Περί αναρχικής συναίνεσης ο λόγος….

 


Ένα από τα ερωτήματα που τίθενται συχνά όσον αφορά τον ελευθεριακό χώρο είναι ο τρόπος λήψης αποφάσεων σε μία αντιιεραρχική και αταξική  κοινωνία, όπου έχει εκλείψει κάθε ολιγαρχική διαδικασία ανάδειξης αντιπροσώπων και δεσπόζει η εναντίωση σε κάθε τύπο θεσμικής ιεραρχίας. Δεδομένου ότι στον νεότερο αναρχισμό των τελευταίων σαράντα ετών έχει επικρατήσει η συναινετική άμεση δημοκρατία, τόσο ως διαδικασία μες στο υπάρχον όσο και ως καθολική πολιτική μορφή για το ευκταίο μέλλον, προκύπτει το εύλογο ερώτημα: σε μία τέτοια κοινωνία, αφού δεν ψηφίζουμε, πώς αποφασίζουμε;

Στο παρόν κείμενο επιχειρείται μία επισκόπηση των εν λόγω διαδικασιών λήψης αποφάσεων σε μία συλλογικότητα, όπως λειτουργούν στο εδώ και τώρα. Είναι μία μελέτη σε πρώτο επίπεδο και γι’ αυτό και ελαφρώς ελλιπής. Τυχόν παρατηρήσεις και προσθήκες είναι θεμιτές.

Πώς είναι επομένως δυνατή η λήψη αποφάσεων, έτσι ώστε οι τελευταίες: α) να είναι ανεξάρτητες από οποιασδήποτε μορφής εξουσίας, β) να προϋποθέτουν την ισότιμη συμμετοχή όλων των ατόμων που απαρτίζουν τη συλλογικότητα και γ) να εκφράζουν το σύνολο των συμμετεχόντων στις διαδικασίες διαμόρφωσής τους.
Η αναρχική συναίνεση (αγγλ: «anarchist consensus», επίσης στα ελληνικά και «αναρχική ομοφωνία») είναι η επικρατούσα μέθοδος διαμόρφωσης των αποφάσεων σε μία αυτοοργανούμενη συλλογικότητα, η οποία λειτουργεί με αμεσοδημοκρατικές, πρόσωπο-με-πρόσωπο συνελεύσεις των μελών της. Προέκυψε σε σημαντικό βαθμό – με τη σύγχρονη μορφή της – μέσα από τα νέα κοινωνικά κινήματα του ’60 και στηρίζεται σε μία προσπάθεια «θωράκισης» της ατομικής ελευθερίας απέναντι στη βούληση της συλλογικότητας. Αφορμή για την εμφάνισή της ήταν οι «αυταρχικές» πολιτικές διαδικασίες ριζοσπαστικών ομάδων μαρξιστικής καταβολής, στηριζόμενες – κατά τους οπαδούς της συναίνεσης – στη «δικτατορία της πλειοψηφίας». Αντιθέτως, για τους επικριτές της δεν συνιστά παρά ένα «μεταμοντέρνων» καταβολών επινόημα που προτάσσει αναίτια τον σεβασμό στην ποικιλομορφία ως αυτοσκοπό, προωθώντας από την άλλη έναν υπέρμετρο «ατομικισμό», πρόθυμο να θυσιάσει την ίδια την πολιτική στο όνομα της ατομικής αυτονομίας. Ακολουθεί μία συνοπτική περιγραφή της διαδικασίας.
Στην έναρξη της συνέλευσης τίθενται τα θέματα προς συζήτηση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αν στη συνέχεια προκύψουν και άλλα ζητήματα δεν θα τεθούν επί τάπητος. Βασική προϋπόθεση λειτουργίας του μοντέλου της συναίνεσης είναι η μαζική συμμετοχή στις διαδικασίες διαμόρφωσης αποφάσεων, όλων των ατόμων που πιστεύουν πως επηρεάζονται από τις τελευταίες. Στη συνέχεια ακολουθεί συζήτηση για το κάθε θέμα και όποιος συμμετέχων ζητήσει τον λόγο έχει το δικαίωμα να πει την άποψή του, αλλά και να εκφράσει τις διαφωνίες του ως προς ήδη διατυπωμένα συμπεράσματα, προτάσεις ή διαπιστώσεις. Η διεξοδική (και συνήθως χρονοβόρα) συζήτηση είναι ένα θεμιτό στοιχείο στις αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων καθώς: α) αναλύονται όλες οι πτυχές ενός θέματος και β) κάθε άτομο που συμμετέχει στη συζήτηση εκφράζει την πραγματική του γνώμη. Το προσδοκώμενο αποτέλεσμα είναι μία απόφαση η οποία – κατά το δυνατόν – να εκφράζει το σύνολο των συμμετεχόντων στη συλλογικότητα.
