Τουλάχιστον τριάντα οχτώ χιλιάδες Σοβιετικοί πολίτες ελληνικής καταγωγής μεταφέρθηκαν στα γκούλαγκ της Σιβηρίας, απ’ όπου ελάχιστοι επέζησαν των απάνθρωπων συνθηκών καταναγκαστικής εργασίας. Συνολικά, όπως προκύπτει από τα υπάρχοντα στοιχεία, υπήρξαν τρία κύματα διωγμών των Ελλήνων της πρώην Σοβιετικής Ενωσης κατά τη σταλινική περίοδο: οι εύποροι που συνελήφθησαν, εκτοπίστηκαν ή εκτελέστηκαν το ’30 ως «Κουλάκοι», μεγαλοαγρότες δηλαδή και άρα «εχθροί του λαού», εκείνοι –μερικές δεκάδες χιλιάδες– που διώχθηκαν το 1937 στην περιβόητη «επιχείρηση 13» με την κατηγορία της υπέρ της Ελλάδος κατασκοπείας (!) και όσοι εξορίστηκαν στη διάρκεια του πολέμου αλλά και το 1949 ως «συνεργάτες των Γερμανών» και «υπονομευτές» του σοβιετικού κράτους.
Τρία κύματα διωγμών σε 12 χρόνια
Στα τέλη του 1937, η Σοβιετική Ενωση ζούσε την κορύφωση της «περιόδου του μεγάλου τρόμου». Οι εκκαθαρίσεις αντιπάλων του σταλινικού καθεστώτος είχαν λάβει τη μορφή επιδημίας. Η δολοφονία του Κίρωφ, την 1η Δεκεμβρίου του 1934, προσχεδιασμένη από τις μυστικές υπηρεσίες του Στάλιν όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, ήταν το εναρκτήριο λάκτισμα για την εξόντωση των εσωκομματικών αντιπάλων του δικτάτορα, που εξελίχθηκε σε φοβερό πογκρόμ.
Πιστοί σύντροφοι του Λένιν, ηγέτες της μπολσεβίκικης επανάστασης, όπως ο Κάμενεφ, Ζινόβιεφ, Μπουχάριν κ.ά. κατηγορήθηκαν για τη δολοφονία και εκτελέστηκαν, ενώ ο Τρότσκι κατέφυγε στη Νορβηγία και αργότερα δολοφονήθηκε στο Μεξικό από πράκτορα της KGB. Οι ύποπτοι για «συνωμοσία» κατά του σοβιετικού κράτους οδηγούνταν κατά χιλιάδες, έπειτα από δίκη-παρωδία, στο εκτελεστικό απόσπασμα και στα περιβόητα γκούλαγκ της Σιβηρίας τα τρένα κατέφθαναν ξεφορτώνοντας «προδότες» και «εγκληματίες».
Επιχειρήσεις εκκκαθάρισης
Ο Στάλιν μαζί με τους εσωκομματικούς αντιπάλους και τους αντικαθεστωτικούς αποδείχθηκε ότι είχε θέσει στο στόχαστρό του και τις μικρότερες εθνότητες που ζούσαν στην αχανή σοβιετική επικράτεια. Πίστευε, πιθανότατα, κατά τους μετέπειτα μελετητές της περιόδου εκείνης, ότι σε μια ενδεχόμενη σύγκρουση με τη Γερμανία ή τις άλλες «ιμπεριαλιστικές δυνάμεις», Πολωνοί, Κορεάτες, Ιάπωνες, Γερμανοί, Ελληνες, Φινλανδοί, Ρουμάνοι κ.ά. θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως «πέμπτη φάλαγγα» συστρατευόμενοι με τον εχθρό. Η απαλλαγή, λοιπόν, από τους δυνάμει «υπονομευτές» ήταν ζήτημα εθνικής ασφάλειας.
Οπως προκύπτει από τα σοβιετικά αρχεία που άνοιξαν μετά την πτώση του καθεστώτος, οργανώθηκαν δεκατέσσερις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, για ισάριθμες εθνότητες, σχεδιασμένες από τον αρχηγό της NKΒD (τη μετέπειτα KGB) και στενό συνεργάτη του Στάλιν, Νικολάι Γιεζόφ. Η «ελληνική επιχείρηση εκκαθάρισης» με την υπ’ αριθμ. 50215 ντιρεκτίβα της NKBD ξεκίνησε τη νύχτα της 15ης Δεκεμβρίου του 1937 και εξελίχθηκε σε Γεωργία, Κριμαία, Σταυρούπολη και όπου αλλού ζούσαν Ελληνες από τους 300.000 που είχαν εγκατασταθεί στη ρωσική και αργότερα σοβιετική αυτοκρατορία.
