, οι δήθεν προτάσεις, οι θεατρινισμοί, οι πλειοδοσίες, ίδια όπως και πριν από τη λεγόμενη κρίση. Η κατάσταση που βιώνουμε είναι τραγική γιατί απέναντι στη λεηλασία της ζωής μας οι λύσεις που διαφημίζονται αποτελούν μέρος του προβλήματος. Τα διάφορα ψευτοδιλήμματα που μας επιβάλλουν – μνημονιακοί/αντιμνημονιακοί, ευρώ/δραχμή, έθνος/ξένοι– ουσιαστικά δεν αμφισβητούν τη δομή του πολιτικού και καπιταλιστικού συστήματος το οποίο ευθύνεται για τη σημερινή κατάσταση. Όλοι τους αυτοπαρουσιάζονται σα σωτήρες με έτοιμη τη λύση, κανείς τους όμως δεν τολμάει να αποκαλύψει την απάτη: τον αποκλεισμό των πολιτών από τις αποφάσεις. Το πολιτειακό καθεστώς ενώ αποδείχτηκε σάπιο και αναξιόπιστο δεν αμφισβητείται από τους κομματικούς μηχανισμούς γιατί στην ουσία τροφοδοτούνται από αυτό, από αυτό ζουν. 

Το μεγάλο ψέμα και σε αυτές τις εκλογές είναι η λέξη δημοκρατία. Αν δημοκρατία σημαίνει ότι ο λαός αποφασίζει, ότι ο λαός είναι κυρίαρχος, αυτό που βιώνουμε σίγουρα δεν είναι δημοκρατία. Η αλήθεια είναι ότι στις εκλογές δεν αποφασίζουμε εμείς για τη ζωή μας αλλά εκχωρούμε την ικανότητα της απόφασης σε κομματικούς μηχανισμούς που αποφασίζουν ανεξάρτητα από εμάς και συνήθως εναντίον μας. Τα λόγια τους συνήθως είναι υποκριτικά γιατί οι δομές που εξυπηρετούν όταν ανεβαίνουν στην εξουσία απαιτούν διαφορετικές πράξεις. Εξάλλου τα κόμματα είναι ιεραρχικοί μηχανισμοί που αναπαράγουν στο εσωτερικό τους τον αποτυχημένο και άδικο τρόπο οργάνωση των κοινωνιών μας. Η κομματοκρατία είναι μία από τις αιτίες της σημερινής παρακμής.
Οι κυρίαρχες εξουσίες με το πρόσχημα των εκλογών προσπαθούν να αποπροσανατολίσουν τον κόσμο δίνοντας δήθεν τη δυνατότητα της επιλογής στον ''κυρίαρχο'' λαό να διαλέξει αυτούς που θα τον κυβερνούν. Στην ουσία είναι όλοι τους υποκριτές και λαοπλάνοι γιατί η κατάσταση δεν είναι ζήτημα προσώπων αλλά αφορά το ίδιο το πολιτικό και οικονομικό σύστημα που ρημάζει τις ζωές μας και το οποίο χρειάζεται ριζικό μετασχηματισμό. Έτσι όπως έχουν σήμερα τα πράγματα δεν είναι υπερβολή να πεις ότι οι καιροί, περισσότερο από ποτέ, απαιτούν μια επανάσταση σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Μια ριζική αλλαγή δηλαδή της κοινωνικής οργάνωσης αλλά και των μεταξύ μας σχέσεων που θα βασίζονται και σε ένα νέο ήθος.
Γι' αυτό κι αυτή τη φορά η συμμετοχή στις εκλογές τους είναι συνενοχή. Δίνει την ψευδαίσθηση δύναμης και συμμετοχής στους υποταγμένους, στην ουσία όμως νομιμοποιεί την αρπαγή της ικανότητάς τους να συναποφασίζουν για την κοινή ζωή. Η συμμετοχή στις εκλογές είναι αυτοεγκλωβισμός, είναι η αυταπάτη της συμμετοχής.
Αυτό που προτείνουμε όμως δεν είναι η αδιαφορία εκείνων που απέχουν από τις εκλογές λόγω ωχαδερφισμού ή απάθειας. Η δική μας εκλογική απεργία είναι μια ενεργητική πράξη γιατί αποτελεί μέρος μιας εναλλακτικής πρότασης γύρω από τα ζητήματα του δημόσιου χώρου, η οποία βασίζεται στην αυτοοργάνωση και την άμεση διαχείριση των δημόσιων αγαθών με στόχο τη δημιουργία πραγματικά αυτόνομων κοινοτήτων. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια η μόνη πολιτική δράση που έχει πραγματικά νόημα είναι εκείνη που προωθεί τη συμμετοχή όλων στα κοινά. Η κοινωνική οργάνωση, η παραγωγή και η διανομή του πλούτου, η φροντίδα των πόλεων μέσα στις οποίες ζούμε, η άσκηση των ατομικών και συλλογικών ελευθεριών, ο σεβασμός του φυσικού περιβάλλοντος, είναι πολύ σημαντικά πράγματα για να εκχωρούμε την ικανότητα της απόφασης σε μια μειοψηφία δήθεν ειδικών. Πρέπει να βγούμε από την απάθεια και να διεκδικήσουμε τη συμμετοχή μας για ό, τι αφορά τη ζωή μας. Πρέπει να διεκδικήσουμε ένα δημόσιο χώρο στον οποίο θα μπορούν να συμμετέχουν όλοι ισότιμα, έξω όμως από τις κομματικές ιεραρχίες και τους κρατικούς οργανισμούς. Πρώτο μας μέλημα πρέπει να είναι η δημιουργία αυτοοργανωμένων εγχειρημάτων μέσα στις πόλεις που ζούμε που θα οικοδομούνται στους αντίποδες της κυρίαρχης πολιτικής προτάσσοντας ένα διαφορετικό τρόπο κοινωνικής οργάνωσης εδώ και τώρα: συνελεύσεις γειτονιάς που προάγουν την αυτοπαραγωγή, αλληλέγγυες ανταλλαγές προϊόντων και υπηρεσιών, κατασκευή δικτύων αλληλοβοήθειας και κυρίως δημιουργία συλλογικοτήτων βάσης και αγώνα στις γειτονιές και τους χώρους εργασίας (συνοικιακά συμβούλια, λαϊκές συνελεύσεις, εργατικά συμβούλια, σωματεία βάσης).
Η δική μας πρόταση απαιτεί την υπεύθυνη συμμετοχή του καθενός, για να οικοδομήσουμε την ελευθερία και την ισότητα μέσα σε πνεύμα αλληλεγγύης. Η πρόταση μας δεν είναι ουτοπική γιατί μπορεί να εφαρμοστεί εδώ και τώρα αρκεί να το θέλουμε. Οι συνελεύσεις των πλατειών του καλοκαιριού του 2011 άνοιξαν ένα ρήγμα και έδειξαν ένα δρόμο πάνω στον οποίο θέλουμε να βαδίσουμε. Δεν έχουμε τίποτα να περιμένουμε από τους πολιτικάντηδες της αριστεράς ή της δεξιάς και από το σάπιο πολιτικό σύστημα που εξυπηρετούν. Να πάρουμε τη ζωή μας στα χέρια μας με συλλογικό και αυτόνομο τρόπο.

ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΑΠΕΡΓΙΑ
ΑΥΤΟΟΡΓΑΝΩΣΗ ΣΕ ΚΑΘΕ ΓΕΙΤΟΝΙΑ
ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΙΣ ΠΑΝΤΟΥ
Η ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΣΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΜΕΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΤΗΝ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ, ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, ΤΗΝ ΙΣΟΤΗΤΑ, ΤΗΝ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ

ΟΥΛΑΛΟΥΜ Αυτοδιαχειριζόμενος Κοινωνικός Χώρος






Οι εκκαθαρίσεις ελληνόφωνων από τον Στάλιν

Το ζήτημα των διωγμών και της εξόντωσης χιλιάδων Ελλήνων της Σοβιετικής Ενωσης στα φοβερά γκούλαγκ της Σιβηρίας την εποχή του Στάλιν, φωτίζουν μαρτυρίες επιζώντων του μεγάλου –και εν πολλοίς άγνωστου, σε όλες του τις πτυχές– αυτού πογκρόμ, αφηγήσεις συγγενών ανθρώπων που πέθαναν στα κάτεργα και ιστορικών που ερευνούν την υπόθεση.

Τουλάχιστον τριάντα οχτώ χιλιάδες Σοβιετικοί πολίτες ελληνικής καταγωγής μεταφέρθηκαν στα γκούλαγκ της Σιβηρίας, απ’ όπου ελάχιστοι επέζησαν των απάνθρωπων συνθηκών καταναγκαστικής εργασίας. Συνολικά, όπως προκύπτει από τα υπάρχοντα στοιχεία, υπήρξαν τρία κύματα διωγμών των Ελλήνων της πρώην Σοβιετικής Ενωσης κατά τη σταλινική περίοδο: οι εύποροι που συνελήφθησαν, εκτοπίστηκαν ή εκτελέστηκαν το ’30 ως «Κουλάκοι», μεγαλοαγρότες δηλαδή και άρα «εχθροί του λαού», εκείνοι –μερικές δεκάδες χιλιάδες– που διώχθηκαν το 1937 στην περιβόητη «επιχείρηση 13» με την κατηγορία της υπέρ της Ελλάδος κατασκοπείας (!) και όσοι εξορίστηκαν στη διάρκεια του πολέμου αλλά και το 1949 ως «συνεργάτες των Γερμανών» και «υπονομευτές» του σοβιετικού κράτους.

Τρία κύματα διωγμών σε 12 χρόνια

Στα τέλη του 1937, η Σοβιετική Ενωση ζούσε την κορύφωση της «περιόδου του μεγάλου τρόμου». Οι εκκαθαρίσεις αντιπάλων του σταλινικού καθεστώτος είχαν λάβει τη μορφή επιδημίας. Η δολοφονία του Κίρωφ, την 1η Δεκεμβρίου του 1934, προσχεδιασμένη από τις μυστικές υπηρεσίες του Στάλιν όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, ήταν το εναρκτήριο λάκτισμα για την εξόντωση των εσωκομματικών αντιπάλων του δικτάτορα, που εξελίχθηκε σε φοβερό πογκρόμ.

Πιστοί σύντροφοι του Λένιν, ηγέτες της μπολσεβίκικης επανάστασης, όπως ο Κάμενεφ, Ζινόβιεφ, Μπουχάριν κ.ά. κατηγορήθηκαν για τη δολοφονία και εκτελέστηκαν, ενώ ο Τρότσκι κατέφυγε στη Νορβηγία και αργότερα δολοφονήθηκε στο Μεξικό από πράκτορα της KGB. Οι ύποπτοι για «συνωμοσία» κατά του σοβιετικού κράτους οδηγούνταν κατά χιλιάδες, έπειτα από δίκη-παρωδία, στο εκτελεστικό απόσπασμα και στα περιβόητα γκούλαγκ της Σιβηρίας τα τρένα κατέφθαναν ξεφορτώνοντας «προδότες» και «εγκληματίες».

Επιχειρήσεις εκκκαθάρισης

Ο Στάλιν μαζί με τους εσωκομματικούς αντιπάλους και τους αντικαθεστωτικούς αποδείχθηκε ότι είχε θέσει στο στόχαστρό του και τις μικρότερες εθνότητες που ζούσαν στην αχανή σοβιετική επικράτεια. Πίστευε, πιθανότατα, κατά τους μετέπειτα μελετητές της περιόδου εκείνης, ότι σε μια ενδεχόμενη σύγκρουση με τη Γερμανία ή τις άλλες «ιμπεριαλιστικές δυνάμεις», Πολωνοί, Κορεάτες, Ιάπωνες, Γερμανοί, Ελληνες, Φινλανδοί, Ρουμάνοι κ.ά. θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως «πέμπτη φάλαγγα» συστρατευόμενοι με τον εχθρό. Η απαλλαγή, λοιπόν, από τους δυνάμει «υπονομευτές» ήταν ζήτημα εθνικής ασφάλειας.

Οπως προκύπτει από τα σοβιετικά αρχεία που άνοιξαν μετά την πτώση του καθεστώτος, οργανώθηκαν δεκατέσσερις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, για ισάριθμες εθνότητες, σχεδιασμένες από τον αρχηγό της NKΒD (τη μετέπειτα KGB) και στενό συνεργάτη του Στάλιν, Νικολάι Γιεζόφ. Η «ελληνική επιχείρηση εκκαθάρισης» με την υπ’ αριθμ. 50215 ντιρεκτίβα της NKBD ξεκίνησε τη νύχτα της 15ης Δεκεμβρίου του 1937 και εξελίχθηκε σε Γεωργία, Κριμαία, Σταυρούπολη και όπου αλλού ζούσαν Ελληνες από τους 300.000 που είχαν εγκατασταθεί στη ρωσική και αργότερα σοβιετική αυτοκρατορία.

Σε στρατόπεδα εργασίας

Οπως λέει ο κ. Ιβάν Τζούχα, ομογενής από τη Ρωσία, που επί χρόνια ερευνά την ιστορία της δίωξης των Ελλήνων της Σοβιετικής Ενωσης, από τα στοιχεία που διαθέτει προκύπτει ότι 38.000 ελληνικής καταγωγής σοβιετικοί πολίτες εξαφανίστηκαν στη «μαύρη τρύπα» των γκούλαγκ του Στάλιν. Η ελληνική επιχείρηση ήταν η υπ’ αριθμόν 13 και το 50% των ομογενών συνελήφθησαν τις πρώτες τρεις μέρες με την κατηγορία της κατασκοπείας υπέρ της Ελλάδας! Πολλοί από τους συλληφθέντες εκτελέστηκαν αμέσως. Μόνο στην περιοχή του Ντονέτσκ, στην Κριμαία, από τις 20 Ιανουαρίου έως τις 5 Φεβρουαρίου του 1938 τουφεκίστηκαν χωρίς δίκη 3.140 Ελληνες.

Οι άλλοι μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, γνωστά ως γκούλαγκ της Σιβηρίας και κυρίως στην περιοχή Κολιμά, κοντά στη χερσόνησο της Καμτσάτκα, όπου κατά τη σταλινική παντοδυναμία εξορίστηκαν 2.500.000 σοβιετικοί πολίτες, από τους οποίους λίγοι επέζησαν. «Τους υποχρέωναν να εργάζονται επί 15-16 ώρες την ημέρα στα διαβόητα ορυχεία χρυσού. Ουδείς άντεξε εκεί περισσότερους από τρεις-τέσσερις μήνες. Η θερμοκρασία τον χειμώνα επέφτε στους -60 βαθμούς. Τους νεκρούς τους στοίβαζαν σαν ψόφια ζώα και όταν μαζεύονταν πολλοί τους έκαιγαν. Οσοι επέζησαν, γλίτωσαν από θαύμα», αναφέρει ο κ. Τζούχα.

«Τον πήραν»

Τα όργανα των μυστικών υπηρεσιών του καθεστώτος άρπαζαν μέσα στη νύχτα τους άνδρες, χωρίς να δίνουν εξηγήσεις στους ίδιους ή στους συγγενείς. Ουδείς βεβαίως τολμούσε να ρωτήσει για την τύχη των δικών του ανθρώπων, αλλά όλοι υποψιάζονταν τι τους περίμενε. Το μόνο που ψέλλιζαν αν κάποιος ρωτούσε ήταν: «τον πήραν». «Αυτό το ρήμα προκαλούσε φρίκη στην τότε Σοβιετική Ενωση, γιατί σήμαινε φοβερά πράγματα», συνεχίζει ο ομογενής ερευνητής και προσθέτει ότι μόνο μετά το 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1956, οπότε άρχισε η αποσταλινοποίηση, άρχισαν να βγαίνουν τα όσα έγιναν εις βάρος και των Ελλήνων.

Με το ξέσπασμα του πολέμου και την επέλαση των Γερμανών στο σοβιετικό έδαφος ακολούθησαν νέοι διωγμοί εναντίον των μικρών εθνοτήτων. Το σταλινικό καθεστώς εξόρισε το 1942 στη Σιβηρία και το Καζακστάν 6.000 Ελληνες ως ύποπτους συνεργασίας με το εχθρό και όταν εκδιώχθηκαν τα γερμανικά στρατεύματα, το 1944, άλλα 15.040 άτομα ελληνικής καταγωγής εκτοπίστηκαν στη σιβηρική στέπα με την κατηγορία της συνεργασίας με τις κατοχικές δυνάμεις. «Βεβαίως όλα αυτά ήταν χαλκευμένα, οι Ελληνες όχι μόνο δεν συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς, αλλά υπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν την παρτιζάνικη δράση τους και συμμετοχή στον Κόκκινο Στρατό», λέει ο κ. Τζούχα.

Το 1949 σημειώθηκε το τρίτο και τελευταίο κύμα εκκαθαρίσεων Ελλήνων από τα παράλια της Αζοφικής και της Μαύρης Θάλασσας. Σε μια νύχτα «πήραν» 37.000 Ελληνες από την Κριμαία και το Βατούμι και τους εκτόπισαν στο Καζακστάν και το Ουζμπεκιστάν. «Το καθεστώς ήθελε να αδειάσει τα παράλια από τους αλλοεθνείς», εξηγεί ο κ. Τζούχα, ο οποίος ταξιδεύει ανά τη ρωσική επικράτεια, συλλέγοντας στοιχεία προκειμένου να συντάξει το «Μαρτυρολόγιο των Ελλήνων θυμάτων των σταλινικών διώξεων».