Αφού η συζήτηση για κάποιο ζήτημα φτάσει στο τέλος της, ως τελική απόφαση επ’ αυτού κατακυρώνεται κατά κανόνα η πρόταση που διατυπώθηκε περισσότερες φορές (από τα περισσότερα άτομα δηλαδή). Στο τελικό στάδιο λήψης μιας απόφασης κατά τη διαδικασία της συναίνεσης δεν υπάρχει ψηφοφορία. Και σε αυτό ακριβώς το σημείο τίθεται ένας διαχωρισμός ανάμεσα στην αναρχική συναίνεση και στις πιο συνηθισμένες αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, αυτές οι οποίες περιλαμβάνουν ψηφοφορία και «δικαίωση» της πλειοψηφίας.
Από τους υποστηρικτές της ομοφωνίας, η ψηφοφορία απορρίπτεται ως εξουσιαστικό μέσο επιβολής της πλειοψηφίας σε μια μειοψηφία που τυχαίνει να έχει διαφορετική γνώμη. Θεωρούν ότι δημιουργούνται τεχνητοί διαχωρισμοί μεταξύ των συμμετεχόντων στη συλλογικότητα, καθώς και υποβιβασμός των διαφωνούντων οι οποίοι βρίσκονται ξαφνικά σε μειονεκτική θέση. Ορισμένες φορές υπάρχει επιπροσθέτως εκ μέρους τους και μία ρητορική, η οποία κατά βούληση ταυτίζει ουσιαστικά την αμεσοδημοκρατική ψηφοφορία στο πλαίσιο μίας αυτοοργανούμενης συλλογικότητας με την «ψηφοφορία»  της φιλελεύθερης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας (τις εκλογές ανάδειξης αντιπροσώπων), προκειμένου να τη δαιμονοποιήσει περαιτέρω (παρόμοια είναι και η ρητορική ταύτισης μεταξύ «πολιτικής» και «εξουσίας»), αλλά το επιχείρημα αυτό μάλλον στερείται οποιασδήποτε σοβαρότητας.
Η απόρριψη της ψηφοφορίας έχει περιγραφεί από διαφωνούντες με τη συναίνεση ως έχουσα διαφορετικά εγγενή αίτια. Αίτια τα οποία πηγάζουν από τη λανθασμένη, κατ’ αυτούς, αντίληψη ότι η ψηφοφορία ταυτίζεται με την αντιπροσώπευση – μία σχέση που έχει κατά κανόνα ως συνέπεια την εμφάνιση θεσμικών ή άτυπων ιεραρχιών. Επίσης, οι μειοψηφούντες συμμετέχοντες σε μία αμεσοδημοκρατική ψηφοφορία είναι ανά πάσα στιγμή σε θέση να ανατρέψουν, να μεταπείσουν και τελικά να κερδίσουν με το μέρος τους την πλειοψηφία, μέσω του διαλόγου και της επιχειρηματολογίας τους, ενώ σε κάθε περίπτωση έχουν συμμετάσχει ενεργά και ελεύθερα στη διαμόρφωση της απόφασης. Εξάλλου οι πλειοψηφίες και οι μειοψηφίες δεν είναι κάτι δεδομένο και σταθερό, αλλά μεταβάλλονται αναλόγως με τη μέρα και το θέμα συζήτησης. Οι οπαδοί της συναίνεσης κατά κανόνα αγνοούν αυτή τη διάσταση του ζητήματος, φτάνοντας πολλές φορές στο σημείο να ταυτίζουν την αναρχία… με τη συναίνεση!