Σε στρατόπεδα εργασίας
Οπως λέει ο κ. Ιβάν Τζούχα, ομογενής από τη Ρωσία, που επί χρόνια ερευνά την ιστορία της δίωξης των Ελλήνων της Σοβιετικής Ενωσης, από τα στοιχεία που διαθέτει προκύπτει ότι 38.000 ελληνικής καταγωγής σοβιετικοί πολίτες εξαφανίστηκαν στη «μαύρη τρύπα» των γκούλαγκ του Στάλιν. Η ελληνική επιχείρηση ήταν η υπ’ αριθμόν 13 και το 50% των ομογενών συνελήφθησαν τις πρώτες τρεις μέρες με την κατηγορία της κατασκοπείας υπέρ της Ελλάδας! Πολλοί από τους συλληφθέντες εκτελέστηκαν αμέσως. Μόνο στην περιοχή του Ντονέτσκ, στην Κριμαία, από τις 20 Ιανουαρίου έως τις 5 Φεβρουαρίου του 1938 τουφεκίστηκαν χωρίς δίκη 3.140 Ελληνες.
Οι άλλοι μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, γνωστά ως γκούλαγκ της Σιβηρίας και κυρίως στην περιοχή Κολιμά, κοντά στη χερσόνησο της Καμτσάτκα, όπου κατά τη σταλινική παντοδυναμία εξορίστηκαν 2.500.000 σοβιετικοί πολίτες, από τους οποίους λίγοι επέζησαν. «Τους υποχρέωναν να εργάζονται επί 15-16 ώρες την ημέρα στα διαβόητα ορυχεία χρυσού. Ουδείς άντεξε εκεί περισσότερους από τρεις-τέσσερις μήνες. Η θερμοκρασία τον χειμώνα επέφτε στους -60 βαθμούς. Τους νεκρούς τους στοίβαζαν σαν ψόφια ζώα και όταν μαζεύονταν πολλοί τους έκαιγαν. Οσοι επέζησαν, γλίτωσαν από θαύμα», αναφέρει ο κ. Τζούχα.
«Τον πήραν»
Τα όργανα των μυστικών υπηρεσιών του καθεστώτος άρπαζαν μέσα στη νύχτα τους άνδρες, χωρίς να δίνουν εξηγήσεις στους ίδιους ή στους συγγενείς. Ουδείς βεβαίως τολμούσε να ρωτήσει για την τύχη των δικών του ανθρώπων, αλλά όλοι υποψιάζονταν τι τους περίμενε. Το μόνο που ψέλλιζαν αν κάποιος ρωτούσε ήταν: «τον πήραν». «Αυτό το ρήμα προκαλούσε φρίκη στην τότε Σοβιετική Ενωση, γιατί σήμαινε φοβερά πράγματα», συνεχίζει ο ομογενής ερευνητής και προσθέτει ότι μόνο μετά το 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1956, οπότε άρχισε η αποσταλινοποίηση, άρχισαν να βγαίνουν τα όσα έγιναν εις βάρος και των Ελλήνων.
Με το ξέσπασμα του πολέμου και την επέλαση των Γερμανών στο σοβιετικό έδαφος ακολούθησαν νέοι διωγμοί εναντίον των μικρών εθνοτήτων. Το σταλινικό καθεστώς εξόρισε το 1942 στη Σιβηρία και το Καζακστάν 6.000 Ελληνες ως ύποπτους συνεργασίας με το εχθρό και όταν εκδιώχθηκαν τα γερμανικά στρατεύματα, το 1944, άλλα 15.040 άτομα ελληνικής καταγωγής εκτοπίστηκαν στη σιβηρική στέπα με την κατηγορία της συνεργασίας με τις κατοχικές δυνάμεις. «Βεβαίως όλα αυτά ήταν χαλκευμένα, οι Ελληνες όχι μόνο δεν συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς, αλλά υπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν την παρτιζάνικη δράση τους και συμμετοχή στον Κόκκινο Στρατό», λέει ο κ. Τζούχα.