Επτασφράγιστα αρχεία

Δεν είναι εύκολο το έργο του καθώς τα περισσότερα αρχεία της KGB και των άλλων μυστικών υπηρεσιών παραμένουν επτασφράγιστα. Οι διωχθέντες την περίοδο του «μεγάλου τρόμου» αποκαταστάθηκαν μαζί με εκατομμύρια άλλους σοβιετικούς πολίτες που διώχθηκαν, όχι όμως και οι Ελληνες που δολοφονήθηκαν και εξορίστηκαν κατά το τρίτο κύμα των διωγμών.

Οι προσπάθειες κάποιων παραγόντων της εκεί ελληνικής ομογένειας σκοντάφτουν στο Κρεμλίνο, που με διάφορα προσχήματα δεν ανοίγει τους φακέλους. Επί εποχής Γέλτσιν και έπειτα από παρεμβάσεις ελληνικής καταγωγής μελών της Δούμα, το ντοσιέ με τα στοιχεία για τις διώξεις των Ελλήνων έφτασε στα χέρια του παντοδύναμου τότε Ρώσου προέδρου μαζί με εκείνα των Πολωνών. Μόλις ο Γέλτσιν είδε τα έγγραφα για τους Πολωνούς, για τους οποίους δεν ήθελε ν’ ακούσει, πέταξε και τους δύο φακέλους στο καλάθι των αχρήστων, διαψεύδοντας τις προσδοκίες όσων ανέμεναν δικαίωση.

«Κατηγόρησαν τον πατέρα μου για κατάσκοπο και τον εκτέλεσαν»

Συνάντησα την Κλεοπάτρα Μαρουφίδου στα μέσα Ιουνίου στον Ελληνορωσικό Οίκο Υπερηλίκων, ένα γηροκομείο της Ρωσικής Εκκλησίας στην οδό Ηλεκτρουπόλεως στην Αργυρούπολη. Παρά τα ενενήντα τρία της χρόνια, τα ’χει τετρακόσια. Διαβάζει με τις ώρες, βοηθάει στην ταξινόμηση της βιβλιοθήκης του ιδρύματος, παρακολουθεί την αλληλογραφία του γηροκομείου, συζητάει επί παντός επιστητού με τις νεαρές νοσηλεύτριες. Στα ράφια του πεντακάθαρου μικρού δωματίου, πολλά βιβλία Ρώσων συγγραφέων και ποιητών –Πούσκιν, Τολστόι, Αχμάτοβα, κ.ά.–, στους τοίχους φωτογραφίες σοβιετικών ηθοποιών, του Πατριάρχη Μόσχας κ. Αλέξιου, του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και ένα πορτρέτο του ντράμερ των Μπιτλς, Ρίνγκο Στάρ!

Η Κλεοπάτρα Μαρουφίδου ήρθε στην Ελλάδα από τη Ρωσία το 1999, κουβαλώντας, όπως λέει, χίλιους πεντακόσιους τόμους λογοτεχνικών βιβλίων και μια συναρπαστική προσωπική ιστορία: είναι από τους ελάχιστους εν ζωή Ελληνες της Σοβιετικής Ενωσης που επέζησαν της σταλινικής τρομοκρατίας. Συνελήφθη με την κατηγορία της κατασκοπείας, φυλακίστηκε, εκτοπίστηκε στις στέπες του Καζακστάν, αλλά, όπως λέει, «στάθηκα τυχερή, γιατί αν με είχαν στείλει στα γκούλαγκ, το πιο πιθανό ήταν να είχα πεθάνει όπως τόσοι άλλοι». Σε ένα από αυτά τα γκούλαγκ εκτελέστηκε ο πατέρας της ως κατάσκοπος των Ελλήνων.

Από το Ιρκούτσκ στη Μόσχα

Η Κλεοπάτρα Μαρουφίδου γεννήθηκε στο Ιρκούτσκ, στην ανατολική Σιβηρία, όπου στα τέλη του 19ου αιώνα είχαν συρρεύσει πολλοί Ελληνες από τη νότια Ρωσία για να εργαστούν στο υπό κατασκευήν σιδηροδρομικό δίκτυο και στην ανοικοδόμηση της περιοχής. Εκεί, στην αφιλόξενη σιβηρική γη, οι Ελληνες πρόκοψαν ως τεχνίτες, μαστόροι και μικρέμποροι και γρήγορα κατέκτησαν περίοπτη θέση στην κοινωνία, όπου μάλιστα οι τοπικές αρχές έδωσαν το όνομά τους σε κεντρικό δρόμο του Ιρκούτσκ. Οταν το 1930 ο Στάλιν ξεκίνησε τις εκκαθαρίσεις εναντίον των κουλάκων (σ.σ. μεγαλοαγροτών) η μπάλα πήρε και τους ευκατάστατους Ελληνες, που εγκατέλειψαν την ύπαιθρο και κατέφυγαν στη Μόσχα και τις άλλες μεγάλες πόλεις, μήπως χαθούν και γλιτώσουν.

Το ίδιο έκανε και ο πατέρας της Κλεοπάτρας, ο Αδάμ, που όμως το 1935 πιάστηκε για παράνομη κατοχή συναλλάγματος και εστάλη σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα βόρεια της Μόσχας. «Εγραψα στον Στάλιν για να μου επιτρέψουν να δω τον πατέρα μου ενώ πήγα και είδα τον ίδιο τον Καλίνιν (σ.σ. πρόεδρος του Ανώτατου Σοβιέτ), ο οποιος μου έδωσε άδεια. Ηταν αρχές του 1937 όταν έφτασα στο γκούλαγκ, όπου με άφησαν να μείνω κοντά στον πατέρα μου τρεις μέρες. Ο υπεύθυνος με διαβεβαίωσε πως σε λίγους μήνες θα βγει. Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου όμως, όπως έμαθα αργότερα, τρεις μέρες μετά την εφαρμογή της ντιρεκτίβας εναντίον των Ελλήνων, τον εκτέλεσαν ως κατάσκοπο των Ελλήνων».

Δέκα μήνες στη φυλακή

Επιστρέφοντας στο Μουρμάνσκ, στην παραθαλάσσια αυτή πόλη του παγωμένου ρωσικού βορρά, όπου εν τω μεταξύ είχε τοποθετηθεί ως λογίστρια σε ανώτερη κρατική υπηρεσία, δεν μπορούσε να φανταστεί τι την περίμενε. «Μια μέρα μετά τη ντιρεκτίβα, είχαμε εκλογές θυμάμαι, ξύπνησα νωρίς για να τακτοποιήσω στο γραφείο κάποιες εκρεμμότητες και μετά να πάω να ψηφίσω. Κάποιος χτύπησε την πόρτα του σπιτιού μου και υπέθεσα ότι με ψάχνουν από το γραφείο γιατί είχα αργήσει. Ηταν δυο άντρες της NKVD, που με συνέλαβαν και με οδήγησαν στη φυλακή. Δεν είχα ιδέα γιατί μ’ έπιασαν και πού με πήγαιναν. Με ρωτούσαν διαρκώς πού είναι το λιμάνι, αλλά εγώ δεν κυκλοφορούσα στην πόλη και δεν ήξερα. Οταν ύστερα από αφόρητες πιέσεις υπέδειξα μια κατεύθυνση, είπαν ότι αυτό είναι απόδειξη ότι είμαι κατάσκοπος.

Με μετέφεραν στις γυναικείες φυλακές του Λένινγκραντ, όπου έμεινα δέκα μήνες χωρίς δίκη, γιατί είχε χαθεί στη διαδρομή ο φάκελός μου. Στο διάστημα αυτό απομακρύνθηκε ο τότε επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών Εζόφ και ανέλαβε ο Μπέρια, ο οποίος για να δείξει ότι ο προκάτοχός του δεν έκανε καλά τη δουλειά του απελευθέρωσε χιλιάδες κρατούμενους, μεταξύ των οποίων και εμένα.»

Εξορία στο Καζακστάν

«Ενα χρόνο μετά με συνέλαβαν και πάλι. Με δίκασαν για κατασκοπεία και με εξόρισαν στο Καζακστάν. Η ποινή ήταν τρία χρόνια, αλλά μεσολάβησε ο πόλεμος και έμεινα συνολικά πέντε χρόνια εκεί».

Μετά τον πόλεμο η Κλεοπάτρα Μουφίδου ενεργοποίησε, όπως λέει, «κάποιες παλιές και υψηλές γνωριμίες» και επέστρεψε στη δουλειά της, αυτή τη φορά ως υπάλληλος του υπουργείου που παρακολουθούσε τα δημόσια έργα στην Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν. Ουδέποτε έγινε μέλος του κόμματος, μολονότι πιέστηκε να ενταχθεί στο ΚΚΣΕ. Για την ίδια, όπως και για τη μεγάλη πλειονότητα των πολιτών της τότε Σοβιετικής Ενωσης, πάντως, ο Στάλιν ήταν ο μόνος αθώος για τις διώξεις και θανατώσεις εκατομυρίων αντιφρονούντων ή κατασκευασμένων «εχθρών του λαού». «Αυτά τα πράγματα συζητούνταν στον κόσμο και όλοι έλεγαν πως είναι ένα λάθος που θα διορθωθεί. Ο κόσμος αγαπούσε τον Στάλιν, πιστεύαμε ότι δεν ήξερε πως γίνονταν τέτοια πράγματα. Ημασταν πεπεισμένοι ότι τα έκαναν οι κάτω από αυτόν, αλλά εν αγνοία του».

Ακόμα και τώρα, πάντως, η υπέργηρη Κλεοπάτρα υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι ζούσαν τότε καλύτερα στη Ρωσία απ’ ό,τι σήμερα. «Οι άνθρωποι είχαν δουλειές. Σήμερα αναγκάζονται να φύγουν στο εξωτερικό, χωρίζουν οικογένειες, ξετυλίγονται δράματα», λέει.

«Ο θείον ο Δημητρόν απέθανεν…»

Η Βάλια Μουρατίδου ήταν 15 χρονών όταν η αστυνομία συνέλαβε τον πατέρα της, Δημήτρη –έναν σχετικά εύπορο Ελληνα, σιδηρουργό στο επάγγελμα–, στο Βατούμι.

«Ηταν Δευτέρα, 19 Δεκεμβρίου του 1937, και το πρωί κατεβήκαμε από το χωριό με τον πατέρα μου στο Βατούμι, αυτός για να πάει στη δουλειά του και εγώ στο σχολείο. Δύο ώρες μετά ήρθε ένας θείος μου και μου είπε ότι τον “πήραν” από το σιδηρουργείο. Από εκείνη την ώρα άρχισε ο γολγοθάς μας», λέει σήμερα η 84χρονη κ. Μουρατίδου, που ζει στη Θεσσαλονίκη και έχει συγγράψει βιβλίο για την περιπέτεια των Ελλήνων της Σοβιετικής Ενωσης υπό τον τίτλο «Εκατό χρόνια Οδύσσεια». «Τον κράτησαν ένα χρόνο στις φυλακές στο Βατούμι με άλλους Ελληνες. Ολοι τους πιάστηκαν με την ψεύτικη κατηγορία της υπονόμευσης του κράτους και της κατασκοπείας. Οι συνθήκες ήταν απάνθρωπες στη φυλακή, τα βασανιστήρια καθημερινό φαινόμενο. Πολλοί δεν άντεξαν και υπέγραψαν ότι αποδέχονται τις κατηγορίες και τους έστειλαν στα στρατόπεδα εργασίας. Ο πατέρας μου δεν υπέγραψε, αλλα στο τέλος τον εκτόπισαν και αυτόν. Τον είδα τελευταία φορά όταν τους φόρτωσαν στην Τιφλίδα στο τρένο για τη Σιβηρία. Εκτοτε δεν είχαμε νέα του. Λόγω των συνθηκών, αναγκαστήκαμε να φύγουμε στην Ελλάδα και αρχές του 1947 ένας εξάδελφος μας έγραψε ότι έμαθε από κάποιον που επέζησε πως “ο θείον ο Δημητρόν απέθανεν από αιμορραγίαν εντέρου”».

Το στίγμα της προδοσίας

Η κ. Παρθένα Αποστολιάδη από το χωριό Βιτέζοβο του Κρασνοντάρ, που ζει σήμερα στη Θεσσαλονίκη, δεν γνώρισε τον πατέρα της, αφού εστάλη στις αρχές του 1938 εξορία στη Σιβηρία, όταν η ίδια ήταν ενός μηνός. Θυμάται ωστόσο τον στιγματισμό που υπέστη η οικογένειά της, αφού ο πατέρας της είχε χαρακτηριστεί προδότης. «Από μικρό παιδάκι άρχισα να ψάχνω τον τάφο του για να αποθέσω λίγα λουλούδια, αλλά κανείς από τους εκπροσώπους των αρχών δεν μου έλεγε. Μόλις το 1956 έμαθα ότι είχε πεθάνει στη Σιβηρία, χωρίς να μου δοθούν περισσότερες λεπτομέρειες».

(άρθρο του Σ. Τ στην εφημερίδα Καθημερινή)

Ψήφος και αποχή: μια προσπάθεια επαναπροσδιορισμού των πραγματικών διλημμάτων

Καθώς βρισκόµαστε στην έναρξη µιας ακόμα προεκλογικής περιόδου, µεγάλο µέρος της κοινωνίας αντιµετωπίζει τις εκλογές σαν ένα µέσο µε το οποίο µπορεί να εκφραστεί, είτε για να δείξει την αντίθεσή του στην πολιτική που ακολουθείται, είτε για ν’ αναδείξει µε την ψήφο του ένα φαινοµενικά καινούριο καθεστώς. Η αναφορά σ’ αυτό το δίπολο «ψήφος δυσαρέσκειας/ψήφος ανοχής», δεν γίνεται τυχαία, αφού στην ελληνική τουλάχιστον κοινοβουλευτική παράδοση και πολιτική ζωή, φαίνεται ν’ αποτελεί τον κανόνα. Άλλωστε, το σύστηµα της αντιπροσωπευτικής, κοινοβουλευτικής δηµοκρατίας, δεν αφήνει και πολλά περιθώρια για µια ουσιαστική συµµετοχή στην διαµόρφωση της πολιτικής ζωής, αφού ο µόνος τρόπος «έκφρασης» της λαϊκής βούλησης είναι εξ ορισµού περιορισµένος σε ένα κλειστό σύστηµα ερωτήσεων και απαντήσεων που θυµίζει τις «πολλαπλές επιλογές» (multiple choice) των σύγχρονων, µεταµοντέρνων εκπαιδευτικών συστηµάτων. Πολλαπλές µεν, αλλά δοτές εκ των προτέρων. Συνεπώς, ούτε καν πολλαπλές µε την ουσιαστική και βαθιά έννοια του όρου.

Κοιτάζοντας την Ιστορία των ελληνικών εκλογών από την ίδρυση του νεο-ελληνικού Κράτους, θα δούµε εκλογικά συστήµατα που ήταν ευθέως προσανατολισµένα ακριβώς σε τέτοιου είδους δίπολα: π.χ. παλιότερα, κάθε κάλπη ήταν χωρισµένη σε 2 τµήµατα. Το αριστερό ήταν µαύρο και το δεξιό λευκό. Σε κάθε εκλογικό τµήµα υπήρχαν τόσες κάλπες όσες και οι υποψήφιοι και ο κάθε ψηφοφόρος µε την ψήφο του (µαύρη ή λευκή) αποδοκίµαζε ή το αντίθετο, συγκεκριµένο υποψήφιο. Αυτές και άλλες παρόµοιου πνεύµατος εκλογικές τακτικές ή συνήθειες, εξελίχθηκαν στη συνείδηση του λαού σε εκλογικά έθιµα που φαίνεται πως είναι βαθιά ριζωµένα. Στις µέρες µας, ελάχιστοι είναι οι ψηφοφόροι που πιστεύουν ότι ασκώντας το εκλογικό τους δικαίωµα θα διαµορφώσουν µία καινούργια, πολύχρωµη και ουσιαστικά πολυφωνική πολιτική πραγµατικότητα. Αντίθετα, η συντριπτική πλειοψηφία των ψηφοφόρων χρησιµοποιεί την ψήφο του είτε τιµωρητικά, είτε θέλοντας να δείξει επιδοκιµασία ή ανοχή στους κυβερνώντες. Η επιλογή του κόµµατος γίνεται µε φανατισµό και οπαδικά κριτήρια και, επί της ουσίας, ο ψηφοφόρος εµφορείται από την επιθυµία του να δηλώσει την δυσαρέσκειά του ή το αντίθετο – γεγονός που φαντάζει µάλλον «φυσιολογικό» από τη στιγµή που κάθε πολιτικό κόµµα πάσχει από παντελή ή ουσιαστική έλλειψη εσωκοµµατικής δηµοκρατίας, δεδοµένου ότι τα προγράµµατα, οι µέθοδοι ουσιαστικής λειτουργίας αλλά ακόµα και τα καταστατικά τους είναι αποτέλεσµα ενός επίσης αντιπροσωπευτικού συστήµατος και όχι προϊόν ελεύθερου και ισότιµου διαλόγου εκ µέρους των µελών. Το αντιπροσωπευτικό σύστηµα είναι το καλύτερο πεδίο για την επικράτηση του ισχυρότερου (οικονοµικά, κοινωνικά, προσωπικά) και δεν αφήνει περιθώρια για µια ουσιαστική, πραγµατική σύνθεση απόψεων κατόπιν συνδιαµόρφωσης πάνω σε βάσεις πολιτικής ισότητας.