Πρόβλημα όμως, υποστηρίζουν οι διαφωνούντες με τη συναίνεση, δημιουργείται και με το πώς λαμβάνεται η τελική απόφαση. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει ψηφοφορία κάποιος ή κάποιοι από τους συμμετέχοντες θα πρέπει να συνοψίσουν τα όσα συζητήθηκαν και να πουν ποιο είναι το τελικό συμπέρασμα. Ποιος όμως θα αναλάβει να το κάνει αυτό; Με τι κριτήρια θα μπορέσει να καταλάβει, να συνοψίσει και να εκφράσει τις πραγματικές επιθυμίες της συλλογικότητας; Θα ψυχανεμιστεί το γενικότερο κλίμα που έχει επικρατήσει κατά τη διάρκεια της συζήτησης, ή θα ρωτήσει από την αρχή έναν-έναν (διενεργώντας κάποιου είδους άτυπη ψηφοφορία) τους συμμετέχοντες περί της γνώμης τους; Και μήπως με αυτόν τον τρόπο αυτόματα δημιουργείται κάποιου είδους ιεραρχία, όπου ο πιο ευφράδης, ή ο λιγότερο ντροπαλός, ή ο πιο «μπασμένος στα κόλπα» (δεδομένου ότι συνήθως υπάρχουν διαφορετικά επίπεδα αντίληψης και πρακτικής εμπειρίας περί πολιτικής στα μέλη μιας συλλογικότητας), αυτόκλητα αποφασίζει να οργανώσει και να καθοδηγήσει την διαδικασία;
Είναι λογικό, όπως ήδη αναφέρθηκε, οι περισσότερες συλλογικότητες να αποτελούνται από άτομα διαφορετικά μεταξύ τους – και μάλιστα σε πολλαπλά επίπεδα. Μπορεί κάποιοι να έχουν περισσότερες γνώσεις ή να είναι πιο ευφράδεις. Άλλοι ίσως είναι πιο κοινωνικοί, ενώ άλλοι πιο εσωστρεφείς. Είναι λογικό πως σε κάποιες περιπτώσεις, όσοι νιώθουν πως βρίσκονται σε «μειονεκτική» θέση, μπορεί να σιωπούν, να μην εκφράζουν την άποψή τους ή τις διαφωνίες τους κλπ. Με άλλα λόγια, η ίδια η ανθρώπινη πολλαπλότητα την οποία η συναίνεση υποστηρίζει πως υπερασπίζεται καθίσταται λόγος για την εμφάνιση άτυπων, προσωρινών και αναπόφευκτων «ιεραρχιών» κατά τη διάρκεια μίας συνέλευσης, γεγονός που σαμποτάρει απρόβλεπτα το σκεπτικό πίσω από τη συναίνεση.
Αναλυτικότερα, οι λόγοι για τους οποίους μπορεί κάποιος να αισθάνεται ότι βρίσκεται σε μειονεκτική θέση είναι δεκάδες: ίσως κάποιος να θεωρεί πως δεν έχει το κατάλληλο μορφωτικό ή εμπειρικό επίπεδο, ή μπορεί να αισθάνεται άβολα επειδή δεν γνωρίζει τα άτομα που συμμετέχουν στη συλλογικότητα, κλπ. Αυτή η ανομοιογένεια όμως μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα τη μονοπώληση της συζήτησης από άτομα τα οποία, χωρίς να στοχεύουν σε κάτι τέτοιο, καταλήγουν να καθοδηγούν προς συγκεκριμένη κατεύθυνση τη διαδικασία. Ως συνέπεια αυτού, η τελική απόφαση της συλλογικότητας ταυτίζεται ουσιαστικά με την άποψη συγκεκριμένων ατόμων, χωρίς να εκπροσωπεί το σύνολο των συμμετεχόντων. Υπάρχει επομένως μία έμμεση επιβολή κάποιας μερίδας ατόμων σε μία άλλη (ανεξάρτητα με το αν η πρώτη είναι πλειοψηφία ή μειοψηφία). Πώς λοιπόν μπορούν να εκφραστούν όλα τα άτομα χωρίς να υπάρξει κάποιου είδους «καπέλωμα» στην όλη διαδικασία;
Εμείς πιστεύουμε πως η διενέργεια ψηφοφορίας στην τελική ευθεία της διαδικασίας θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μέσο έκφρασης όλων των ατόμων που συμμετέχουν στη συλλογικότητα. Φυσικά, η ψήφος του καθενός μπορεί να είναι επηρεασμένη από τα όσα περιγράψαμε παραπάνω, αλλά τουλάχιστον υπάρχει μία δικλείδα μέσω της οποίας μπορούν να εκφραστούν όλα τα άτομα,  αν για τον οποιονδήποτε λόγο δεν επιθυμούν να εκφραστούν δημόσια με λεκτικό τρόπο. Σε καμία περίπτωση δεν προτάσσουμε την ψηφοφορία ως εναλλακτική μορφή έκφρασης αντί του διαλόγου και της συζήτησης, ενώ φυσικά το ιδανικότερο κατά την άποψή μας θα ήταν να εκφράζουν όλοι οι συμμετέχοντες ελεύθερα την άποψή τους και τις διαφωνίες τους. Κατά τη διάρκεια ψηφοφορίας θα τίθενται προς ψηφοφορία προτάσεις που έχουν ακουστεί, χωρίς φυσικά να προσωποποιούνται έτσι ώστε να αποφευχθούν οποιασδήποτε μορφής διαχωρισμοί, ιεραρχίες και αντιπαλότητες (π.χ. ο Α πρότεινε το τάδε και τον ψήφισαν 10 άτομα, ενώ τον Β που πρότεινε το δείνα τον ψήφισαν 12 άτομα).