Το 1949 σημειώθηκε το τρίτο και τελευταίο κύμα εκκαθαρίσεων Ελλήνων από τα παράλια της Αζοφικής και της Μαύρης Θάλασσας. Σε μια νύχτα «πήραν» 37.000 Ελληνες από την Κριμαία και το Βατούμι και τους εκτόπισαν στο Καζακστάν και το Ουζμπεκιστάν. «Το καθεστώς ήθελε να αδειάσει τα παράλια από τους αλλοεθνείς», εξηγεί ο κ. Τζούχα, ο οποίος ταξιδεύει ανά τη ρωσική επικράτεια, συλλέγοντας στοιχεία προκειμένου να συντάξει το «Μαρτυρολόγιο των Ελλήνων θυμάτων των σταλινικών διώξεων».
Επτασφράγιστα αρχεία
Δεν είναι εύκολο το έργο του καθώς τα περισσότερα αρχεία της KGB και των άλλων μυστικών υπηρεσιών παραμένουν επτασφράγιστα. Οι διωχθέντες την περίοδο του «μεγάλου τρόμου» αποκαταστάθηκαν μαζί με εκατομμύρια άλλους σοβιετικούς πολίτες που διώχθηκαν, όχι όμως και οι Ελληνες που δολοφονήθηκαν και εξορίστηκαν κατά το τρίτο κύμα των διωγμών.
Οι προσπάθειες κάποιων παραγόντων της εκεί ελληνικής ομογένειας σκοντάφτουν στο Κρεμλίνο, που με διάφορα προσχήματα δεν ανοίγει τους φακέλους. Επί εποχής Γέλτσιν και έπειτα από παρεμβάσεις ελληνικής καταγωγής μελών της Δούμα, το ντοσιέ με τα στοιχεία για τις διώξεις των Ελλήνων έφτασε στα χέρια του παντοδύναμου τότε Ρώσου προέδρου μαζί με εκείνα των Πολωνών. Μόλις ο Γέλτσιν είδε τα έγγραφα για τους Πολωνούς, για τους οποίους δεν ήθελε ν’ ακούσει, πέταξε και τους δύο φακέλους στο καλάθι των αχρήστων, διαψεύδοντας τις προσδοκίες όσων ανέμεναν δικαίωση.
«Κατηγόρησαν τον πατέρα μου για κατάσκοπο και τον εκτέλεσαν»
Συνάντησα την Κλεοπάτρα Μαρουφίδου στα μέσα Ιουνίου στον Ελληνορωσικό Οίκο Υπερηλίκων, ένα γηροκομείο της Ρωσικής Εκκλησίας στην οδό Ηλεκτρουπόλεως στην Αργυρούπολη. Παρά τα ενενήντα τρία της χρόνια, τα ’χει τετρακόσια. Διαβάζει με τις ώρες, βοηθάει στην ταξινόμηση της βιβλιοθήκης του ιδρύματος, παρακολουθεί την αλληλογραφία του γηροκομείου, συζητάει επί παντός επιστητού με τις νεαρές νοσηλεύτριες. Στα ράφια του πεντακάθαρου μικρού δωματίου, πολλά βιβλία Ρώσων συγγραφέων και ποιητών –Πούσκιν, Τολστόι, Αχμάτοβα, κ.ά.–, στους τοίχους φωτογραφίες σοβιετικών ηθοποιών, του Πατριάρχη Μόσχας κ. Αλέξιου, του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και ένα πορτρέτο του ντράμερ των Μπιτλς, Ρίνγκο Στάρ!
Η Κλεοπάτρα Μαρουφίδου ήρθε στην Ελλάδα από τη Ρωσία το 1999, κουβαλώντας, όπως λέει, χίλιους πεντακόσιους τόμους λογοτεχνικών βιβλίων και μια συναρπαστική προσωπική ιστορία: είναι από τους ελάχιστους εν ζωή Ελληνες της Σοβιετικής Ενωσης που επέζησαν της σταλινικής τρομοκρατίας. Συνελήφθη με την κατηγορία της κατασκοπείας, φυλακίστηκε, εκτοπίστηκε στις στέπες του Καζακστάν, αλλά, όπως λέει, «στάθηκα τυχερή, γιατί αν με είχαν στείλει στα γκούλαγκ, το πιο πιθανό ήταν να είχα πεθάνει όπως τόσοι άλλοι». Σε ένα από αυτά τα γκούλαγκ εκτελέστηκε ο πατέρας της ως κατάσκοπος των Ελλήνων.