Από την άλλη πλευρά, η οικονοµική και πολιτική ελίτ ευελπιστεί πως οι εκλογές θα κατευνάσουν την ολοένα και πιο έντονη λαϊκή οργή, ότι θα λειτουργήσουν ως τροχοπέδη στην ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας και κατά κάποιον τρόπο θα νοµιµοποιήσουν τις πρόσφατες πολιτικές επιλογές (που σηµειωτέον, προκάλεσαν τεράστιες συγκεντρώσεις, απεργίες οι οποίες όµως τελικά δεν κατάφεραν να ιδρώσουν το αυτί των εξουσιαστών, αλλά και άλλες, νέες, µορφές πολιτικής έκφρασης και συµµετοχής, όπως είναι οι λαϊκές συνελεύσεις οι οποίες ως «θεσµοί» και µόνον, αµφισβήτησαν το Αντιπροσωπευτικό σύστηµα στην ουσία του). Συνεπώς, η πολιτική ελίτ θα προσπαθήσει να εκµεταλλευτεί τις επόµενες εθνικές εκλογές προεχόντως ως ένα µέσο κατευνασµού της γενικευµένης δυσαρέσκειας µε το εξής σκεπτικό: «Όλοι όσοι φωνάζετε πως η Δηµοκρατία µας καταλύθηκε, πάρτε τώρα ελεύθερες εκλογές, αισθανθείτε ο “Κυρίαρχος Λαός” και σωπάστε»). Φυσικά, το γεγονός ότι τόσο η Κυβέρνηση ΠΑ.ΣΟ.Κ. από την υπογραφή του πρώτου Μνηµονίου και µετά, όσο και η, ακόµα και µε κοινοβουλευτικούς όρους, νόθα και ανοµιµοποίητη (συν)Κυβέρνηση Παπαδήµου, έχουν λάβει αποφάσεις που έχουν προκαθορίσει την πορεία της χώρας για τις επόµενες δεκαετίες (πορεία που δεν µπορεί ν’ αλλάξει παρά µόνο αν η κοινωνία η ίδια φέρει τα πάνω – κάτω, κινούµενη εκτός των δοτών κανόνων του πολιτικού παιχνιδιού), θα αποσιωπηθεί. ‘Η µάλλον, θα ξεπεραστεί σαν ένα επουσιώδες και άνευ µεγάλης σηµασίας, πολιτικό δεδοµένο.

Έτσι, ο πολίτης, για πρώτη φορά στην ιστορία της εν Ελλάδι κοινοβουλευτικής δηµοκρατίας, θα έχει τυπικά την δυνατότητα να διαλέξει από µια πληθώρα κοµµάτων και το δικαίωµα να «σταυρώσει» όποιους επιθυµεί από τους εκατοντάδες επίδοξους αντιπροσώπους του (σ’ αυτή την χώρα, ίσως η πιο συχνή ευχή να είναι : «Στης Βουλής τα έδρανα – αχ κι εγώ να έκλανα»). Στην πραγµατικότητα, το µόνο που θα καταφέρει το εκλογικό σώµα, είναι να στείλει ένα ασαφές µήνυµα (σε ποιους αλήθεια;) που θα σχετίζεται µόνο µε µια γνωστή πολιτική θέση: αυτή που εφαρµόζεται αυτή τη στιγµή από τα κόµµατα εξουσίας, είτε συµµαχώντας µε αυτά ή απλώς, αποδοκιµάζοντάς τα στα τυφλά.

Θεωρητικά, σε µια οµαλώς λειτουργούσα κοινοβουλευτική δηµοκρατία, θα έπρεπε όλα τα κόµµατα να καταθέσουν το πλάνο τους για διακυβέρνηση, τις βασικές τους αρχές και το προγραµµατικό τους πλαίσιο. Στην κοινοβουλευτική δηµοκρατία µας όµως, αντιµετωπίζουµε το εξής παράδοξο: Οι πολιτικοί αντίπαλοι είναι ένα Νεοφιλελεύθερο κόµµα που αυτοπροσδιορίζεται ως σοσιαλιστικό, ένα συγκεντρωτικό κόµµα που αυτοαποκαλείται Κοµµουνιστικό, ένας θίασος που θυµίζει παράσταση του Κατηχητικού µε θέµα «Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια και Ανάπτυξη….» που τιτλοφορείται Νέα Δηµοκρατία, ένα συνοθύλευµα ιδεών χωρίς συνοχή και διάθεση για εύρεση µιας ελάχιστης αλλά σαφούς κοινής συνισταµένης που ονοµάζεται Αριστερά και κάποιες συµµορίες ή µεµονωµένα πρόσωπα µε ιδέες µεγαλείου, που θέλουν να λέγονται πολιτικοί. Ακόµη λοιπόν κι αν συµφωνούσαµε µε το θεσµό της αντιπροσώπευσης, η σηµερινή φάρσα ανύπαρκτων πολιτικών θέσεων που εκφράζονται από ένα τραγικά «φτηνό» πολιτικό προσωπικό, δεν µπορεί να σταθεί ούτε ως αντιπροσωπευτική δηµοκρατία.

Άρνηση συµµετοχής, ρήξη µε τον κοινοβουλευτισµό και προώθηση άµεσης δηµοκρατίας

Πολλοί είναι αυτοί που ορίζουν ένα πολίτευµα ως δηµοκρατικό, µόνο και µόνο από το γεγονός ότι παρέχει στους πολίτες του το δικαίωµα να ψηφίζουν/εκλέγουν κυβερνήσεις οι ίδιοι, και ταυτόχρονα µπορεί να εγγυηθεί κατά κάποιον τρόπο µια στοιχειώδη ελευθερία του λόγου, του τύπου και της συνάθροισης. Στην πραγµατικότητα όµως, η δηµοκρατία είναι κάτι πολύ περισσότερο απ’ αυτό. Το γεγονός και µόνο ότι έχουµε το δικαίωµα να εκλέγουµε κάποιον που θ’ αποφασίζει για εµάς, δεν νοµιµοποιεί ταυτόχρονα και τον χαρακτηρισµό του σηµερινού καζίνου ως δηµοκρατία. Κάποτε ο Ρουσσώ (στο Κοινωνικό Συμβόλαιο) έλεγε ότι οι Άγγλοι γίνονται πολίτες µόνο µια φορά στα τέσσερα χρόνια, όταν καλούνται να ψηφίσουν, να εκλέξουν έναν ηγέτη που τους αντιπροσωπεύει. Αυτή η ηµέρα των εκλογών είναι και η µόνη που οι φωνές τους ακούγονται. Μετά το τέλος όµως της διεξαγωγής των εκλογών, η δουλεία επιστρέφει, κι επιστρέφει διότι κανένας τους δεν µπορεί να παρέµβει ούτε στις αποφάσεις έχουν ληφθεί δημοκρατικά, αλλά ούτε και σ’ αυτές που θα λάβει η κοινοβουλευτική ολιγαρχία. Μένουν, λοιπόν, έρµαια των πολιτικών επιλογών των ολίγων που οι ίδιοι εξέλεξαν, δίχως τη δυνατότητα (αυτο)αναίρεσης και περαιτέρω συμμετοχής. Ωστόσο, βέβαια, και κυρίως µε βάση τα σηµερινά δεδοµένα, ούτε καν αυτή η µέρα των εκλογών δεν µπορεί να χαρακτηριστεί ως µια µέρα πραγµατικής ελευθερίας. Και αυτό διότι οι περισσότερες αποφάσεις κρίνονται µε βάση τις µαθηµατικές/οικονομικές εξισώσεις των αγορών. Ούτε καν από την κοινοβουλευτική ολιγαρχία! Εποµένως, ακόµα και η έννοια της φιλελεύθερης δηµοκρατίας ακούγεται άκυρη και μή αντιπροσωπευτική. Η πραγµατική ονοµασία του σηµερινού µας πολιτεύµατος θα έπρεπε να ονοµάζεται φιλελεύθερη ολιγαρχία, όπως πολύ εύστοχα την αποκαλούσε ο Κορνήλιος Καστοριάδης. [1]

Εν ολίγοις, το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: για ποιόν λόγο να συμμετάσχει κανείς στην εκλογική διαδικασία από την στιγµή που τα πράγµατα δεν καθορίζονται µόνο από τους βουλευτές που εµείς νόµιµα έχουµε εκλέξει αλλά κυρίως από διάφορους µηχανιστικούς µαθηµατικούς/οικονοµικούς διεθνείς παράγοντες που ρυθµίζουν την παγκόσµια οικονοµία; Δεν έχουµε, λοιπόν, ν’ αντιµετωπίσουµε απλά και µόνο µια εκλεγµένη ολιγαρχία, αλλά µια οικονοµική δικτατορία εντός ενός καθεστώτος που για εντελώς τυπικούς και µόνο λόγους, χρησιµοποιεί κάποιες δηµοκρατικές έννοιες, όπως οι εκλογές.

Πολλοί από εµάς σκοπεύουν να ψηφίσουν έτσι ώστε «να µην πάει η ψήφος χαµένη». Ή µε το σκεπτικό πως «από το να βγει κυβέρνηση από µια µικρή µειοψηφία, είναι καλύτερα να ρίξω ψήφο διαµαρτυρίας – να στηρίξω το κόµµα που είναι το λιγότερο κακό ή αυτό που, αν και δεν µε εκφράζει, είναι πάντως “πιο κοντά” σε µένα». Όλες αυτές οι αντιλήψεις αποδεικνύουν περίτρανα τον θλιβερό εγκλωβισµό του  ψηφοφόρου (και ολόκληρου του Κυρίαρχου Λαού…) εντός µιας φυλακής όπου ο  καθένας µπορεί να πει ό,τι του κατέβει στο κεφάλι αλλά έως την εβδόµη βραδινή – ώρα κατά την οποία το πανηγύρι ελευθερίας και η αυταπάτη περί λαϊκής κυριαρχίας  τελειώνει και ο κόσµος, από προαυλιζόµενος στα εκλογικά κέντρα των υποψηφίων και τα εκλογικά τµήµατα, επαναµετατρέπεται σε έγλειστος και τηλεοπτικο-αυνανιζόµενος. Ποιά δυνατότητα έκφρασης δίνει η σηµερινή (κατ’ επίφαση) δηµοκρατία σ’ αυτόν που διαφωνεί µε το ίδιο το πολιτικό σύστηµα ή ακόµη και µε την αντιπροσωπευτική δηµοκρατία καθαυτή; Ποιά δυνατότητα συµµετοχής στη λήψη αποφάσεων (που ρυθµίζουν την ίδια του τη ζωή) έχει ο πολίτης, πέρα από τη συµβολική ρίψη ενός κωλόχαρτου σε ένα κουτί, κάθε τέσσερα (ή όσα βολεύει το σύστηµα) χρόνια; Οι  εκλογές δεν αποτελούν τίποτε παραπάνω από την ψευδαίσθηση της συµµετοχής, παράλληλα µε την καλλιέργεια της ηθικής της συλλογικής  ευθύνης. «Αφού πρώτο κόµµα ήταν το τάδε, δεν µπορείτε να µιλάτε για σύγχρονη µορφή χούντας, καθώς ο λαός µίλησε».  Ο λαός, λοιπόν, σύµφωνα µε τους υφιστάµενους εξουσιαστικούς θεσµούς, είναι ένα χειραγωγήσιµο αντικείµενο (ούτε καν υποκείµενο) το οποίο, είτε µε την ανάπτυξη πελατειακών σχέσεων, είτε µε την αναγκαστική έκθεσή του σε εκβιαστικά διληµµάτα, έχει τη δυνατότητα να κινηθεί «ελεύθερα» µεν αλλά περιοριζόµενος σε δύο διαστάσεις σαν καρικατούρα ενός ξένου προς αυτόν σχεδιαστή. Ή θα ακολουθήσει τον Χ που θα ακολουθήσει την Α πολιτική, ή θα κρίνει ως καλύτερο τον Ψ που θα ακολουθήσει και αυτός την Α πολιτική.

Υπάρχει,  βέβαια, και µια τρίτη περίπτωση: να συσπειρωθεί κάπου αλλού, π.χ. στην αριστερά, η ίδια όµως κάνει ό,τι µπορεί ώστε να αποφύγει τέτοιες φουρτούνες.  Άλλωστε, η πολιτική της προσωπικότητα δεν είναι αυτόνοµη, αυθύπαρκτη, αλλά ετεροκαθοριζόµενη µε σηµείο αναφοράς το τι δεν θέλει και το πού  διαφωνεί. Ποτέ όµως δεν αυτονοµείται µε βάση το τι επιδιώκει η ίδια και  πώς ακριβώς θα το διεκδικήσει µέχρι να το καταφέρει. Συνεπώς: στον σύγχρονο κοινοβουλευτισµό υπάρχει µία πολιτική µε περισσότερα κόµµατα που την εκφράζουν θετικά και ακόµη κάποια άλλα κόµµατα που την εκφράζουν (αφορίζουν 😉 αρνητικά, κινούµενα όµως πάντα εντός του ίδιου πλαισίου. Οι χορευτές, καλοί ή χειρότεροι, φιγουρατζήδες ή στιλιζαρισµένοι, όλοι πάντως χορεύουν ενσυνείδητα τον ίδιο κύκλιο χορό, κοιτάζοντας βέβαια πάντα προς τα  µέσα και όχι προς την κοινωνία που καλείται να παρακολουθεί χειροκροτώντας ή σιωπηλά.

«Απ’  την άκρα αριστερά ως την άκρα δεξιά, αυτό  που  προέχει είναι η αναζήτηση  πελατείας, είναι η εξουσία, το ψέµα, η απάτη και τα φούµαρα. Είναι η  περιφρόνηση του φουκαρά που ρίχνει στα χαµένα την εµπιστοσύνη του στην κάλπη   χωρίς να σκέφτεται τη χολέρα της απογοήτευσης που, καθώς τον οδηγεί εξαγριωµένο στην τυφλή λύσσα, τον προετοιµάζει για τη βαρβαρότητα  του «ο καθένας για πάρτη του» και του «όλοι εναντίον όλων» (Ραούλ Βάνεγκεµ)

Αποχή και άνοδος της ακροδεξιάς ή µή πλειοψηφικών κυβερνήσεων

Ένα από τα βασικότερα ζητήµατα που αφορούν την αποχή, και κάτι που προβληµατίζει αρκετούς, είναι το τί θα µπορούσε ν’ ακολουθήσει αν η πλειοψηφία των απογοητευµένων πολιτών αποφάσιζαν ν’ απέχουν; Κάτι τέτοιο θα έδινε κοινοβουλευτικό αβαντάζ στην ακροδεξιά (αν βέβαια γίνει δεκτό ότι όσοι απέχουν ανήκουν συνήθως σε «προοδευτικούς» πολιτικούς χώρους). Ας φέρουµε εδώ µερικά παραδείγµατα. Στην Βρετανία, το αποτέλεσµα των ευρωεκλογών έδωσε απόλυτο προβάδισµα στο Νεοφιλελεύθερο Δεξιό κόµµα των Tories, ενώ δεύτεροι ήρθαν οι ακροδεξιοί/νεοσυντηρητικοί του Nigel Farrange. Στην τρίτη θέση βρέθηκαν οι κεντρώοι του Labour Party ενώ την έκπληξη έκανε το British National Party, γνωστό για τις νεοφασιστικές του θέσεις (π.χ. δεν δέχεται έγχρωµους στους κύκλους του) που κέρδισε 2 έδρες. Η αποχή όµως ξεπέρασε το 50%. Παροµοίως στην Ισπανία, κερδισµένο στις τελευταίες εκλογές βγήκε το Συντηρητικό/Νεοφιλελεύθερο κόµµα του Ραχόι, µε ποσοστό 39.94% έναντι 28.73% της κεντροαριστεράς παράταξης. Η συγκεκριµένη, όµως, κυβέρνηση πλειοψήφησε στο ποσοστό του 71,69% του εκλογικού σώµατος που συµµετείχε (το 28,31% απείχε της εκλογικής διαδικασίας). Κάτι που σηµαίνει ότι ακόµα και σε κοινοβουλευτικό επίπεδο, ακόµα, δηλαδή, και αν µιλήσουµε µε τη γλώσσα της αρχής της πλειοψηφίας και της αντιπροσώπευσης, έχουµε να κάνουµε µε µια κυβέρνηση που τη νοµιµοποιεί µόλις το 28,6% του πληθυσµού της χώρας (αναγωγή ψήφων 1ου κόµµατος στο σύνολο του εκλογικού σώµατος), κοινώς πρόκειται για µια κυβέρνηση µειοψηφική που όµως κυβερνά. Θα επιτρέψουµε όµως εµείς τη άνοδο της ακροδεξιάς ή θα δώσουµε σε µια κυβέρνηση µειοψηφική τη δυνατότητα να µας εξουσιάζει;

Η απάντηση στα παραπάνω ερωτήµατα είναι η εξής: 1) Ακόµα και αν η ακροδεξιά κατορθώσει και μπει στη Βουλή, θα είναι αναγκασµένη να πετάξει το προσωπείο του ακραίου και να συµβιβαστεί µε την εκάστοτε νοµοθεσία που διέπει τους κοινοβουλευτικούς θεσµούς. Θα πρέπει δηλαδή να πάψει να είναι ακραία και να µετατραπεί σε ένα ακόµα «αστικοδηµοκρατικό κόµµα». Ας θυµηθούµε το λόγο του Καρατζαφέρη εκτός Βουλής, περί κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης και δηλώσεις ανοιχτής υποστήριξης προς τη χούντα των Συνταγµαταρχών. Η είσοδός του στην Βουλή σήµανε και τη στροφή από την άκρα δεξιά προς µια πιο πολιτικά ορθή νεοσυντηρητική κατεύθυνση. Προφανώς, κάτι παρόµοιο θα µπορούσε να συµβεί και µε άλλα ακροδεξιά κόµµατα. Ή µήπως ακραίες εθνικιστικές φωνές δεν υπάρχουν εντός των µεγάλων κοµµάτων; 2) Οι διαφορές µεταξύ µιας σοσιαλδηµοκρατικής κυβέρνησης και µιας συντηρητικής Νεοφιλελεύθερης είναι, στην πραγµατικότητα, ελάχιστες. Κάτι τέτοιο δεν παρατηρούµε µόνο στην Ελλάδα, όπου οι διαφορές µεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ υπήρξαν µηδαµινές αλλά, πλέον, και οι πρόσφατες δηλώσεις του προέδρου του Σοσιαλδηµοκρατικού κόµµατος της Γερµανίας, Μάρτιν Σουλτζ, επιβεβαιώνουν το ότι οι εντολές που εκτελούν οι «δηµοκρατικά εκλεγµένες κυβερνήσεις» δεν µπορεί ν’ αποκλείνουν από αυτά που προστάζουν οι στατιστικές της διεθνούς οικονοµίας: «Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Γ. Παπανδρέου είναι αυτός που ως Έλληνας Πρωθυπουργός ξεκίνησε τις αναγκαίες και επώδυνες µεταρρυθµίσεις. Προς όφελος της χώρας έβαλε σε δεύτερη µοίρα το συµφέρον του κόµµατος. Ελπίζω ότι θα µπορέσουν να επικρατήσουν οι συνετές δυνάµεις στη χώρα, διότι η ριζοσπαστικοποίηση δεν θα εξυπηρετούσε κανέναν» [2]. Αν αυτές οι δηλώσεις προέρχονται από έναν σοσιαλδηµοκράτη πολιτικό, τότε ας µην περιµένουµε τίποτα καλύτερο από τη δική του παράταξη όταν (και αν) θ’ αναλάβει την εξουσία. Ακόµα και αν υποθέσουµε ότι η κοινή γνώµη επιθυµεί µια επιστροφή στη σοσιαλδηµοκρατία και αποφασίζει να εκλέξει µια κεντοραριστερή παράταξη, κατά πόσο η νέα αυτή κυβέρνηση θα εφαρµόσει τις προεκλογικές της υποσχέσεις αρνούµενη να συµβιβαστεί µε τις διαταγές των αγορών; Συνεπώς, κάθε κυβέρνηση που εκλέγουµε, είναι κατά κάποιον τρόπο µειοψηφική, και η αποχή δεν σηµαίνει ότι νοµιµοποιούµε µειοψηφικές κυβερνήσεις από τη στιγµή που, σε κάθε περίπτωση, οι αποφάσεις που πρέπει να παρθούν καθορίζονται αυστηρά από διεθνής οικονοµικούς παράγοντες.