Σε περίπτωση που κάποιος διαφωνεί με την τελική απόφαση μπορεί εθελοντικά να αποχωρήσει από τη διαδικασία, χωρίς φυσικά σε καμία περίπτωση να είναι υποχρεωμένος να συμμετάσχει στην υλοποίηση του αποτελέσματος της συνέλευσης. Οι διαφωνούντες-αποχωρούντες μπορούν να σχηματίσουν μία δική τους συλλογικότητα ή να συμμετάσχουν σε κάποια άλλη. Εκτός αυτών των επιλογών όμως, κάποιος ο οποίος διαφωνεί ριζικά μπορεί να θέσει βέτο στη ληφθείσα απόφαση. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η απόφαση ακυρώνεται, ενώ η διαδικασία επανεκκινείται από την αρχή μέχρι να βρεθεί ένας ελάχιστος κοινός παρανομαστής τον οποίον μπορούν να ανεχθούν όλοι.
Το να αποχωρήσουν οι διαφωνούντες από τη συλλογικότητα είναι κατά τη γνώμη μας εξουσιαστικό και αντικατοπτρίζει μία έμμεση επιβολή των αποφάσεων της πλειοψηφίας στη μειοψηφία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο απομονώνονται οι διαφωνούντες και διασπάται η δομή της συλλογικότητας (δημιουργώντας πρόβλημα στην ίδια τη συλλογικότητα). Το βέτο και η επανεκκίνηση της διαδικασίας μπορεί να προκαλέσει έναν ατέρμονα βρόχο. Τίθεται το εξής ερώτημα: αν τελικά δεν βρεθεί κοινή αποδεκτή λύση τι θα γίνει; Μήπως καταλήξει τελικά η συλλογικότητα να μην πάρει καμία απόφαση; Και αν τελικά ληφθεί μία απόφαση, πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι αυτή δεν είναι κατευθυνόμενη από την αμηχανία και τελικά την υποχώρηση του ατόμου που έχει θέσει βέτο, αισθανόμενο ότι αναγκάζεται να υποχωρήσει προκειμένου να μην μπλοκάρει τις διαδικασίες; Αλλά και σε περίπτωση που δεν συμβεί κάτι τέτοιο, η τελική απόφαση θα είναι ο ελάχιστος κοινός παρανομαστής στον οποίο συμφωνούν όλοι, με αποτέλεσμα να μην είναι ευχαριστημένη η πλειοψηφία και να υποτάσσεται ουσιαστικά στη μειοψηφία.
Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η αναρχική συναίνεση/ομοφωνία, σε ένα πλαίσιο συνελεύσεων της κοινωνικής βάσης, είναι ένας καθ’ όλα αμεσοδημοκρατικός τρόπος λήψης αποφάσεων που αναδεικνύει το άτομο και ταυτόχρονα τη συλλογικότητα, σέβεται τις μειοψηφίες και προωθεί το δικαίωμα πραγματικής έκφρασης όλων (ουδεμία σχέση με την τυπική «ελευθερία του λόγου» ή «ελευθερία του Τύπου», του φιλελευθερισμού). Δημιουργούνται ωστόσο προβλήματα, στο όνομα του σεβασμού της ατομικής αυτονομίας και του πλουραλισμού ως αυτοσκοπού, τα οποία πιστεύουμε ότι σε κάποιο σημείο θα μπορούσαν να επιλυθούν με χρήση ψηφοφορίας στο τελικό στάδιο.