Από το Ιρκούτσκ στη Μόσχα
Η Κλεοπάτρα Μαρουφίδου γεννήθηκε στο Ιρκούτσκ, στην ανατολική Σιβηρία, όπου στα τέλη του 19ου αιώνα είχαν συρρεύσει πολλοί Ελληνες από τη νότια Ρωσία για να εργαστούν στο υπό κατασκευήν σιδηροδρομικό δίκτυο και στην ανοικοδόμηση της περιοχής. Εκεί, στην αφιλόξενη σιβηρική γη, οι Ελληνες πρόκοψαν ως τεχνίτες, μαστόροι και μικρέμποροι και γρήγορα κατέκτησαν περίοπτη θέση στην κοινωνία, όπου μάλιστα οι τοπικές αρχές έδωσαν το όνομά τους σε κεντρικό δρόμο του Ιρκούτσκ. Οταν το 1930 ο Στάλιν ξεκίνησε τις εκκαθαρίσεις εναντίον των κουλάκων (σ.σ. μεγαλοαγροτών) η μπάλα πήρε και τους ευκατάστατους Ελληνες, που εγκατέλειψαν την ύπαιθρο και κατέφυγαν στη Μόσχα και τις άλλες μεγάλες πόλεις, μήπως χαθούν και γλιτώσουν.
Το ίδιο έκανε και ο πατέρας της Κλεοπάτρας, ο Αδάμ, που όμως το 1935 πιάστηκε για παράνομη κατοχή συναλλάγματος και εστάλη σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα βόρεια της Μόσχας. «Εγραψα στον Στάλιν για να μου επιτρέψουν να δω τον πατέρα μου ενώ πήγα και είδα τον ίδιο τον Καλίνιν (σ.σ. πρόεδρος του Ανώτατου Σοβιέτ), ο οποιος μου έδωσε άδεια. Ηταν αρχές του 1937 όταν έφτασα στο γκούλαγκ, όπου με άφησαν να μείνω κοντά στον πατέρα μου τρεις μέρες. Ο υπεύθυνος με διαβεβαίωσε πως σε λίγους μήνες θα βγει. Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου όμως, όπως έμαθα αργότερα, τρεις μέρες μετά την εφαρμογή της ντιρεκτίβας εναντίον των Ελλήνων, τον εκτέλεσαν ως κατάσκοπο των Ελλήνων».
Δέκα μήνες στη φυλακή
Επιστρέφοντας στο Μουρμάνσκ, στην παραθαλάσσια αυτή πόλη του παγωμένου ρωσικού βορρά, όπου εν τω μεταξύ είχε τοποθετηθεί ως λογίστρια σε ανώτερη κρατική υπηρεσία, δεν μπορούσε να φανταστεί τι την περίμενε. «Μια μέρα μετά τη ντιρεκτίβα, είχαμε εκλογές θυμάμαι, ξύπνησα νωρίς για να τακτοποιήσω στο γραφείο κάποιες εκρεμμότητες και μετά να πάω να ψηφίσω. Κάποιος χτύπησε την πόρτα του σπιτιού μου και υπέθεσα ότι με ψάχνουν από το γραφείο γιατί είχα αργήσει. Ηταν δυο άντρες της NKVD, που με συνέλαβαν και με οδήγησαν στη φυλακή. Δεν είχα ιδέα γιατί μ’ έπιασαν και πού με πήγαιναν. Με ρωτούσαν διαρκώς πού είναι το λιμάνι, αλλά εγώ δεν κυκλοφορούσα στην πόλη και δεν ήξερα. Οταν ύστερα από αφόρητες πιέσεις υπέδειξα μια κατεύθυνση, είπαν ότι αυτό είναι απόδειξη ότι είμαι κατάσκοπος.
Με μετέφεραν στις γυναικείες φυλακές του Λένινγκραντ, όπου έμεινα δέκα μήνες χωρίς δίκη, γιατί είχε χαθεί στη διαδρομή ο φάκελός μου. Στο διάστημα αυτό απομακρύνθηκε ο τότε επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών Εζόφ και ανέλαβε ο Μπέρια, ο οποίος για να δείξει ότι ο προκάτοχός του δεν έκανε καλά τη δουλειά του απελευθέρωσε χιλιάδες κρατούμενους, μεταξύ των οποίων και εμένα.»
Εξορία στο Καζακστάν
«Ενα χρόνο μετά με συνέλαβαν και πάλι. Με δίκασαν για κατασκοπεία και με εξόρισαν στο Καζακστάν. Η ποινή ήταν τρία χρόνια, αλλά μεσολάβησε ο πόλεμος και έμεινα συνολικά πέντε χρόνια εκεί».