Τα παραδείγματα πολιτικών πρώην (και νυν) που εκ΄του ασφαλούς κατακρίνουν τις Νεοφιλελεύθερες πολιτικές δεν σταματούν εδώ. Από τον Γιώργο Παπανδρέου που σε συνέντευξή του στο Democracy Now κατέκρινε την Goldman Sachs και τις πολυεθνικές για τις πολιτικές που εφαρμόζουν στην Ελλάδα, μέχρι και τον Μπερλουσκόνι ο οποίος μόλις λίγες μέρες πριν δήλωσε τα εξής: «Τη γνωρίζουμε τη θεραπεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Ιταλία. Προκάλεσε την καταστροφή της Ελλάδας και τώρα αρχίζει να καταστρέφει την Ισπανία». Καί οι δύο πολιτικοί, όσο βρίσκονταν στην εξουσία εφάρμοζαν ακριβώς τα ίδια μέτρα. Η μεν κυβέρνηση Παπανδρέου τσεκούρωσε επιδόματα και συντάξεις, διέλυσε ό,τι είχε απομείνει από το κοινωνικό κράτος και δεν είχαν καταφέρει να διαλύσουν όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις μαζί. Ο δε Μπερλουσκόνι, κατά τη διάρκεια της θητείας του επέβαλε τα πιο σκληρά Νεοφιλελεύθερα μέτρα για τα Ιταλικά δεδομένα, συνυπέγραφε στις απαγορεύσεις διαδηλώσεων, ενώ τώρα ξαναρχίζει τους φαμφαρονισμούς προσποιούμενος ότι παίρνει το μέρος ενός λαού που δεν μπόρεσε να υπερασπιστεί όσο βρίσκονταν στην εξουσία. Μήπως δεν ήταν η «κεντροαριστερά» πολιτική παράταξη των Labours στην Βρετανία η πρώτη που επέβαλε τον τριπλασιασμό των πανεπιστημιακών διδάκτρων από 1.000 λίρες το χρόνο σε 3.000 και τώρα ασκεί κριτική εξ αριστερών στις περικοπές που εφαρμόζουν οι Tories; Μήπως δεν ήταν οι Tories που κατέκριναν το σύστημα κοινωνικού ελέγχου και ηλεκτρονικών παρακολουθήσεων μέσω CCTV που συναντά πλέον κανείς στο Λονδίνο, ενώ τώρα που έχουν σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού με το Liberal Party (Φιλελεύθερο Κόμμα) επιβάλλουν από τα πιο σκληρά μέτρα κρατικής καταστολής; Μήπως δεν ήταν οι Φιλελεύθεροι που δήλωσαν προ-εκλογικά πως δεν θα υποστηρίξουν τις περικοπές στην παιδεία, ενώ εδώ και ενάμιση χρόνο προσπαθούν να πείσουν τους φοιτητές ότι ο τριπλασιασμός των διδάκτρων από 3.000 τον χρόνο σε 9.000 είναι αναγκαίος; Ή ο δήμαρχος του Λονδίνου, John Boris, που κατά τη διάρκεια των επεισοδίων του Αυγούστου μιλούσε ανοιχτά υπέρ της καταστολής και της χρήσης κανονιών νερού και της εμπλοκής του στρατού, παρόλ’ αυτά, στην προεκλογική του εκστρατεία παραδέχεται ότι οι ταραχές οφείλονται στον κοινωνικό αποκλεισμό που βιώνει μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού στην Βρετανία και κυρίως το Λονδίνο;

Στην ελληνική πραγµατικότητα: Στην πράξη, η αποχή δεν υπονοµεύει, άµεσα τουλάχιστον, το κοινοβουλευτικό σύστηµα. Σύµφωνα µε τον εκλογικό νόµο, οι έδρες διανέµονται µε βάση τα έγκυρα ψηφοδέλτια, στα οποία, εκτός των άκυρων, δεν συµπεριλαµβάνονται ούτε τα λευκά (παρά την αντίθετη απόφαση 12/2005 του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, σύµφωνα µε την οποία η µη προσµέτρηση των λευκών ψηφοδελτίων κατά την εύρεση του εκλογικού µέτρου, αντίκειται στο Σύνταγµα αφού θίγει τον πυρήνα της λαϊκής κυριαρχίας και της ισότητας της ψήφου). Άρα, ακόµα και στο θεωρητικό ενδεχόµενο κατά το οποίο θα απείχε της εκλογικής διαδικασίας η πλειοψηφία του εκλογικού σώµατος, και, ταυτόχρονα, η πλειοψηφία των πολιτών που θα προσέρχονταν στις κάλπες θα επέλεγε να ψηφίσει λευκό ή να «ρίξει» άκυρο ψηφοδέλτιο, και πάλι θα προέκυπτε νέα Βουλή. Ο ισχύων στην Ελλάδα εκλογικός νόµος, αλλά, κατά κανόνα, και οι εκλογικοί νόµοι στις υπόλοιπες δυτικές κοινοβουλευτικές δηµοκρατίες, δεν αφήνουν περιθώρια για τέτοιου είδους εκλογικά αστεία… Συγκεκριµένα: α) Για να εισέλθει ένα συνδυασµός (κόµµα, συνασπισµός κοµµάτων ή µεµονωµένος υποψήφιος) στη Βουλή, πρέπει να συγκεντρώσει το 3% των εγκύρων ψηφοδελτίων του συνόλου σε όλη την Επικράτεια. β) Στις επόµενες βουλευτικές εκλογές, οι 250 έδρες θα διανεµηθούν µε βάση το ποσοστό των κοµµάτων και οι υπόλοιπες 50 θα πριµοδοτήσουν το πρώτο κόµµα, γ) Το θεωρητικά µέγιστο ποσοστό προκειµένου να πετύχει κάποιο κόµµα βέβαιη αυτοδυναµία, ανέρχεται στο 40,4% των έγκυρων ψήφων (Σηµείωση: δεν θα επεκταθούµε εδώ σε λεπτοµερείς αναφορές για τον τρόπο κατανοµής των εδρών ανά εκλογική περιφέρεια – αρκούν οι προαναφερόµενοι βασικοί άξονες γα την κατανόηση του πυρήνα της λογικής του εκλογικού συστήµατος).

Συµπερασµατικά, το τι σηµαίνει ως προς το εκλογικό αποτέλεσµα η εκλογική απεργία ή το άκυρο ή το λευκό ψηφοδέλτιο, δεν µπορεί να ειπωθεί µε βεβαιότητα, αλλά κατά πάσα πιθανότητα διευκολύνει την δηµιουργία αυτοδύναµης κυβέρνησης από το συνδυασµό που πλειοψήφησε (αν δεχτούµε ότι οι απέχοντες εκφράζουν κυρίως αντικοινοβουλευτικές θέσεις – κάτι που δεν είναι αυτονόητο αφού απροσδιόριστο ποσοστό όσων δεν προσέρχονται στις κάλπες απλώς είναι απαθές και η αποχή δεν αποτελεί συνειδητή πολιτική στάση), αν και εφ΄όσον συγκεντρώσει βέβαια τα προαναφερόµενα ποσοστά. Από την άλλη πλευρά, η προς αποφυγή αυτού του ενδεχόµενου συµµετοχή στις εκλογές, επίσης δεν αποτελεί «έξυπνη κίνηση», αφού, όπως είδαµε, σε κάθε περίπτωση θα υπάρξει Κυβέρνηση (έστω και µε συµµαχία των παρατάξεων της κυρίαρχης ελίτ), η οποία τυπικά-νοµικά θα είναι νόµιµη, η οποία, ταυτόχρονα, στην πράξη και στις συνειδήσεις της πλειοψηφίας του λαού θα είναι ανοµιµοποίητη (ως Κυβέρνηση µειοψηφίας σε σχέση µε το σύνολο της κοινωνίας/εκλογικού σώµατος) και η οποία, σε κάθε περίπτωση δεν θα αποτελεί έναν ανεξάρτητο πολιτικό παίκτη στη διεθνή πολιτική σκηνή, αλλά ένα νέο πολιτικό προσωπικό που θα έχει ως σκοπό να εξυπηρετήσει τα συµφέροντα των κυρίαρχων στρωµάτων, ντόπιων ή/και ξένων. Αυτό ίσχυε ανέκαθεν στις Κοινοβουλευτικές «Δηµοκρατίες» και αυτό θα ισχύει όσο το σύστηµα της αντιπροσώπευσης παραµένει στο προσκήνιο της πολιτικής πραγµατικότητας.

Ναί στην αποχή, αλλά υπό ποιες προϋποθέσεις;

Μετά από όσα προειπώθηκαν, είναι φανερό πως η συµµετοχή των πολιτών στις εθνικές (βουλευτικές) εκλογές είναι συµµετοχή σε ένα στηµένο πολιτικό παιχνίδι, που δεν έχει σχέση όχι µόνο µε την πραγµατική δηµοκρατία αλλά απέχει πολύ ακόµα και από την ιδεατή αντιπροσωπευτική δηµοκρατία. Κατ’ αρχήν λοιπόν, η θέση πως η συµµετοχή στις εκλογές σηµαίνει νοµιµοποίηση µιας πολιτικής αποπολιτικοποίησης των πολιτών, ή συµµαχία µε τα κυρίαρχα στρώµατα που θέτουν τους κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού, φαίνεται σωστή. Αν η θέση µας είναι ότι επιθυµούµε την εγκαθίδρυση µια αυτόνοµης κοινωνίας µέσω αµεσοδηµοκρατικών διαδικασιών, τότε η νοµιµοποίηση της κοινοβουλευτικής υφαρπαγής της κοινωνικής συναίνεσης, αποτελεί πολιτική αυτοκτονία – άποψη που δεν διατυπώνεται µόνο από ηθική σκοπιά αλλά, αντίθετα, µέσα από τη ρεαλιστική και ψυχρή εξέταση των δεδοµένων. Κατ’ ακολουθίαν, ο επόµενος συλλογισµός δεν µπορεί παρά να είναι ότι, για να αποτελέσει η αποχή από τις εκλογικές διαδικασίες (ή η επιλογή του άκυρου), µία ενεργητική, θετική, συνειδητοποιηµένη πολιτική θέση, οφείλει να συνδυαστεί µε την µεθοδευµένη προσπάθεια για την δηµιουργία θεσµών που θα µπορέσουν αφ’ ενός να παρακάµψουν την ετερονοµία του αντιπροσωπευτικού συστήµατος και, ταυτόχρονα, να προωθήσουν το πρόταγµα της αυτο-κυβέρνησης, της αυτοθέσµισης, της αυτονοµίας. Διαφορετικά, η αποχή, στο βαθµό που δεν αποτελεί το έναυσµα για την δηµιουργία µιας άλλης, νέας, αυτόνοµης θέασης της πολιτικής, δεν αποτελεί τίποτα παραπάνω από µια στείρα άρνηση η οποία, όσο κι αν είναι ηθικά δικαιωµένη (απ’ όσους την επιλέγουν συνειδητά και όχι λόγω πολιτικής αφασίας), δεν πρόκειται να προσφέρει καµία πολιτική λύση, αλλά µάλλον θα είναι µια στάση καταδικασµένη σε αποτυχία αφού θ’ αποτελεί την άλλη όψη του ίδιου, κάλπικου νοµίσµατος.Η αντιπροσωπευτική δηµοκρατία και ο κοινοβουλευτισµός εµπεριέχουν από τη φύση τους µια λογική περιθωριοποίησης των πολιτικών πρακτικών που αντιτίθενται στον πυρήνα τους. Έτσι, η αποχή (ή το άκυρο) αν δεν συνδυαστεί µε πρακτικές που επιδιώκουν την διαρκή κοινωνική επανάσταση, περιορίζεται σε µια δικαιολογηµένη αλλά συναισθηµατική και όχι πολιτική στάση.

Αυτή είναι λοιπόν η ευθύνη µας: Να νοηµατοδοτήσουµε την αποχή και την άρνηση της απάτης των εκλογών µε τρόπο που θα ανοίξει το δρόµο για την χειραφέτηση και την αυτονόµηση της κοινωνίας, αποδεσµεύοντάς την από τον σκέτο ροµαντισµό και διαφοροποιώντας την, στα µάτια όλης της κοινωνίας, από την απλή απάθεια, την αδιαφορία ή τον απροσδιόριστο µηδενισµό. Απέχω από τις εκλογές σηµαίνει συµµετέχω µε όλες µου τις δυνάµεις στην προσπάθεια άσκησης πραγµατικής πολιτικής, µέσα από  κάθε είδους επαναστατικές και ριζοσπαστικές πρακτικές, μέσα από συνελεύσεις πολιτών και διάφορες άλλες ανοιχτές διαδικασίες. Διαφορετικά δεν σηµαίνει τίποτα και δεν διαφέρει ιδιαίτερα από την µη-αποχή σε ένα σικέ παιχνίδι.

Έτσι λοιπόν, όταν αρχίσουν πάλι οι πολιτικές διαφημίσεις να σπέρνουν προπαγάνδα περί «σωτηρίας της χώρας», να μιλούν για το κατόρθωμα μιας κυβέρνησης, ας θυμηθούμε εμείς τις αυτοκτονίες των συνανθρώπων μας λόγω των αβάσταχτων χρεών, ας θυμηθούμε τους άστεγους, όλους αυτούς που η ζωή τους υποβαθμίστηκε, όλους αυτούς που υπέφεραν από την αστυνομική καταστολή και την βία, τους πολίτες αυτής της χώρας που λοιδωρήθηκαν στο εξωτερικό ως «τεμπέληδες και ανεύθυνοι» εξαιτίας ορισμένων πολιτικών (βλ. Θ.Πάγκαλος στο Παρίσι ή τις δηλώσεις του Γ.Α.Παπανδρέου στο Βερολίνο: «κυβερνώ μια χώρα διεφθαρμένων»). Ας κοιτάξουμε τη δυστυχία μας κι ας θυμηθούμε όλον αυτόν τον διασυρμό. Πριν αναζητήσουμε λύσεις στην φασίζουσα αντιπολίτευση της Νέας Δημοκρατίας, ας μην ξεχάσουμε το Βατοπέδι, τη Siemens, τις υποκλοπές, το παραδικαστικό κύκλωμα, τα τόσα άλλα σκάνδαλα αξίας εκατομμυρίων ευρώ και αυτά που χαρακτήρισαν εκείνη την κυβέρνηση ως μια από τις πιο διεφθαρμένες και γελοίες της νεότερης ιστορίας – σκάνδαλα για τα οποία κανείς δεν δικάστηκε ενώ αντιθέτως εμείς καλούμαστε να πληρώσουμε και πληρώνουμε τώρα. Πριν δούμε τους ακροδεξιούς να μιλούν για «καθαρή Ελλάδα μόνο με Έλληνες» ας θυμηθούμε ξανά τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Εβραίων, τις ρατσιστικές δολοφονίες (και αν το τελευταίο δεν μας ενδιαφέρει γιατί «αυτοί είναι ξένοι και παράνομοι», ας φέρουμε στο νου μας τον ρατσισμό που βίωσαν στο παρελθόν και βιώνουν και σήμερα οι Έλληνες του εξωτερικού και το πως αντιμετωπίζονται από τους εκεί ακροδεξιούς). Πριν ακούσουμε τις ασυναρτησίες των αριστερών και την ξύλινή τους γλώσσα για εργατική εξουσία, ας φέρουμε στο νου μας τα γκούλακ και τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης που διαμόρφωσαν τα καθεστώτα που οι ίδιοι έχουν σήμερα ως πρότυπο (όχι πως υπάρχει περίπτωση αν κάποιο από αυτά βγει νικητής στις αναμετρήσεις να εφαρμόσει τα δικά του προτάγματα μόλις αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας, για τους λόγους που αναφέραμε και παραπάνω). «Όποιος  ψηφίσει και δεν προετοιμάσει την κοινωνική επανάσταση είναι για εμάς  βλαβερός, αλλά το ίδιο βλαβερός είναι και όποιος απόσχει από τις εκλογές  και δεν προετοιμάσει την κοινωνική επανάσταση» έλεγε κάποτε ο Ισπανός αναρχικός μαχητής Μπουεναβεντούρα Ντουρρούτι. Βέβαια, αν κάποιος αποφασίσει να συμμετάσχει στις εκλογές, ρίχνοντας μια ψήφο σε κάποιο αριστερό κόμμα μόνο και μόνο επειδή αισθάνεται καθήκον να πράξει έστω και κάτι, προκειμένου να σαμποτάρει την αύξηση των ποσοστών της Χρυσής Αυγής ή νιώθει ότι εξ αιτίας των θρασύδειλων αυτών Νεοναζί απειλούνται ακόμα και τα ελάχιστα δημοκρατικά του δικαιώματα, σίγουρα η πράξη του δεν θα καταλογιστεί ως άνευ όρων συμβιβασμός με αυτόν τον χρεοκοπημένο θεσμό που ονομάζεται κοινοβουλευτική «δημοκρατία». Αλλά θα πρέπει να γνωρίζει ότι ο στόχος είναι άλλος και όχι εκλογές. Ότι η πραγματική πολιτική γράφεται στους δρόμους και τις πλατείες. Ότι πολίτης ελεύθερος είναι αυτός που μπορεί πάντοτε να συναποφασίζει, όχι μόνο για να λύσει τα προβλήματά του, αλλά για να ακούσει και ν’ ακουστεί, να δοκιμαστεί και τέλος, να γίνει καλύτερος άνθρωπος!