 
Παραθέτουμε αποσπάσματα από το βιβλίο του David Graeber «Fragments of an Anarchist Anthropology» (μετάφραση δική μας, το βιβλίο όμως υπάρχει και μεταφρασμένο):
«….. Οι περισσότερες αναρχικές συλλογικότητες λειτουργούν με βάση την διαδικασία της συναίνεσης (consensus), η οποία έχει αναπτυχθεί έτσι ώστε να λειτουργεί ως αντίβαρο (το ακριβώς αντίθετο) στις αυταρχικές, διχαστικές, και σεχταριστικές διαδικασίες οι οποίες είναι δημοφιλείς στις υπόλοιπες ριζοσπαστικές ομάδες. Εφαρμοσμένη στη θεωρία, σημαίνει αποδοχή της ανάγκης για ποικιλομορφία στις θεωρητικές προσεγγίσεις, και ένωση των ατόμων που τις εκφράζουν κάτω από συγκεκριμένες κοινές δεσμεύσεις και αντιλήψεις. Στη διαδικασία της συναίνεσης, όλοι συμφωνούν από την αρχή σε συγκεκριμένες αρχές ενότητας και λόγους για την συμμετοχή τους στη συλλογικότητα. Αλλά πέρα από αυτό οι συμμετέχοντες επιπλέον αποδέχονται ότι κανένας δεν θα επιβάλλει στον άλλο την δική του άποψη και ούτε θα προσπαθήσουν να κάνουν κάτι τέτοιο. Έτσι η συζήτηση θα πρέπει να παραμένει εστιασμένη στις δράσεις της συλλογικότητας,  και να αποφασίσει ένα πλάνο με το οποίο όλοι μπορούν να ζήσουν και να συμφωνούν, χωρίς να αισθάνεται κάποιο μέλος της ομάδας ότι παραβιάζονται(violation) οι αρχές του. Ο οποιοσδήποτε μπορεί να παρατηρήσει έναν παραλληλισμό εδώ πέρα: ένα σύνολο από άτομα με διαφορετικές προσεγγίσεις, ενωμένο υπό την κοινή τους επιθυμία για κατανόηση της κοινωνικής κατάστασης και κατεύθυνσής αυτής σε μεγαλύτερη ελευθερία. Παρά να προσπαθούν να αποδείξουν τις θέσεις και τις αρχές των υπολοίπων ως λανθασμένες, προσπαθούν να βρουν ανάλογες δράσεις έτσι ώστε να στηρίξουν/ενισχύσουν(reinforce) τις ανάγκες και τις αρχές των άλλων
«….. η παραδοχή πίσω από την ομαλή εφαρμογή της ομοφωνίας είναι ότι κανένας από τους συμμετέχοντες δεν θα πρέπει καν να προσπαθήσει να αλλάξει τη γενικότερη άποψη κάποιου άλλου. Το νόημα της διαδικασίας της ομοφωνίας είναι να δοθεί η δυνατότητα στη συλλογικότητα να αποφασίσει μία κοινή δράση. Αντί να ψηφίζονται προτάσεις, συζητιούνται, επεξεργάζονται και τροποποιούνται οι ήδη υπάρχουσες (ή τίθενται νέες προτάσεις από την αρχή) έτσι ώστε να καταλήξει η συλλογικότητα σε κάποιες προτάσεις με τις οποίες όλοι οι συμμετέχοντες μπορούν να ζήσουν (εννοεί μάλλον, να καταλήξουν σε κάποια απόφαση η οποία ικανοποιεί όλους τους συμμετέχοντες). Στο τελικό στάδιο της διαδικασίας, «ανακαλύπτοντας την συναίνεση/ομοφωνία» (“finding consensus”) υπάρχουν δύο διαφορετικοί τρόποι με τους όποιους κάποιος μπορεί να εκφράσει τυχόν ενστάσεις για τις αποφάσεις της συλλογικότητας: ο πρώτος τρόπος είναι το άτομο που ενίσταται να αποχωρήσει από την διαδικασία, όπου με αυτόν τον τρόπο δηλώνει ότι  διαφωνεί με τις αποφάσεις της συνέλευσης και δεν θα συμμετέχει αλλα ταυτόχρονα δεν θα εμποδίσει κάποιον από το να συμμετέχει στις αποφάσεις αυτές, και ο δεύτερος τρόπος είναι να μπλοκάρει την διαδικασία θέτοντας βέτο. Οποιοσδήποτε έχει το δικαίωμα να μπλοκάρει την διαδικασία σε περίπτωση που θεωρήσει ότι παραβιάζονται οι θεμελιώδεις αρχές και οι λόγοι για τους όποιους είναι μέλος της συλλογικότητας.