Μετά τον πόλεμο η Κλεοπάτρα Μουφίδου ενεργοποίησε, όπως λέει, «κάποιες παλιές και υψηλές γνωριμίες» και επέστρεψε στη δουλειά της, αυτή τη φορά ως υπάλληλος του υπουργείου που παρακολουθούσε τα δημόσια έργα στην Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν. Ουδέποτε έγινε μέλος του κόμματος, μολονότι πιέστηκε να ενταχθεί στο ΚΚΣΕ. Για την ίδια, όπως και για τη μεγάλη πλειονότητα των πολιτών της τότε Σοβιετικής Ενωσης, πάντως, ο Στάλιν ήταν ο μόνος αθώος για τις διώξεις και θανατώσεις εκατομυρίων αντιφρονούντων ή κατασκευασμένων «εχθρών του λαού». «Αυτά τα πράγματα συζητούνταν στον κόσμο και όλοι έλεγαν πως είναι ένα λάθος που θα διορθωθεί. Ο κόσμος αγαπούσε τον Στάλιν, πιστεύαμε ότι δεν ήξερε πως γίνονταν τέτοια πράγματα. Ημασταν πεπεισμένοι ότι τα έκαναν οι κάτω από αυτόν, αλλά εν αγνοία του».
Ακόμα και τώρα, πάντως, η υπέργηρη Κλεοπάτρα υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι ζούσαν τότε καλύτερα στη Ρωσία απ’ ό,τι σήμερα. «Οι άνθρωποι είχαν δουλειές. Σήμερα αναγκάζονται να φύγουν στο εξωτερικό, χωρίζουν οικογένειες, ξετυλίγονται δράματα», λέει.
«Ο θείον ο Δημητρόν απέθανεν…»
Η Βάλια Μουρατίδου ήταν 15 χρονών όταν η αστυνομία συνέλαβε τον πατέρα της, Δημήτρη –έναν σχετικά εύπορο Ελληνα, σιδηρουργό στο επάγγελμα–, στο Βατούμι.
«Ηταν Δευτέρα, 19 Δεκεμβρίου του 1937, και το πρωί κατεβήκαμε από το χωριό με τον πατέρα μου στο Βατούμι, αυτός για να πάει στη δουλειά του και εγώ στο σχολείο. Δύο ώρες μετά ήρθε ένας θείος μου και μου είπε ότι τον “πήραν” από το σιδηρουργείο. Από εκείνη την ώρα άρχισε ο γολγοθάς μας», λέει σήμερα η 84χρονη κ. Μουρατίδου, που ζει στη Θεσσαλονίκη και έχει συγγράψει βιβλίο για την περιπέτεια των Ελλήνων της Σοβιετικής Ενωσης υπό τον τίτλο «Εκατό χρόνια Οδύσσεια». «Τον κράτησαν ένα χρόνο στις φυλακές στο Βατούμι με άλλους Ελληνες. Ολοι τους πιάστηκαν με την ψεύτικη κατηγορία της υπονόμευσης του κράτους και της κατασκοπείας. Οι συνθήκες ήταν απάνθρωπες στη φυλακή, τα βασανιστήρια καθημερινό φαινόμενο. Πολλοί δεν άντεξαν και υπέγραψαν ότι αποδέχονται τις κατηγορίες και τους έστειλαν στα στρατόπεδα εργασίας. Ο πατέρας μου δεν υπέγραψε, αλλα στο τέλος τον εκτόπισαν και αυτόν. Τον είδα τελευταία φορά όταν τους φόρτωσαν στην Τιφλίδα στο τρένο για τη Σιβηρία. Εκτοτε δεν είχαμε νέα του. Λόγω των συνθηκών, αναγκαστήκαμε να φύγουμε στην Ελλάδα και αρχές του 1947 ένας εξάδελφος μας έγραψε ότι έμαθε από κάποιον που επέζησε πως “ο θείον ο Δημητρόν απέθανεν από αιμορραγίαν εντέρου”».
Το στίγμα της προδοσίας
Η κ. Παρθένα Αποστολιάδη από το χωριό Βιτέζοβο του Κρασνοντάρ, που ζει σήμερα στη Θεσσαλονίκη, δεν γνώρισε τον πατέρα της, αφού εστάλη στις αρχές του 1938 εξορία στη Σιβηρία, όταν η ίδια ήταν ενός μηνός. Θυμάται ωστόσο τον στιγματισμό που υπέστη η οικογένειά της, αφού ο πατέρας της είχε χαρακτηριστεί προδότης. «Από μικρό παιδάκι άρχισα να ψάχνω τον τάφο του για να αποθέσω λίγα λουλούδια, αλλά κανείς από τους εκπροσώπους των αρχών δεν μου έλεγε. Μόλις το 1956 έμαθα ότι είχε πεθάνει στη Σιβηρία, χωρίς να μου δοθούν περισσότερες λεπτομέρειες».