Σηµειώσεις
[1] Προς αποφυγή κάθε παρεξήγησης, η αρχή της πλειοψηφίας, ή αλλιώς η δικτατορία της πλειοψηφίας, µπορεί να καταστήσει ένα πολίτευµα δηµοκρατικό. Με βάση τον Γάλλο φιλόσοφο Αλέξις Ντε Τοκβίλ, κάτι τέτοιο αποτελεί εξίσου µια µορφή τυραννίας. Διότι δεν θα πρέπει να βλέπουμε την κοινωνία σαν µια µάζα ανθρώπων, αλλά, σαν ένα σύνολο διαφορετικών πολιτών που ο καθένας ξεχωριστά έχει το δικαίωµα να αυτο-προδιορίζεται όπως επιθυµεί. Η δηµοκρατία γεννιέται όταν όλοι οι πολίτες συνευρίσκονται µε σκοπό να ενώσουν τις φωνές  τους, τη διαφορετικότητά τους, προκειµένου να συνθέσουν από κοινού, να δηµιουργήσουν και να προσφέρουν κάτι καινούριο.

Η δηµοκρατία προυποθέτει  και δηµοκρατικούς πολίτες, έλεγε ο Κορνήλιος Καστοριάδης, εννοώντας πως δεν είναι δυνατόν, αν µέσα σ΄ ένα σύνολο ανθρώπων, η πλειοψηφία ταχθεί π.χ. υπέρ της ποινής του θανάτου (όπως γίνεται στην Βρετανία) να επικροτούµε  κι εµείς την απόφαση αυτήν, µόνο και µόνο λόγω της αρχής της πλειοψηφίας, κάτι που σηµαίνει ότι εµείς ντετερµινιστικά θα πρέπει να  δεχτούµε τη δηµιουργία ενός εκτρώµατος. Θα δικαιώναµε εµείς την απόφαση της Αµερικανικής κοινωνίας να βοµβαρδίσει το Ιράν σκοτώνοντας εκατοµµύρια ανθρώπους; Θα θεωρούσαµε την κοινωνία της Γερµανίας δηµοκρατική αν σε δηµοψήφισµα αποφάσιζε τον οικονοµικό αποκλεισµό της Ελλάδας; Έτσι λοιπόν, η άµεση δηµοκρατία δεν  είναι ένας αυτοσκοπός, αλλά ένα µέσο προκειµένου να βαδίσουµε προς το ιδεατό, την συλλογική αλλά και ατοµική αυτονοµία. Η αυτονοµία γεννιέται όταν εµείς  µπορούµε ν’ αµφισβητούµε τις κυρίαρχες  αξίες και δεν υιοθετούµε εξωκοινωνικές δοξασίες αναφορικά µε τις  απαντήσεις που δίνουµε κατά τη  διαδικασία διαύγασης των ερωτηµάτων που  θέτουµε. Οποιαδήποτε τυφλή προσαρμογή είναι ετερονομία. Διότι δεν δίνει στο άτοµο την ικανότητα να κριτικάρει αυτό που του έχει δοθεί γιατί, νοµοτελειακά  πιστεύει ότι αυτό είναι το πρέπον και το ορθό (ετερόνοµη ταύτιση).

[2]Το συγκεκριµένο απόσπασµα της συνέντευξής του θα έπρεπε να µας απασχολεί, αρκετά περισσότερα από τους χονδροειδής λαϊκισµούς της Μέρκελ περί «τεµπέληδων Ελλήνων» και «σκληρά εργαζόµενων βορειοευρωπαίων». Το να αποδεχόµαστε ότι η ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας αποτελεί πρόβληµα, είναι κάτι που αποκαλύπτει τα εξωφρενικά επίπεδα κοµφορµισµού που µαστίζουν τις Δυτικές κοινωνίες.

________________________________

Στο βίντεο που παραμένει επίκαιρο όσο ποτέ, ο Αμερικανός κωμικός George Carlin, σατιρίζει τις εκλογές και, την ίδια ώρα, μας ωθεί σε αυτοκριτική. Το μόνο που μένει να κάνουμε βλέποντας τον να μιλά στο κοινό του, είναι ν’ αντικαταστήσουμε τις λέξεις, Αμερική, Αμερικάνος, Αμερικανικός με Ελλάδα, Έλληνας και Ελληνικός…


πηγή: eagainst.com Συνδιαμόρφωση από efor, ian delta, julien febvre

Αναρχισμός και νόμος – του Αλεξέι Μποροβόι

Στη λογοτεχνία υπάρχει μια γενική άποψη σχετικά με τον αναρχισμό, ότι αυτός  -που αρνείται την υπάρχουσα κοινωνία και τους νομικούς της κώδικες-  έχει μια εξίσου αρνητική θέση απέναντι στους κοινωνικούς κώδικες γενικά. Κάτι τέτοιο, είναι τελείως λάθος.

Οι λόγοι γι” αυτό το λάθος, είναι :

1) Σύγχυση στα γραπτά των ίδιων των αναρχικών, πάνω στο ζήτημα της σχέσης που έχουν οι κοινωνικοί κώδικες με το Κράτος.

2) Η ποικιλία ορισμών της κοινωνίας και των κοινωνικών κωδίκων στα γραπτά τόσο των αναρχικών όσο και των επικριτών τους.

3) Επιπόλαιες δηλώσεις από κάποιους αναρχικούς, που λόγω μιας κάποιας κοινωνιολογικής απλοϊκότητας, είναι ειλικρινά πεπεισμένοι ότι η Αναρχία είναι η απουσία κάθε είδους κανονισμών.

4) Η τεμπελιά εκείνων που θεωρούν τους εαυτούς τους  επικριτές των αναρχικών, δεν μπαίνουν όμως καν στον κόπο να μάθουν τα  βασικά στοιχεία της αναρχικής σκέψης.

5)  Τέλος, η συνειδητή διαστρέβλωση,  χαρακτηριστικό της φιλοσοφίας που αποκαλείται «επιστημονικός σοσιαλισμός».

 

ΤΟ  ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ.

Το ζήτημα για το οποίο ενδιαφερόμαστε μπορεί να παρουσιαστεί με τον εξής τρόπο :    Μπορεί να υπάρξει μια κοινωνία στην οποία τίποτα δεν περιορίζει το άτομο,  όπου κάθε κανονισμός είναι υπόθεση του ατόμου και όχι της συλλογικής θέλησης;

Ο Αναρχισμός είναι υπέρ της εγκαθίδρυσης μιας κοινωνίας «αδελφών όπου καθένας θα συνεισφέρει αυτό που του αντιστοιχεί και θα ζουν σε αρμονία, όχι εξαιτίας ενός νομικού συστήματος που τιμωρεί αυστηρά όσους δεν υπακούν, αλλά λόγω της δύναμης των διαπροσωπικών σχέσεων, της αναπόφευκτης δύναμης των φυσικών νόμων».   –  Reclus.

Πόσο περιοριστικοί είναι αυτοί οι φυσικοί νόμοι; Μήπως βηθούν στην ύπαρξη μιας κοινωνίας όπου κάθε άτομο είναι ελεύθερο να κάνει ό,τι το ευχαριστεί, ή από την άλλη, κάνουν απραίτητη την ύπαρξη ενός κράτους για τη διατήρηση της τάξης;

Οι αμερόληπτοι κοινωνιολόγοι έχουν βρει ότι το Κράτος ( η εξουσιαστική κοινωνία με μια καθεστηκυία εξουσία) , δεν είναι η πρώτη μορφή ανθρώπινης κοινωνίας. Το Κράτος εμφανίστηκε ως το αποτέλεσμα πολύπλοκων φαινομένων : μιας συγκεκριμένης  υλικής και διανοητικής κουλτούρας, της προοδευτικής αλλαγής/εξέλιξης της κοινωνίας,  της κατάκτησης και την ίδια στιγμή μιας προοδευτικής συνειδητοποίησης των πλεονεκτημάτων της αλληλεγγύης μεταξύ μεγάλων ομάδων. Οι ίδιοι κοινωνιολόγοι έχουν τονίσει την παράλληλη ανάπτυξη του θεσμού της εξουσίας ο οποίος σταδιακά απορροφά λειτουργίες που μέχρι πρότινος ανήκαν σε τοπικούς και αυτόνομους κοινωνικούς οργανισμούς. Αν κάποιες από τις λειτουργίες αυτές επιτελούνται καλύτερα από τη νέα εξουσία, είναι άλλες που επιτελούνται άσχημα και με μια διαρκή ασέβεια προς τα θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου.

Τη διαδικασία αυτή κυβερνητικής υπερτροφίας έχει περιγράψει καλά ο Ντυρκχάιμ :

Η κυβερνητική εξουσία τείνει να προκαταλάβει κάθε μορφή κοινωνικής δραστηριότητας. Μεταξύ αυτών είναι υποχρεωμένη να αναλάβει έναν αξιοσημείωτο αριθμό για τις οποίες είναι ακατάλληλη, και τις οποίες επιτελεί με ανεπαρκή τρόπο. Το πάθος της να φέρει τα πάντα υπό την δικαιοδοσία της αντιστοιχείται μόνο από την ανικανότητά της να ρυθμίσει την ανθρώπινη ζωή. Σπαταλά τεράστιες ποσότητες ενέργειας , τελείως αναντίστοιχες με τα επιτευχθέντα αποτελέσματα.

«Από την άλλη, οι άνθρωποι δεν υπακούν σε άλλη συλλογικότητα παρά στο Κράτος, αφού το Κράτος προτάσσει τον εαυτό τουως το μόνο συλλογικό οργανισμό. Αποκτούν τη συνήθεια να ερμηνεύον την κοινωνία με τρόπο που δείχνει μια διαρκή εξάρτηση από το Κράτος. Και το Κράτος ,εν τω μεταξύ, βρίσκεται πολύ μακριά τους, παραμένει μια αφηρημένη ολότητα που δεν μπορεί να ασκήσει άμεση επιρροή, έτσι που για ένα μεγάλο μέρος των ζωών τους, εγκαθίστανται στο κενό.»

Είναι στο πεδίο αυτό – την τάση του Κράτους να απορροφά όλα τα πράγματα, τον άνθρωπο, τις κοινωνικές του ανάγκες, ναπαραλύει τη θέλησή του με απειλές και ποινές – που γεννιέται η αναρχική εξέγερση.

Οι Αναρχικοί θέλουν να καταργήσουν το Κράτος, και γενικά να το αντικαταστήσουν, όχι με το χάος αλλά με μιά νέα μορφή οργάνωσης. Θέλουν να οργανώσουν την κοινωνία όχι βασισμένοι στην αρχή της δύναμης της τάξης, αλλά σε αυτήν της αλληλοβοήθειας.

 πηγή: http://a-politiko.espivblogs.net

ΟΥΤΕ ΘΕΟΣ – ΟΥΤΕ ΓΟΝΙΔΙΟ

Κριτική στο κυρίαρχο επιστημονικό παράδειγμα

Το ζήτημα της επιστήμης, παραμένει ταμπού. Αφορά το επιστημονικό ιερατείο. Ακόμη και σήμερα κυριαρχεί η γνώμη ότι τα ζητήματα που εγείρει η ανάπτυξη της τεχνοεπιστήμης αφορούν τους ειδικούς επιστήμονες. Θεωρούμε λοιπόν, πολύ σημαντικό να ανοίξει η συζήτηση πέρα από τους χώρους της επιστημονικής εξειδίκευσης. Να απεγκλωβιστεί από το κλειστό και περιχαρακωμένο περιβάλλον της επιστημολογίας, από το ιεραρχικά διαχωρισμένο πεδίο των ειδικών επιστημόνων. Πρώτη μας επιδίωξη, είναι να σπάσουμε την εξουσία της εξειδίκευσης, του φαντασιακού του επιστημονισμού, που πάνω κάτω λέει «μην ανησυχείτε το θέμα αφορά τους ειδικούς», «πρέπει να είσαι ειδικός για να αναφέρεσαι σε αυτά τα θέματα». Η αλήθεια είναι ότι καθένας μπορεί να διαμορφώσει άποψη, στηριζόμενος σε κοινά αποδεκτές επιστημονικές αποδείξεις. Το ζήτημα της επιστήμης, δεν είναι μονοσήμαντο αλλά πολύπλοκο και εγγενώς αντιφατικό. Αφορά τη γνώση και τη σχέση των ανθρώπινων κοινωνιών με τους εκάστοτε θεσμούς – φορείς της που την εφαρμόζουν. Είναι δηλαδή βασικά πολιτικό.

Η επιστήμη, η ιδέα της επίστημης, της επιστημονικής αλήθειας, αποτελούν θεμελιώδεις λίθους – μύθους του νεωτερικού οικοδομήματος και του καπιταλιστικού συστήματος.

Η νεώτερη εποχή εδραιώνεται πάνω στις ιδέες της ασταμάτητης προόδου (η οποία ταυτίζεται με την τεχνολογική ανάπτυξη ) και του ορθολογικού ελέγχου – κυριαρχίας πάνω στη φύση και την ανθρώπινη κοινωνία. Η επιστήμη της, δεν μπορούσε παρά να είναι ανάλογη: μαθηματικοποίηση – ποσοτικοποίηση του κόσμου, με στόχο την ορθολογική του κυριαρχία.

Σε μια πρώτη προσέγγιση πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι σήμερα η επιστήμη πέρα από ισχυρός κοινωνικός θεσμός είναι και μια κυρίαρχη νομιμοποιητική σημασία. Μια σημασία ζωής. Ένα κυρίαρχο φαντασιακό που έχει μολύνει τα μυαλά (και όχι μόνο) των σημερινών κοινωνιών. Η εξουσία του ειδικού επιστήμονα είναι όχι μόνο αδιαμφησβήτητη αλλά και ζητείται επίμονα. Με αυτή την έννοια η τεχνοεπιστήμη έχει όντως αυτονομηθεί ως ισχυρός κυρίαρχος λόγος, έχει γίνει αυτοσκοπός εν πολλοίς ανεξέλεγκτος. Η θρησκειοποίησή της είναι χαρακτηριστικό της.

Σε μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής ιστορίας κύριος θεσμός κοινωνικής νομιμοποίησης ήταν η εκκλησία. Στις δυτικές κοινωνίες εδώ και καιρό η επιστήμη διαδέχθηκε την εκκλησία, με νέους βέβαια όρους, ως κυρίαρχος νομιμοποιητικός λόγος. Σχετικοποιώντας την πηγή του νοήματος και της σημασίας της ζωής, γκρεμίζοντας το θρησκευτικό ιερατείο από το θρόνο του, ανέλαβε να παίξει η ίδια το ρόλο του εγγυητή του νοήματος για τις ανθρώπινες κοινωνίες. Πίσω από την αντιμεταφυσική της κριτική όμως, υπέκρυπτε τις δικές της μεταφυσικές θεμελιώσεις. Προήγαγε την εγκατάλειψη της θρησκείας, χάριν όμως ενός εξορθολογισμένου εργαλειακού Λόγου. Ενός Λόγου που διεκδικούσε την παντογνωσία και την παντοδυναμία και εν τέλει την κυριαρχία επί παντός επιστητού. Όταν λέμε ότι κάτι ΄΄το λέει η επιστήμη΄΄, είναι για να υποστηρίξουμε μια αδιασειστη αλήθεια.