Κάποιος θα μπορούσε να μελετήσει πιο βαθειά τις εκπληκτικά πολύπλοκες μεθόδους που έχουν αναπτυχθεί για να διασφαλιστεί το εγχείρημα της ομοφωνίας. Θα μπορούσε να το μελετήσει υπό την σκοπιά της προσαρμογής της διαδικασίας της ομοφωνίας όταν η συλλογικότητα έχει πολύ μεγάλο αριθμό ατόμων. Ή θα μπορούσε να μελετήσει τον τρόπο με τον οποίο η ίδια η ομοφωνία ενισχύει την θεμελιώδη αρχή της αποκέντρωσης, διασφαλίζοντας ότι κάποιος δεν θα φέρει προτάσεις ενώπιον μιας πολύ μεγάλης συλλογικότητας, εκτός και αν είναι αναγκασμένος να το κάνει για λόγους εξασφάλισης της ισότητας των δύο φύλων και της επίλυσης των συγκρούσεων. Το νόημα σε αυτήν την μορφή άμεσης δημοκρατίας είναι ότι είναι πολύ διαφορετική σε σχέση με τις μορφές που συνήθως συσχετίζουμε τον όρο της άμεσης δημοκρατίας
«… σε όλον τον κόσμο παρατηρούμε ότι οι κοινότητες(communities) ισότητας, έχουν προτιμήσει να αποφασίζουν χρησιμοποιώντας κάποια μορφή της διαδικασίας της ομοφωνίας. Γιατί όμως; Η εξήγηση που προτείνω εγώ είναι η εξής: είναι ευκολότερο, σε μία κοινότητα όπου τα μέλη της βρίσκονται πρόσωπο με πρόσωπο, να ανακαλύψεις τι θέλουν να κάνουν τα περισσότερα μέλη της κοινότητας, παρά να προσπαθήσεις να ανακαλύψεις πώς θα πείσεις αυτούς που διαφωνούν με τις αποφάσεις. Η λήψη αποφάσεων με την διαδικασία της ομοφωνίας είναι συνηθισμένη στις κοινωνίες όπου δεν υπάρχει περίπτωση να εξαναγκαστεί  μία μειοψηφία(μειονότητα) να συμφωνήσει με τις αποφάσεις της πλειοψηφίας (και αυτό είτε γιατί δεν υπάρχει κράτος(state)  το οποίο έχει μονοπώλιο στις δυνάμεις εξαναγκασμούς είτε γιατί το κράτος δεν έχει καμία σχέση με τις αποφάσεις που παίρνονται σε τοπικό επίπεδο). Από τη στιγμή λοιπόν που δεν υπάρχει περίπτωση να εξαναγκαστεί κάποιος που διαφωνεί με τις αποφάσεις της πλειοψηφίας να τις ακολουθήσει, τότε το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε κάποιος(που συμμετέχει στη συλλογικότητα) να κάνει, είναι να αποφασίσει με ψήφο: ένας δημόσιος διαγωνισμός κατά τον οποίο κάποιος φαίνεται να χάνει(τον διαγωνισμό). Η ψηφοφορία είναι το μέσο το οποίο μπορεί να εγγυηθεί ταπεινώσεις, δυσαρέσκειες, μίση και στο τέλος την καταστροφή των κοινοτήτων. Η διαδικασία λήψης αποφάσεων με ομοφωνία μπορεί να φαίνεται περίπλοκη και δύσκολη, αλλά επί της ουσίας είναι μία μακρά διαδικασία η οποία εξασφαλίζει ότι κανένας δεν θα φύγει από τη διαδικασία αισθανόμενος ότι οι απόψεις του έχουν αγνοηθεί παντελώς. »

Παραθέτουμε αποσπάσματα από το κείμενο του Ralf Burnicki «Anarchist Consensual Democracy» (είναι απομαγνητοφωνημένο κείμενο, μετάφραση δική μας):
«Εάν ήθελα να περιγράψω την αναρχική θεμελιώδη αρχή ή αλλιώς το μοντέλο της συναίνεσης, ίσως να ήταν βοηθητικό να την περιγράψω στην αρχή ως μοντέλο λήψης ανεξάρτητων αποφάσεων ή ως θεωρία άμεσης δημοκρατίας. Το μοντέλο αναφέρεται στην εγγενή αξία των πολιτικών αποφάσεων, και με αυτό εννοούμε ότι ο τρόπος με τον οποίο λαμβάνεται μία πολιτική απόφαση τίθεται στο επίκεντρο. Η «συναίνεση/ομοφωνία» ετυμολογικά κατάγεται από τις έννοιες της «συμφωνίας» και της «ομόνοιας/συνεννόησης». Η συναίνεση, επειδή είναι ανεξάρτητη(η διαδικασία λήψης αποφάσεων) από οποιαδήποτε κυριαρχία και αναφέρεται σε μία διαδικασία λήψης αποφάσεων η οποία προκύπτει από την πραγματική επικοινωνία, είναι σημαντική για την λήψη σοβαρών/συμπαγών(concrete) αποφάσεων(μάλλον εννοεί τις αποφάσεις που αφορούν σημαντικά ζητήματα ή ζητήματα τα οποία δεν αφορούν πχ το τι φάμε σήμερα). Στην θεωρία της άμεσης δημοκρατίας, διαδικασίες λήψεων «συμπαγών» αποφάσεων αφορούν για παράδειγμα, ερωτήματα για το πώς μπορούμε να παράγουμε κάτι. Παραδείγματα: πώς μπορούμε να κατασκευάσουμε έναν δρόμο; Πώς μπορούμε να δημιουργήσουμε μία κολεκτίβα; Μελετώντας την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, μία μορφή πολιτεύματος της οποίας κύριο χαρακτηριστικό είναι τα αντιπροσωπευτικά συστήματα, φαίνεται ξεκάθαρα ότι οι μεγάλες μάζες του λαού  οι οποίες επηρεάζονται άμεσα από αυτού του είδους τα συστήματα και τις αποφάσεις, αγνοούνται.
Αντίθετα, η θεμελιώδης αναρχική αρχή της δημοκρατίας με ομοφωνία προβλέπει μία πολύ διαφορετική αρχή η οποία είναι γίνεται αντιληπτή/κατανοητή με δύο τρόπους. Πρώτον, στην αναρχική συναινετική δημοκρατία, τα άτομα τα οποία επηρεάζονται από τις αποφάσεις λαμβάνονται υπόψη σε αυτές(δηλαδή μπορούν να συμμετέχουν στις διαδικασίες λήψης αυτών και να συνδιαμορφώνουν με τους υπόλοιπους). Δεύτερον, όλα τα άτομα τα οποία δυσαρεστούνται από μία απόφαση, τους αποκαλώ αμφισβητίες, έχουν το δικαίωμα να θέσουν βέτο κατά τη διάρκεια της διαδικασίας λήψης αποφάσεων. Αυτό το δικαίωμα τους επιτρέπει να ακυρώσουν μία απόφαση έτσι ώστε η συζήτηση(και η όλη διαδικασία) να ξεκινήσει από την αρχή. ……. Ο στόχος της συναίνεσης είναι να εκλείψουν οι υπερισχύουσες/κυριαρχικές(overriding) αποφάσεις της πλειοψηφίας (εννοεί μάλλον, να εκλείψει το φαινόμενο της επιβολής των αποφάσεων της πλειοψηφίας στη μειοψηφία)
«… Επομένως αυτό που μας ενδιαφέρει είναι μία κριτική στο Κράτος(το γράφω με κεφαλαίο «Κ» γιατί έτσι το έχει και στο κείμενο δηλαδή ως State) που απαιτεί, όπως και η δημοκρατία, ο κύριος στόχος της πολιτικής να είναι τα συμφέροντα του λαού. Επειδή όμως αυτό δεν ισχύει στην πραγματικότητα, οι αναρχικοί ασκούν κριτική αντίστοιχα στο Κράτος. Επιπλέον, αυτό το Κράτος το οποίο σταθερά παράγει κυβερνήσεις, επιπλέον έχει μονοπώλιο στη βία. Αυτό εκδηλώνεται  