Η Επιστήμη, ως Νέα Επιστήμη, αναπτύχθηκε από τον 17ο αιώνα ως δραστηριότητα διαχωρισμένη, επιβάλλοντας τους δικούς της διαχωρισμούς, μονοπολώντας το πεδίο της γνώσης. Από το ξεκίνημά της, ιδρύει μια εργαλειακή σχέση με την πραγματικότητα, στοχεύει στην ποσοτικοποίησή της, υποβιβάζοντας την σε κάτι μετρήσιμο. Αποτελεί λοιπόν και κεντρική φαντασιακή συνιστώσα της καπιταλιστικής κοινωνίας, παίζοντας πρωτεύοντα ρόλο στην ανάπτυξη του τρόπου παραγωγής που βασίζεται στη μέτρηση του εργασιακού χρόνου και της παραγωγικότητας.

Η φυσική του Νεύτωνα η οποία κυριάρχησε από το τέλος του 17ου ως το τέλος του 19ου αιώνα, περιγράφει το σύμπαν σαν ένα καλοκουρδισμένο ρολόϊ, στο οποίο τα πάντα γίνονται με ακρίβεια και σύμφωνα με συγκεκριμένους νόμους. Κυρίαρχο επιστημονικό παράδειγμα αυτήν την περίοδο είναι η μαθηματική φυσική ο οποία σχεδόν αμέσως μετατρέπεται σε υπόδειγμα επιστήμης. Η γέννηση του θετικισμού τον 19ο αιώνα δεν αποτελεί ρήξη με το καθεστώς της μηχανιστικής σκέψης, αλλά εκσυγχρονισμό της, μέσω του οποίου αναδιευθετείται και ανασυντάσσεται αποτελεσματικότερα. Ο θετικιστικός ορθολογισμός κυριαρχεί από τότε στην επιστήμη, πάνω στον οποίο βασίζεται η τεχνοκρατική ιδεολογία των σύγχρονων βιομηχανικών – καπιταλιστικών κοινωνιών. Στο πεδίο της σύγχρονης τεχνοεπιστήμης βασιλεύει ο ίδιος επιστημονιστικός μύθος με τον πιο χυδαίο τρόπο. Ενώ ο δογματικός εργαλειακός ορθολογισμός δέχθηκε σφοδρή κριτική στο επίπεδο της θεωρίας[1], στην πράξη θριαμβεύει μέσω της κυριαρχίας της τεχνολογίας στις ανθρώπινες κοινωνίες. Το κυρίαρχο σημερινό επιστημονιστικό παράδειγμα βασίζεται πάνω σε αυτό το παράδοξο: Παρόλο που στο θεωρητικό επίπεδο, το μηχανιστικό – αναγωγιστικό – ντετερμινιστικό μοντέλο δέχθηκε ανηλεή κριτική και παρόλο που ολόκληρο το οικοδόμημα της επιστήμης από τις αρχές του περασμένου αιώνα κολυμπάει μέσα στην αβεβαιότητα, στο επίπεδο της εφαρμοσμένης επιστήμης, της τεχνοεπιστήμης δηλαδή, είναι σα να μην συνέβη τίποτα. (Στις διαφημίσεις των βιοτεχνολογικών εταιρειών παραδείγματος χάρη, αναπαράγεται η χαρούμενη θετικιστική αφέλεια του 17ου αιώνα).

Με την ανάπτυξη του καπιταλισμού, η επιστήμη, ως κεντρική συνιστώσα του, αναπτύσεται ως καπιταλιστική επιστήμη. Ενσωματώνεται ως ένας ιδιαίτερος κυρίαρχος θεσμός μέσα στη γιγάντια κίνηση εξάπλωσης του εμπορεύματος, της εμπορικής συναλλαγής, της διείσδυσης της οικονομίας σε όλες τις όψεις της ανθρώπινης και μη ζωής.

Η επιστήμη λοιπόν, δεν είναι ουδέτερη, όπως θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε οι μέντορές της, γιατί είναι ένας κοινωνικός θεσμός με την πλήρη σημασία του όρου και σαν τέτοιος είναι φτιαγμένος από τις αξίες και τις στοχεύσεις της κοινωνίας την οποία θεμελιώνει. Είναι μια έκφραση του συνολικού προσανατολισμού της κοινωνίας στην οποία ανήκει, προσφέρει λύσεις στα ερωτήματα και τα προβλήματα του πολιτισμού μέσα στον οποίο εντάσσεται. Η μηχανιστική επιστημονική αντίληψη της Φύσης ή ο ΄΄ορθολογισμός΄΄ π.χ είναι θεμελιώδεις σημασίες του καπιταλιστικού κόσμου.

Στο κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούμε σήμερα, κυρίαρχη επιστημονική ιδεολογία είναι ο επιστημονισμός, η θρησκειοποίηση της επιστήμης, η αναγωγή της σε απόλυτο και μόνο νόμιμο κριτή της αλήθειας. Αυτός ο νέος -ισμός, αποτελεί ένα από τους θεμελιωτικούς μύθους της καπιταλιστικής κοινωνίας. Στον επιστημονισμό κορυφώνεται η δογματική-ρασιοναλιστική τάση του διαφωτισμού η οποία προωθεί την επιστήμη με σωτηριολογική φρασεολογία. Κυρίαρχο επιστημονικό παράδειγμα, παραμένει ο μηχανιστικός ορθολογισμός παρόλες τις εκλεπτύνσεις που του επέβαλε ο θετικισμός, ο θετικιστικός ορθολογισμός. Το μηχανιστικό μοντέλο λειτουργεί με κύρια μεθοδολογικά εργαλεία τον αυστηρό αναγωγισμό και τον ντετερμινισμό.

Όψιμο παράδειγμα χυδαίας μηχανιστικής – αναγωγιστικής επιστήμης, είναι η ιδεολογία του βιολογισμού που νομιμοποιεί τις βιοτεχνολογικές εφαρμογές αλλά και θεωρίες όπως η κοινωνιοβιολογία. Η πεποίθηση δηλαδή ότι όλη η ανθρώπινη ύπαρξη ελέγχεται από το DNA μας.

Η κοινωνιοβιολογία π.χ προσπαθεί να εξηγήσει τα πολιτισμικά φαινόμενα και την ανθρώπινη ιστορία γενικότερα, με βάση τις βιολογικές ανάγκες που ικανοποιούν. Η ανθρώπινη συμπεριφορά, η ιστορία και η κοινωνική οργάνωση ερμηνεύονται υπό το πρίσμα της εξελικτικής θεωρίας. Έτσι, μέσα σε αυτόν τον γενικευμένο γενετικό ντετερμινισμό, όπου τα πάντα καθορίζονται από τις εγωιστικές (αυτομεγιστοποιητικές) επιλογές των γονιδίων, ακόμη και τα πολιτισμικά φαινόμενα ανάγονται στις δήθεν βιολογικές αναγκαιότητες που τα καθορίζουν. Δεν χρειάζεται να επιμείνουμε στις οφθαλμοφανείς ρατσιστικές και ευγονικές καταλήξεις τέτοιων θεωριών. Θα σημειώσουμε μόνο ότι ένα βασικό σφάλμα της κοινωνιοβιολογίας αλλά και όλων των φυσιοκρατικών θεωριών είναι ο ανθρωπομορφισμός τους. Η φυσικοποίηση κοινωνικών θεωριών και η χρησιμοποίησή τους κατόπιν ως φυσικών επιστημονικών μοντέλων που επιβεβαιώνουν τις συγκεκριμένες κοινωνικές θεωρίες. Στην Κοινωνιοβιολογία του Wilson «διαβάζουμε για κοινωνίες ζώων που έχουν «πολυγυνία», «κάστες», «δούλους», «δεσπότες», «μητρογραμμική κοινωνική οργάνωση», «βασίλισσες», «οικογενειακό σωβινισμό», «πολιτισμικές καινοτομίες», «γεωργία», «φόρους» και «επενδύσεις», καθώς επίσης δαπάνες» και «οφέλη». Η κλασική δαρβινική θεωρία φυσικοποιεί σε πολλά της σημεία τα επιχειρήματα της οικονομικής θεωρίας του Adam Smith. Αντίστροφα, η εξήγηση της εξέλιξης μέσω της φυσικής επιλογής, χρησίμευσε ως ιδεολογική βάση για τον ανταγωνιστικό καπιταλισμό του laissez-faire και την αθέμιτη αποικιοκρατική κυριαρχία επί των υποδεέστερων φυλών. Τα παραδείγματα όμως της κοινωνιοβιολογίας, όπως και των επεμβάσεων της γενετικής μηχανικής, αλλά και της ιατρικής, αποδεικνύουν ότι το κυρίαρχο ακόμη και σήμερα επιστημονικό παράδειγμα βασίζεται στο μηχανιστικό μοντέλο. Όλοι οι κλάδοι θα λέγαμε της σύγχρονης εφαρμοσμένης επιστήμης, θα μπορούσαν να κατηγορηθούν ως νεώτερες εξειδικεύσεις της μηχανιστικής νοοτροπίας απέναντι στη φύση και τον άνθρωπο. Την εποχή της κατάρρευσης κάθε βεβαιότητας στις θεωρητικές επιστήμες, η τεχνοεπιστήμη θριαμβεύει χειραγωγώντας ό, τι θεωρεί χειραγωγίσιμο.

Όμως αν από τη μία η θεοποίηση της επιστήμης, ως ενσαρκωμένου μύθου της προόδου, οδηγεί σε έναν νέο σκοταδισμό, το ίδιο ισχύει και για πολλά από τα σύγχρονα νεομυστικιστικά και διάφορα πρωτογονιστικά αναθέματα εναντίον της επιστήμης. Τις περισσότερες φορές το παραδοσιακό δυιστικό σχήμα φύση/άνθρωπος αντιστρέφεται υπέρ του ενός ή του άλλου όρου.

Δεν δαιμονοποιούμε την επιστήμη και την τεχνολογία εν γένει. Το ζήτημα είναι πολύπλοκο και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αντιστρέφοντας απλώς τον κυρίαρχο δυισμό. Το ζήτημα είναι να βρούμε τους τρόπους να υπερβούμε τους διαχωρισμούς πάνω στους οποίους εδραιώνεται η κυριαρχία της σύγχρονης τεχνοεπιστήμης. Τους διαχωρισμούς που επιβάλλει στη φύση και την κοινωνία,για να τις χειραγωγήσει.

Αναφερόμενοι στη φύση και την κοινωνία πρέπει να εγκαταλείψουμε όλα τα απλοϊκά δυιστικά ή γραμμικά σχήματα που προσπαθούν να τις συνδέσουν ή να τις αποσυνδέσουν. Οι σχέσεις μέσα στη φύση, όπως και οι σχέσεις φύσης-κοινωνίας δεν είναι πλήρως εξορθολογίσιμες. Η πραγματικότητα διατρέχεται από συνέχειες και ασυνέχειες, αλληλεξαρτήσεις και ετερογένειες, δημιουργίες νέων μορφών και καταστροφή ή αλλοίωση παλαιότερων, τυχαιότητα, τάξη, αταξία, χάσματα, οργάνωση. Εκαταλείποντας τη δογματική τύφλωση του επιστημονισμού, πρέπει να βρούμε τους τρόπους με τους οποίους η αναζήτηση της γνώσης θα αναγνωρίσει την ανυπαρξία έσχατων θεμελίων που δήθεν τη θεμελιώνουν. Αυτή η παραδοχή μπορούμε να πούμε ότι υπήρξε τραυματική στον 20ο αιώνα και οδήγησε στον πεσιμισμό του μεταμοντέρνου σχετικιστικού λόγου, σε πλήρη συμφωνία με τον κομφορμισμό και την απάθεια των σύγχρονων κοινωνιών απέναντι στα προβλήματα που εγείρει η καπιταλιστική ανάπτυξη και πρόοδος.

Ο κυρίαρχος επιστημονικός λόγος προτάσσοντας την ουδετερότητά του ως εργαλείου, οδηγεί στη συγκάλυψη και απόκρυψη της πολιτικής ρίζας του προβλήματος. Στη συγκάλυψη των δικών του πολιτικών προεκτάσεων καθώς αποτελεί το ΄΄λογικό΄΄ θεμέλιο της καπιταλιστικής κοινωνίας, συμβάλλοντας καθοριστικά στην ετερόνομη θέσμιση της. Δεν μπορούμε να αναμένουμε καμία πραγματική λύση όσο οι σημερινές κοινωνίες δεν αναλαμβάνουν ρητά το ζήτημα του αυτομετασχηματισμού τους. Γιατί περί αυτού πρόκειται. Όσο θα κυριαρχεί η ιδιώτευση και ο ατομικισμός, οι οικονομικές-πολιτικές-επιστημονικές ολιγαρχίες θα επεκτείνουν τη λεηλασία τους στη φύση και την ανθρώπινη κοινωνία. Δεν μπορεί να σημαίνει τίποτα λοιπόν η αμφισβήτηση της σύγχρονης επιστήμης χωρίς την αμφισβήτηση της θεσμισμένης κοινωνίας. Κι αυτή η αμφισβήτηση θα είναι ριζική μόνο αν συμβάλλει σε μια βαθιά κριτική της οργάνωσης της επιστημονικής γνώσης και της επιστημονικής πρακτικής που τη συνοδεύει. Χρειαζόμαστε ένα ήθος της θνητότητας για να απεγκλωβιστούμε από την τυραννία της θρησκείας και μια αυθυπέρβαση του λόγου που θα μας οδηγεί πέρα από τον αναγωγισμό και τον ντετερμινισμό, αναλαμβάνοντας την πρόκληση να σκεφτούμε κριτικά και αναστοχαστικά την πολυπλοκότητα του υπάρχοντος, εγκαταλείποντας την προσπάθεια να την εγκλείσουμε μέσα σε μια καλά περιφραγμένη και εξορθολογισμένη επιστημονική εξήγηση.

Είναι επιτακτική η ανάγκη, από την πλευρά του προτάγματος της αυτονομίας να ανανεώσουμε το πάθος για τα κοινά και το πάθος για γνώση, που δεν μπορούν να έχουν άλλη ΄΄θεμελίωση΄΄ από τη βούλησή μας για ελευθερία, την αμφισβήτηση των παραδεδομένων αληθειών και τη συνεχή διερώτηση γύρω από τα ζητήματα της γνώσης και της εξουσίας της μέσα στην κοινωνία.

Μαύρο Πιπέρι

[1] Αυτή η κριτική ξεσπάει στο εσωτερικό της ίδιας της επιστήμης από τα τέλη του 19ου αιώνα και κορυφώνεται στις αρχές του 20ου αιώνα με τη θεωρία της σχετικότητας, την ανάδειξη της δημιουργικής παρέμβασης του παρατηρητή, την αρχή της απροσδιοριστίας και όλων των θεωριών που ανέτρεψαν το κλασικό μηχανιστικό μοντέλο εκ θεμελίων. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ( κάτι που π. χ ο Φουκό αγνοεί στις αναλύσεις του) ότι η κριτική στον εργαλειακό ορθολογισμό στην ουσία πρωτοεμφανίζεται και συγκροτείται μέσα στους κόλπους του φιλοσοφικού μοντερνισμού από τα τέλη του 18ου αιώνα, με την αντικαρτεσιανή επανάσταση που ξεκινάει από τον Καντ και συνεχίζεται από τους επιγόνους του, τον Φίχτε, τον Χέγκελ, τους αριστερούς χεγκελιανούς, τον Μαρξ.

http://www.anarkismo.net/article/19930

Έγκλημα και τιμωρία, του Ερρίκο Μαλατέστα

Κάθε αναρχικός που ασχολείται με την διάδοση των ιδεών μας έχει βρεθεί αντιμέτωπος με την συνήθη διαφωνία: “ποιός θα ελέγχει τους εγκληματίες σε μια αναρχική κοινωνία;”

Στο μυαλό μου η ανησυχία αυτή είναι υπερβολική μιας και η παραβατικότητα είναι ένα φαινόμενο ελάχιστης σημασίας συγκρινόμενο με το μέγεθος των διαρκών και γενικών κοινωνικών ανισοτήτων. Και κανείς δεν μπορεί να πιστέψει στην αυτόματη εξαφάνιση τους ως συνέπεια της αύξησης στην υλική ευμάρεια και την παιδεία, χωρίς να αναφερθώ καν στις εξελίξεις της παιδαγωγικής και της ιατρικής. Όσο αισιόδοξες και αν είναι οι ελπίδες μας όμως, και το μέλλον ρόδινο, παραμένει ως δεδομένο ότι η παραβατικότητα και ο φόβος του εγκλήματος εμποδίζουν σήμερα τις αρμονικές κοινωνικές σχέσεις, και σίγουρα τα φαινόμενα αυτά δεν θα εξαφανιστούν από την μια στιγμή στην άλλη μετά από την επανάσταση, όσο ριζοσπαστική και καθολική και αν αποδειχτεί αυτή. Θα μπορούσαν κάλλιστα να αποτελέσουν την αιτία για την αναστάτωση και την αποσύνθεση μιας κοινωνίας ελεύθερων ανθρώπων, όπως ακριβώς ένας ασήμαντος κόκκος άμμου μπορεί να σταματήσει το τελειότερο μηχάνημα.

Αξίζει τον κόπο και είναι πράγματι απαραίτητο όπως οι αναρχικοί προβληματιστούν με τις λεπτομέρειες αυτού του προβλήματος περισσότερο από όσο προβληματίζονται συνήθως, όχι μόνο για να μπορούν να απαντούν καλύτερα στην συνηθισμένη “διαφωνία”, αλλά και για να εκτεθούν και οι ίδιοι σε δυσάρεστες εκπλήξεις και επικίνδυνες αντιφάσεις.
Φυσικά τα εγκλήματα στα οποία αναφερόμαστε είναι αντικοινωνικές πράξεις. Με άλλα λόγια τα εγκλήματα εκείνα που προσβάλλουν τα ανθρώπινα αισθήματα και περιορίζουν το δικαίωμα των άλλων στην ισότητα στην ελευθερία, και όχι οι πολλές πράξεις που τιμωρούνται από τον ποινικό κώδικα μόνο και μόνο επειδή πλήττουν τα προνόμια των κυρίαρχων τάξεων.
Το έγκλημα, κατά την γνώμη μας, είναι η μοναδική πράξη που τείνει στην συνειδητή αύξηση της ανθρώπινης καταπίεσης, είναι η παραβίαση του δικαιώματος όλων στην ισότιμη ελευθερία και την μεγαλύτερη δυνατή απόλαυση της υλικής και ηθικής ευτυχίας. Ξέρουμε ότι έχοντας πλέον ορίσει την παραβατικότητα, είναι πάντα δύσκολο σε όσους αποδέχονται τον ορισμό, να καθορίσουν με σαφήνεια τις πράξεις που είναι πράγματι εγκληματικές και εκείνες που δεν είναι. Και αυτό γιατί οι απόψεις των ανθρώπων διαφέρουν ως προς το τι προκαλεί την συμφορά ή την ευτυχία, τι είναι καλό και τι κακό, εκτός από εκείνα τα τερατώδη εγκλήματα που προσβάλλουν τα θεμελιώδη ανθρώπινα αισθήματα και είναι κατά συνέπεια καθολικά καταδικαστέα.
Φαντάζομαι ότι κανείς δεν είναι προετοιμασμένος, θεωρητικά έστω, να αρνηθεί ότι η ελευθερία κατανοητή μέσα από το πρίσμα της αμοιβαιότητας, αποτελεί την βασική προϋπόθεση οποιουδήποτε πολιτισμού, οποιασδήποτε “ανθρωπότητας”, και ότι μόνο η αναρχία εκφράζει την λογική και ολική πραγματοποίηση της. Βάση αυτής της υπόθεσης, δεν εγκληματεί ενάντια στην φύση ή ως συνέπεια κάποιου μεταφυσικού νόμου, αλλά ενάντια στους συνανθρώπους του μιας και πρόκειται για τα συμφέροντα και τα αισθήματα των άλλων που έχουν προσβληθεί – από οποιονδήποτε προσβάλλει την ισότιμη ελευθερία των άλλων. Και εφόσον υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι είμαστε υποχρεωμένοι να υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας.
Η απαραίτητη αυτή άμυνα εναντίον όσων δεν παραβιάζουν το status quo αλλά τα βαθύτερα αισθήματα που διακρίνουν τους ανθρώπους από τα κτήνη, είναι ένα από τα προσχήματα που χρησιμοποιεί η εξουσία προκειμένου να δικαιολογήσει την ύπαρξη της. Οφείλει κανείς να εξαφανίσει όλα τα κοινωνικά αίτια που οδηγούν στο έγκλημα, οφείλει επίσης να αναπτύξει τα ανθρώπινα αισθήματα της αδελφοσύνης και του αμοιβαίου σεβασμού, και οφείλει ακόμη, όπως το θέτει και ο Fourier, να αναζητήσει εναλλακτικές λύσεις αντί του εγκλήματος. Αλλά εάν, και εφόσον, υπάρχουν ακόμη εγκληματίες, είτε θα είναι οι άνθρωποι που θα βρουν τα μέσα και την ενέργεια να αμυνθούν οι ίδιοι άμεσα εναντίον τους, είτε η αστυνομία και οι δικαστικές αρχές θα επανεμφανιστούν, και μαζί με αυτές και οι κυβερνήσεις. Η λύση του προβλήματος δεν έγκειται στην άρνηση της ύπαρξης του. Θα μπορούσε κάποιος, και δικαιολογημένα, να φοβάται ότι η απαραίτητη αυτή άμυνα ενάντια στο έγκλημα θα μπορούσε να αποτελέσει την αρχή και το πρόσχημα για ένα νέο σύστημα καταπίεσης και προνομίων.
Η αποστολή των αναρχικών δεν είναι άλλη από την διασφάλιση ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί. Αναζητώντας τα αίτια κάθε εγκλήματος και καταβάλλοντας κάθε προσπάθεια να τα αφανίσει, καθιστώντας αδύνατο κάθε προσωπικό όφελος από την ανίχνευση του εγκλήματος, και επιτρέποντας στα ενδιαφερόμενα μέρη να λάβουν όποια μέτρα κρίνουν απαραίτητα για την υπεράσπιση τους, εξοικειώνοντας τους εαυτούς τους με την αντίληψη ότι οι εγκληματίες είναι αδέλφια μας που έχουν παραστρατήσει, και όπως οι άρρωστοι, χρειάζονται αγάπη και φροντίδα, με τον ίδιο τρόπο που θα φρόντιζαν κάποιον που φοβάται το νερό ή κάποιον επικίνδυνο παράφρονα – θα ήταν δυνατό να συμφιλιωθεί η απόλυτη ελευθερία όλων με την άμυνα από εκείνους που προφανώς και επικίνδυνα την απειλούν. Σαφώς και αυτό είναι δυνατό. Όταν το έγκλημα περιοριστεί σε σποραδικές, ατομικές και πραγματικά παθολογικές περιπτώσεις. Αν ήταν γεγονός ότι οι εγκληματίες ήταν πολλοί και ισχυροί. Αν, για παράδειγμα, ήταν ότι είναι η αστική τάξη και ο φασισμός σήμερα [1922], τότε δεν πρόκειται για ζήτημα συζήτησης το τι θα κάνουμε σε μια αναρχική κοινωνία. Με την ανάπτυξη του πολιτισμού και των κοινωνικών σχέσεων, με την αυξανόμενη συνειδητοποίηση της ανθρώπινης αλληλεγγύης που ενώνει όλη την ανθρωπότητα, με την ανάπτυξη της ευφυίας και της καλλιέργειας των αισθημάτων, θα προκύψει σίγουρα και η αντίστοιχη ανάπτυξη των κοινωνικών ευθυνών, και πολλές πράξεις που θεωρούνταν αυστηρά ατομικά δικαιώματα και ανεξάρτητες από οποιονδήποτε συλλογικό έλεγχο, θα αποτελέσουν θέμα συζήτησης. Πράγματι αυτό συμβαίνει ήδη, θέματα που απασχολούν τους πάντες, και για αυτό πρέπει να υλοποιηθούν με γνώμονα το γενικό συμφέρον. Για παράδειγμα, ακόμα και στις ημέρες μας, οι γονείς δεν έχουν δικαίωμα να κρατούν τα παιδιά τους στην άγνοια και να τα μεγαλώνουν με τρόπο επικίνδυνο για την ανάπτυξη τους και την μελλοντική τους ευτυχία. Κανείς δεν μπορεί να ζει σε άθλιες συνθήκες αδιαφορώντας για τους κανόνες της υγιεινής που θα μπορούσαν να βλάψουν την υγεία των άλλων, και κανείς δεν μπορεί να είναι φορέας μεταδοτικής ασθένειας και να μην την θεραπεύσει. Σε μια μελλοντική κοινωνία θα θεωρείται καθήκον του καθενός η αναζήτηση της διασφάλισης του καλού όλων, όπως και θα θεωρείται κατακριτέο αν υπάρχουν λόγοι να πιστεύει ότι οι απόγονοι του θα είναι άρρωστοι και δυστυχισμένοι. 

Όμως αυτή η αίσθηση ευθύνης προς τους άλλους, και εκείνων προς εμάς, πρέπει, σύμφωνα με τις κοινωνικές έννοιες στις οποίες συμφωνούμε, να αναπτυχθεί χωρίς την παραμικρή εξωτερική ποινή, παρά μόνο με την εκτίμηση ή την απόρριψη των συμπολιτών μας. Ο σεβασμός και η επιθυμία για την ευημερία των άλλων, πρέπει να εισαχθούν στα έθιμα μας, και να εκδηλωθούν όχι ως καθήκοντα, αλλά ως η φυσιολογική ικανοποίηση των κοινωνικών μας ενστίκτων.

Υπάρχουν εκείνοι που θα βελτίωναν την ηθική των ανθρώπων με την βία, που θα ήθελαν να εισάγουν ένα ακόμη άρθρο στον ποινικό κώδικα για κάθε πιθανή ανθρώπινη πράξη, που θα τοποθετούσαν έναν χωροφύλακα δίπλα από κάθε γαμήλιο κρεβάτι και κάθε τραπεζαρία. Αλλά αυτοί οι άνθρωποι όταν δεν διαθέτουν τις δυνατότητες επιβολής των ιδεών τους καταφέρνουν μόνο να γελοιοποιούν τα καλύτερα πράγματα. Και αν διαθέτουν την ισχύ των εντολών, θα καταστήσουν ότι είναι καλό μισητό, προκαλώντας την αντίδραση όλων. Για εμάς η τήρηση των κοινωνικών μας υποχρεώσεων πρέπει να είναι εθελοντική πράξη, και να έχει κανείς το δικαίωμα να παρέμβει με υλική δύναμη μόνο εναντίον εκείνων που προσβάλλουν άλλους, εμποδίζοντας τους από το να ζήσουν ειρηνικά. Η βία, ο φυσικός περιορισμός, πρέπει να χρησιμοποιηθεί μόνο ενάντια σε βίαιες επιθέσεις και για κανέναν άλλο λόγο πέρα από εκείνον της αυτοάμυνας. Ποιός θα το κρίνει αυτό όμως; Ποιός θα παρέχει την απαραίτητη άμυνα; Ποιός θα καθορίσει τα μέτρα περιορισμού; Δεν βλέπουμε άλλον καλύτερο τρόπο από το αφήσουμε το θέμα στα ενδιαφερόμενα μέρη, τους ανθρώπους, δηλαδή την μάζα των ανθρώπων, που θα πράξουν με διαφορετικούς τρόπους σύμφωνα με τις συνθήκες και ανάλογα με τους διαφορετικούς βαθμούς της κοινωνικής τους ανάπτυξης. Πρέπει κανείς, πάνω από όλα, να αποφύγει την δημιουργία σωμάτων εξειδικευμένων στην αστυνόμευση, ίσως κάτι χαθεί με την καταπιεστική τους αποτελεσματικότητα, αλλά θα αποφύγει και την δημιουργία των μέσων που ευνοούν την άνοδο της τυραννίας.
Δεν πιστεύουμε στο αλάθητο, ούτε καν στην γενική καλοσύνη των μαζών, κάθε άλλο. Αλλά πιστεύουμε ακόμη λιγότερο στο αλάθητο και την καλοσύνη εκείνων που καταλαμβάνουν την εξουσία και νομοθετούν, που εφαρμόζουν και αναπαράγουν τις κυρίαρχες ιδέες και τα συμφέροντα που επικρατούν, οποιαδήποτε στιγμή. Από κάθε άποψη η αδικία και η μεταβατική βία των ανθρώπων είναι προτιμότερη από τον απόλυτο κανόνα, την νομιμοποιημένη Κρατική βία των δικαστικών αρχών και της αστυνομίας. Είμαστε, άλλωστε, μια μόνο από τις κοινωνικές δυνάμεις που δρουν μέσα στην κοινωνία, και η ιστορία θα εξελιχθεί, όπως πάντα, στην κατεύθυνση του συνόλου όλων των [κοινωνικών] δυνάμεων. Οφείλουμε να συμφιλιωθούμε με τα απομεινάρια της παραβατικότητας, τα οποία ελπίζουμε πως θα περιοριστούν λίγο πολύ σύντομα, αλλά υποχρεώνουν τις μάζες των εργαζομένων να αναλάβουν αμυντική δράση. Απορρίπτωντας κάθε έννοια τιμωρίας και εκδίκησης, που κυριαρχεί ακόμη στον ποινικό κώδικα, και καθοδηγούμενοι μόνο από την ανάγκη για αυτοάμυνα και την επιθυμία να αποκαταστήσουμε την αρμονία, οφείλουμε να αναζητήσουμε τα μέσα για την επίτευξη του στόχου μας, χωρίς να πέφτουμε στις παγίδες του αυταρχισμού, φέρνοντας κατά συνέπεια τον εαυτό μας σε αντίφαση με το σύστημα της ελευθερίας και της ελεύθερης βούλησης, πάνω στο οποίο προσπαθούμε να οικοδομήσουμε την νέα κοινωνία.
Για τους εξουσιαστές και τους κρατιστές το ζήτημα είναι απλό: ένα νομοθετικό σώμα που κατηγοριοποιεί τα εγκλήματα και καθορίζει τις ποινές, μια αστυνομική δύναμη για την καταδίωξη των παραβατών, ένα δικαστικό σώμα για την δίκη τους, και ένα σύστημα εγκλεισμού για να υποφέρουν. Και, όπως είναι κατανοητό, το νομοθετικό σώμα που αναζητά μέσα από τους ποινικούς του κώδικες να υπερασπιστεί, πάνω από όλα το συμφέρον του κατεστημένου το οποίο εκπροσωπεί, και να προστατεύσει το Κράτος από όσους επιδιώκουν την “ανατροπή” του. Η αστυνομική δύναμη υφίσται για την καταστολή του εγκλήματος, και άρα έχοντας συμφέρον από την συνεχιζόμενη ύπαρξη του εγκλήματος γίνεται προκλητική αναπτύσσοντας στα μέλη της επιθετικά και διεστραμμένα ένστικτα. Ο δικαστικός επίσης ζεί και πλουτίζει χάρη στο έγκλημα και τους παραβάτες, και υπηρετεί τα συμφέροντα της κυβέρνησης και της άρχουσας τάξης, ενώ αποκτά, κατά την διάρκεια της άσκησης των καθηκόντων του, μια ειδική συλλογιστική, που τον καθιστά ένα μηχάνημα απόδοσης των μεγαλύτερων δυνατών ποινών στον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ανθρώπων. Οι δεσμοφύλακες είναι, ή εξελίσσονται σε, αναίσθητοι ως προς την δυστυχία των κρατούμενων και στην καλύτερη περίπτωση, εφαρμόζουν παθητικά τους κανόνες χωρίς ένα έστω ίχνος ανθρώπινου συναισθήματος. Μπορεί κανείς να διαπιστώσει τις συνέπειες στα στατιστικά της παραβατικότητας.
Οι νόμοι αλλάζουν, η αστυνομία και το δικαστικό σώμα αναδιοργανώνονται, το σωφρονιστικό σύστημα αναμορφώνεται, κι όμως, η παραβατικότητα επιμένει και αντιστέκεται σε όλες τις προσπάθειες καταστροφής ή μείωσης της. Αληθεύει αυτό για το παρελθόν και το παρόν, και νομίζουμε ότι θα ισχύει και στο μέλλον αν δεν αλλάξει όλη η έννοια του εγκλήματος, και όλοι οι οργανισμοί που επιβιώνουν από την αποτροπή και την καταστολή της παραβατικότητας δεν καταργηθούν!
Στην Γαλλία υφίστανται αυστηροί νόμοι ενάντια στο εμπόριο ναρκωτικών καθώς και εναντίον όσων τα χρησιμοποιούν. Και όπως συμβαίνει πάντα, η πανούκλα αναπτύσσεται και εξαπλώνεται παρά τους νόμους αυτούς, και ίσως ακριβώς εξαιτίας τους. Το ίδιο συμβαίνει και στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Αμερική. Ο γιατρός Courtois Suffit, της Γαλλικής Ακαδημίας Ιατρικής, ο όποιος μόλις πέρυσι [το 1921] είχε κρούσει τον κώδωνα για τους κινδύνους της κοκαΐνης, παρατηρώντας την αποτυχία του ποινικού κώδικα, απαιτεί τώρα νέους και αυστηρότερους νόμους. Πρόκειται για το παλιό σφάλμα των νομοθετών, παρά την εμπειρία που αποδεικνύει αλάνθαστα ότι οι νόμοι, όσο βάρβαροι και αν είναι, δεν έχουν ποτέ καταφέρει να καταστείλλουν τα πάθη ή να αποθαρρύνουν την παραβατικότητα. Όσο πιο σοβαρές είναι οι ποινές που επιβάλλονται στους καταναλωτές και στους διακινητές κοκαΐνης, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η έλξη που ασκούν τα απαγορευμένα φρούτα και ο θαυμασμός των κινδύνων που διατρέχει ο καταναλωτής, καθώς και μεγαλύτερο θα είναι το κέρδος των καιροσκόπων, άπληστων πάντα για χρήμα. Είναι μάταιο λοιπόν να προσδοκούμε οτιδήποτε από τον νόμο. Οφείλουμε να προτείνουμε κάποια άλλη λύση. Να καταστήσουμε την χρήση και την πώληση της κοκαΐνης ελεύθερη [από περιορισμούς], και να ανοίξουμε κιόσκια όπου θα πωλείται σε τιμή κόστους ή ακόμη και φθηνότερα. Αλλά και να εξαπολύσουμε μια τεράστια καμπάνια με την οποία θα εξηγούμε στους ανθρώπους, και θα τους αφήνουμε να δουν οι ίδιοι, τις συνέπειες της κοκαΐνης – κανείς δεν θα ασχοληθεί με την αντιπροπαγάνδα μιας και κανείς δεν θα είναι σε θέση να εκμεταλλευτεί την δυστυχία των εθισμένων στην κοκαΐνη. Σίγουρα η επιβλαβής χρήση της κοκαΐνης δεν θα εξαφανιστεί εντελώς, επειδή τα κοινωνικά αίτια που οδηγούν αυτούς τους φτωχοδιάβολους στην χρήση των ναρκωτικών θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Αλλά σε κάθε περίπτωση η βλάβη θα μειωθεί, μιας και κανείς δεν θα κερδοσκοπεί από τις πωλήσεις της, και κανείς δεν θα κερδοσκοπεί από το κυνηγητό των καιροσκόπων. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο η πρόταση μας δεν θα ληφθεί υπόψη, ή θα θεωρηθεί ανεδαφική και τρελή. Ωστόσο έξυπνοι και ψύχραιμοι άνθρωποι ίσως να πουν στους εαυτούς τους: Μιας και ο ποινικός κώδικας έχει αποδειχτεί ανίκανος, δεν θα ήταν ίσως καλύτερο, ως πείραμα έστω, να προσπαθήσουμε με την αναρχική μέθοδο; Δεν θα επαναλάβουμε τα κλασικά επιχειρήματα ενάντια στην θανατική ποινή. Μοιάζουν με ψέματα όταν ακούμε να τα χρησιμοποιούν εκείνοι που ευνοούνται από τις ποινές ισόβιας κάθειρξης και άλλα απάνθρωπα υποκατάστατα της θανατικής ποινής. Ούτε και θα μιλήσουμε για την “ιερότητα της ανθρώπινης ζωής”,την οποία όλοι αποδέχονται αλλά και παραβιάζουν όποτε τους βολεύει, είτε σκοτώνοντας, είτε φερόμενοι προς τους ανθρώπους με τέτοιο τρόπο είτε για να τους βασανίσουν, είτε για να συντομεύσουν τις ζωές τους.
Ευτυχώς λίγοι μόνο άνθρωποι γεννιούνται, ή γίνονται, αιμοδιψή και σαδιστικά τέρατα, τον θάνατο των οποίων δεν θα ξέραμε πως να θρηνήσουμε. Αν αυτοί οι φτωχοδιάβολοι ήταν μια συνεχής απειλή για όλους και δεν υπήρχε άλλος τρόπος να αμυνθούμε εναντίον τους παρά με τον φόνο τους, τότε θα μπορούσαμε να παραδεχτούμε την θανατική ποινή. Όμως το πρόβλημα με την θανατική ποινή είναι πως χρειάζεται έναν εκτελεστή. Ο εκτελεστής είναι, ή γίνεται τότε, ένα κτήνος, και εξισορροπητικά, είναι καλύτερο να αφεθούν τα κτήνη να συνεχίσουν να ζουν, από το να δημιουργήσουμε κι άλλα. Και αυτό ισχύει και για τους πραγματικούς παραβάτες, τα αντικοινωνικά όντα που δεν εμπνέουν καμία συμπάθεια και δεν προκαλούν καμία λύπηση. Όταν το θέμα αφορά την θανατική ποινή ως μέσο πολιτικού αγώνα, τότε μόνο η ιστορία μπορεί να μας διδάξει ποιές είναι οι συνέπειες της.

Απόσπασμα, από το βιβλίο Προς μια ελεύθερη κοινωνία
Εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος

Πηγή

Σόρτλινκ: http://wp.me/p1Eqy9-dz

ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΤΗΣ ΨΥΧΙΚΗΣ ΥΓΕΙΑΣ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΕΜΠΡΑΚΤΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΜΝΗΜΟΝΙΟΥ

Η Ψυχική Υγεία είναι από τα πρώτα και πιο ‘εύκολα’ θύματα της οικονομικής κρίσης και του μνημονίου. Δεν περνάει μέρα που η κυβέρνηση των εντολοδόχων της τρόικας, με άμεσο εκτελεστή τον Λοβέρδο και το επιτελείο του, να μην επινοούν, προς άμεση εφαρμογή, σωρεία μέτρων που παράγουν αρρώστια αντί για υγεία, που φράζουν το δρόμο στους πολλούς για λήψη βοήθειας, κάνοντάς την προνόμιο όσων έχουν να πληρώσουν, οδηγώντας συχνά, αντί στη φροντίδα και στη θεραπεία, στην εξόντωση και στο θάνατο.
undefined
Η Ψυχική Υγεία, όπως και η Υγεία γενικά, έχει μετατραπεί, πλέον, σε ένα ζωτικό ζήτημα προς άμεση αντιμετώπιση. Η ραγδαία αποδόμηση του μέχρι τώρα βιοτικού επιπέδου, των εργασιακών σχέσεων και του όποιου κράτους πρόνοιας υπήρχε, έχει σπρώξει εκατοντάδες χιλιάδες σε καταστάσεις απελπισίας και ποικίλες μορφές ψυχικής οδύνης. Οι πάσχοντες από σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας βλέπουν τους στοιχειώδεις κοινωνικούς (και τους, συνδεδεμένους με αυτούς, υπαρξιακούς) όρους, που τους κρατούσαν εντός, ή στα όρια, του κοινωνικού ιστού, να καταρρέουν και να σπρώχνονται σ΄ ένα πραγματικό (και όχι μεταφορικό) Καιάδα. Και την ίδια στιγμή που το αίτημα για παροχή υπηρεσιών εκρήγνυται και γίνεται πιο πολύπλοκο, η ίδια ακριβώς πολιτική του μνημονίου, που το προκαλεί και το συγκροτεί, είναι αυτή που ταυτόχρονα διαλύει και μεταλλάσσει το δημόσιο σύστημα της Υγείας και της Ψυχικής Υγείας σε μια κατεύθυνση αχαλίνωτης ιδιωτικοποίησης, από τη μια και επιβολής κατασταλτικών πρακτικών, δομών και υπηρεσιών, από την άλλη.
Με μια πολιτική για το φάρμακο υποταγμένη στις επιταγές για θηριώδεις περικοπές, από τη μια, και στο πώς, από την άλλη, θα μοιραστεί αυτό που απομένει ως κερδοφορία των φαρμακοβιομηχάνων – κάνοντας, έτσι, το φάρμακο, δυσεύρετο, που συχνά, όταν το βρεις, πρέπει να το πληρώσεις και επιπλέον, αναξιόπιστο.
Με ραγδαία αυξανόμενο τον αριθμό των ανασφάλιστων, που μάλιστα καλούνται να πληρώσουν ακόμα και για την (συχνά ακούσια) νοσηλεία τους, που προμηθεύονται με όλο και μεγαλύτερη δυσκολία τα εκάστοτε αναγκαία φάρμακα, με τα γλίσχρα επιδόματα των πιο φτωχών περικομμένα, με δυσπρόσιτες γραφειοκρατικές διαδικασίες για να τους χορηγηθούν, ή για να τα ανανεώσουν και με τον άμεσο κίνδυνο να τα χάσουν τελείως.
Με όλες τις υπηρεσίες στο δρόμο της ιδιωτικοποίησης: ακόμα και τα, μέχρι τώρα δημόσια, Κέντρα Ψυχικής Υγείας παραδίδονται στις ΜΚΟ, ενώ, την ίδια στιγμή που συρρικνώνεται η κρατική χρηματοδότηση των ΜΚΟ για την λειτουργία των ξενώνων και των οικοτροφείων που τους έχουν ανατεθεί από το κράτος (με επικρεμάμενο τον κίνδυνο επιστροφής των φιλοξενουμένων στα ψυχιατρεία), ανοίγει ο δρόμος για την μετατροπή τους σε καθαρά κερδοσκοπικές οργανώσεις με τη ρύθμιση που πρόσφατα πέρασε από τη Βουλή ο Λοβέρδος να κατακρατείται (υψηλό) ποσοστό της σύνταξης των φιλοξενούμενων στις στεγαστικές δομές. Δεν ξεχνάμε ότι αντίστοιχη διάταξη έχει ψηφιστεί και για τις στεγαστικές δομές του δημόσιου από πέρσι και απλώς δεν έχει εφαρμοστεί ακόμα. Προφανώς, όποιος δεν έχει σύνταξη ή δεν συναινεί να πληρώσει, θα πετιέται στο δρόμο. Στην ίδια κατεύθυνση λειτουργούν προτάσεις για απαίτηση, από τις ΜΚΟ, χρημάτων από τους συγγενείς για την ‘φιλοξενία’ του ασθενούς στη στεγαστική δομή,
Από την άλλη, με δεδομένη την «κοινωνική ανάθεση» για την διατήρηση της κατεστημένης κοινωνικής τάξης, στη βάση της οποίας λειτουργεί, η ψυχιατρική, που πάντα συνέχεε την θεραπεία με τον κοινωνικό έλεγχο, ωθείται, προγραμματίζεται, αλλά και επιλέγει να γράψει, σ΄ αυτή την περίοδο, νέες, χωρίς προηγούμενο, σελίδες στην ιστορία της ψυχιατρικής καταστολής. Από τα ψυχιατρικά τμήματα νοσηλείας στα γενικά νοσοκομεία, όπου προγραμματίζεται η ίδρυση, εντός αυτών, κλειδωμένων τμημάτων (με ‘λευκά κελιά’ κλπ), όπου θα μπορούν να εγκλείονται ακόμα και νοσηλευόμενοι εκουσίως, μέχρι τα (εισαγόμενα από την Μ. Βρετανία) ‘υψηλής’ και ‘μέσης’ ασφαλείας δικαστικά ψυχιατρεία (με υψηλούς τοίχους, συρματοπλέγματα, κάμερες κλπ) για τον έλεγχο και τον εγκλεισμό των ανθρώπων που κρίνονται ως οι φορείς αυτού που κατασκευάζεται και εν συνεχεία ορίζεται και αναλόγως αντιμετωπίζεται, ως ‘κοινωνική επικινδυνότητα’.
Η ψυχική υγεία πρέπει να τεθεί ως ένα ζήτημα (εξίσου με άλλα) άμεσης προτεραιότητας παντού, για μια διαδικασία που θα ενώσει, σε κοινό αγώνα στους δρόμους, χρήστες των υπηρεσιών, οικογένειες, λειτουργούς ψυχικής υγείας στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, φοιτητές, συνδικαλιστικές οργανώσεις, κοινωνικές συλλογικότητες που μάχονται για την κοινωνική χειραφέτηση.
Για να δημιουργήσουμε τους κοινωνικούς και κινηματικούς όρους (αλλά και της εναλλακτικής κουλτούρας), που θα επιτρέψουν ν΄ ακουστεί η φωνή της ψυχικής οδύνης, η διαφορετική εμπειρία, αλήθειες και λογικές καταπιεσμένες και ακυρωμένες από την κατεστημένη «κανονικότητα», ν΄ αναδειχτεί η σημασία μιας εναλλακτικής προσέγγισης σε μια «κανονικότητα» πιο άρρωστη από αυτό που, αυτή η «κανονικότητα» (του μνημονίου, της εξαθλίωσης και της κοινωνικής εξόντωσης), ορίζει ως «αρρώστια».
Για να μπει φρένο στις πολιτικές του κοινωνικού Καιάδα και της εξόντωσης των πιο ευάλωτων και αποκλεισμένων στρωμάτων αυτής της κοινωνίας.
Καλούμε όλους να συμμετάσχουν στην διαδήλωση στο Υπουργείο Υγείας, στις 13 Μαρτίου, ώρα 10 πμ. Μια διαδήλωση – στιγμή ενός αγώνα διαρκείας.
Στο πλαίσιο της διαδήλωσης έχει προγραμματιστεί να συμμετάσχουν και να αναδείξουν τα περιεχόμενά της με τον δικό τους τρόπο :
Τα συγκροτήματα Active Member, Lost Bodies, Chewing Gun.
Η τραγουδίστρια Μάρθα Φριντζήλα.
Η θεατρική ομάδα Playback Ψ, σ’ ένα διαδραστικό δρώμενο.
Η θεατρική ομάδα Mute, που θα παρουσιάσει τον Ντελάλη’.
Το ‘Θέατρο Σκιών’ Αθως Δανέλης.
Η συλλογική κουζίνα στεκιoύ μεταναστών «el chef».
Δίκτυο Ανθρώπων που ακούνε φωνές
Πανελλαδική Συσπείρωση για την Ψυχιατρική Μεταρρύθμιση
Ομάδα Αυτοεκπροσώπησης ΚΨΥ Αγίων Αναργύρων
Σωματείο Νοσηλευομένων Δρομοκαιτείου «Αυτονομία»
Επικοινωνία
τηλ. 6944302577, 6945801233 Κατέβαστε εδώ την αφίσα σε pdf

Το Πείραμα Συμμόρφωσης – The Asch Conformity Experiment

One of the pairs of cards used in the experime...

Από το 1950 και έπειτα ο κοινωνικός ψυχολόγος Solomon Asch ξεκίνησε μια σειρά από πειράματα πάνω στην συμπεριφορά των ανθρώπων υπό την κοινωνική πίεση, γνωστά και Asch Conformity Experiments.
 
Αυτό το πείραμα πραγματοποιήθηκε χρησιμοποιώντας 123 άνδρες. Κάθε συμμετέχοντας τοποθετήθηκε σε μια ομάδα με 5 έως 7  “συνεργάτες” (ανθρώπους που γνώριζαν τον πραγματικό σκοπό του πειράματος, αλλά παρουσιάστηκαν ως απλοί συμμετέχοντες στον εν αγνοία “πραγματικό” συμμετέχοντα).  Στους συμμετέχοντες παρουσιάστηκε μια κάρτα με μια γραμμή, ακολουθούμενη από  μια άλλη κάρτα με 3 γραμμές, a, b και c. Ζητήθηκε τότε από τους συμμετέχοντες να πουν ποια γραμμή ταίριαζε σε μήκος με την γραμμή στην πρώτη κάρτα. Κάθε ερώτηση με γραμμή αποκαλέστηκε “δοκιμή”. Ο “πραγματικός” συμμετέχοντας απαντούσε κατά σειρά τελευταίος ή μια θέση πριν. Για τις πρώτες δύο δοκιμές, το “υποκείμενο” θα ένιωθε άνετα στο πείραμα, διότι αυτός μαζί με τους υπόλοιπους “συμμετέχοντες” έδιναν την προφανή, σωστή απάντηση. Στην τρίτη δοκιμή, οι συνεργάτες άρχιζαν να δίνουν όλοι την ίδια λανθασμένη απάντηση. Υπήρξαν 18 δοκιμές στο σύνολο και οι συνεργάτες απάντησαν λανθασμένα στις 12 από αυτές. Αυτές ήταν γνωστές ως “κριτικές δοκιμές”. Ο σκοπός ήταν να ερευνηθεί εάν ο πραγματικός συμμετέχοντας θα άλλαζε την απάντηση του και θα αποκρινόταν με τον ίδιο τρόπο όπως οι συνεργάτες, παρόλο που ήταν η λάθος απάντηση.
 
Ο Solomon Asch θεώρησε αρχικά ότι η πλειοψηφία των ανθρώπων δε θα συμφωνούσαν με κάτι φανερά λάθος, αλλά τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι συμμετέχοντες συμμορφώθηκαν με την πλειοψηφία στο 37% των κριτικών δοκιμών. Ωστόσο, 25% των συμμετεχόντων δεν συμμορφώθηκαν σε καμία δοκιμή. 75% συμμορφώθηκαν τουλάχιστον μία φορά, και 5% κάθε φορά. 

 

 
 
 
 από http://narcohypnosis.wordpress.com/2011/06/24/the-asch-conformity-experiment/

To Πείραμα Φυλάκισης του Stanford (Κατάχρηση Εξουσίας) – Stanford Prison Experiment

“Τι Δεσμοφύλακας θα ήσουν; Σαδιστής ή συμπονετικός;”
“Τι Φυλακισμένος θα ήσουν; Συμβιβασμένος ή αγωνιστής;”

Το Πείραμα φυλάκισης του Στάνφορντ ήταν ένα πείραμα πάνω στις ψυχολογικές επιπτώσεις που επιφέρει η μετατροπή ενός ατόμου σε φυλακισμένο ή δεσμοφύλακα. Το πείραμα διεξήχθη το 1971 από την ερευνητική ομάδα του Καθηγητή Ψυχολογίας Φίλιπ Ζιμπάρντο του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ.
Εικοσιτέσσερις φοιτητές επιλέχθηκαν από 70 για να παίξουν τους ρόλους των φυλακισμένων και των δεσμοφυλάκων και να ζήσουν σε μια υποτιθέμενη φυλακή που είχε δημιουργηθεί για τους σκοπούς του πειράματος στο υπόγειο του κτιρίου της Επιστήμης της Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ. Η επιλογή των υποψηφίων έγινε με βάση την απουσία ψυχολογικών και ιατρικών προβλημάτων, αλλά και ποινικού μητρώου, έτσι ώστε να αποτελούν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα για την επιστημονική παρατήρηση. Οι ρόλοι μοιράστηκαν μετά από ρίψη κέρματος (κορώνα ή γράμματα).
Οι φυλακισμένοι και οι δεσμοφύλακες μπήκαν κατευθείαν στους ρόλους τους προχωρώντας τους ρόλους του όμως πέρα από τις προβλέψεις, οδηγούμενοι σε επικίνδυνες και ψυχολογικά καταστροφικές καταστάσεις. Το ένα τρίτο από τους φρουρούς κρίθηκε ότι επέδειξαν “γνήσια” σαδιστικές τάσεις, με αποτέλεσμα αρκετοί φυλακισμένοι να τραυματιστούν ψυχολογικά και δύο από τους φοιτητές να αποχωρήσουν νωρίς από το πείραμα. Μετά την κατάρρευση ενός φοιτητή από τις απάνθρωπες συνθήκες που επικρατούσαν στη φυλακή, και συνειδητοποιώντας ότι είχε παθητικά επιτρέψει ανάρμοστες συμπεριφορές να λάβουν χώρα κάτω από την εποπτεία του, ο Ζιμπάρντο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τόσο οι φυλακισμένοι όσο και οι δεσμοφύλακες είχαν ταυτιστεί υπερβολικά με τους ρόλους τους, με αποτέλεσμα να τερματίσει το πείραμα μετά από έξι μέρες. (http://en.wikipedia.org/wiki/Stanford_prison_experiment)
http://www.prisonexp.org/