με το ότι επιτρέπει στο ίδιο να χρησιμοποιήσει βία εναντίον των εχθρών του ή εναντίον των ανθρώπων που δεν ανταποκρίνονται στις «δεοντολογικές/κανονιστικές(normative)» ιδέες, ενώ ταυτόχρονα απαγορεύει σε οποιονδήποτε άλλο να χρησιμοποιήσει βία. Το πλήθος είναι εντελώς εκτεθειμένο χωρίς να κατέχει κανένα μέσο άμυνας. Η άσκηση βίας είναι μοναδικό προνόμιο του Κράτους, και αυτό είναι άδικο. Η αναρχία είναι εμπνευσμένη ως μία μορφή οργάνωσης της κοινωνίας, αντί-κυβερνητική και αντί-καπιταλιστική, και ασχολείται/ενδιαφέρεται μόνο με την βάση του λαού(base level of population). Κάθε λαός/πλήθος παίρνει αποφάσεις οι οποίες βασίζονται στις ανάγκες των ανθρώπων και παίρνονται από αυτούς που επηρεάζονται από αυτές τις αποφάσεις. Έτσι, αν είναι αναγκαίο να παρθεί μία απόφαση, τότε αυτή λαμβάνεται σε μικρό-επίπεδο(micro level), και η διαδικασίας λήψης αυτής της απόφασης οργανώνεται από τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους(αυτούς που επηρεάζονται από την απόφαση αυτήν)
«…. Μία συναινετική δημοκρατία δεν μπορεί να λειτουργήσει εφαρμοζόμενη σε πληθυσμό εκατομμυρίων. Η αποκεντρωμένη οργάνωση της κοινωνίας είναι απαραίτητη, η επιστροφή της πολιτικής και των αποφάσεων που αφορούν τοπικές και κοινοτικές συνθήκες πίσω στις κολεκτίβες. Αυτό διασφαλίζει ότι οι αποφάσεις κάθε φορά θα ελέγχονται από τα άτομα και ότι θα είναι προσβάσιμες οποιαδήποτε στιγμή. Οι αποφάσεις μπορούν να αλλάξουν εάν οι ανάγκες των ατόμων αλλάξου, μπορούν να ανακληθούν οποιαδήποτε στιγμή. Θα πρέπει όμως να έχουμε κατά νου, ότι μπορούν να παρθούν και αποφάσεις μεταξύ διαφορετικών περιφερειών/κολεκτίβων(interregional decisions), όπως είναι για παράδειγμα η κατασκευή ενός δρόμου ή το δίκτυο ηλεκτροδότησης. …… ……..
Για να συντονιστούν τα κοινά ενδιαφέροντα(τα τρέχοντα ζητήματα, αυτά τα θέματα που απασχολούν πολύ κόσμο και χαίρουν λύσης) των ανθρώπων, μπορούν να αναδειχθούν κάποιες επιτροπές διαμεσολάβησης μεταξύ των διαφορετικών κοινοτήτων ή περιοχών. Αυτές οι επιτροπές προσπαθούν να παρουσιάσουν λύσεις ή να κάνουν συστάσεις για την λύση ενός προβλήματος. Αυτές οι συστάσεις έρχονται κατευθείαν από τις ρίζες των ομάδων και των κολεκτίβων(δηλαδή κατευθείαν από τα άτομα αυτά καθαυτά). Αυτό είναι σημαντικό μόνο όταν, οι υποδείξεις/προτάσεις αυτές έχουν συναποφασιστεί από όλους τους συμμετέχοντες(στην κολεκτίβα), από όλα τα άτομα. Με αυτόν τον τρόπο μία ομάδα η οποία εκφράζει διαφωνίες δεν θα αγνοηθεί. Οι ενδιάμεσες επιτροπές δεν έχουν κανένα δικαίωμα να υποβάλουν ως αποφάσεις ή υποδείξεις την κολεκτίβας που εκπροσωπούν τις δικές τους αποφάσεις(των συγκεκριμένων ατόμων που απαρτίζουν την επιτροπή εκπροσώπησης), όπως επίσης δεν έχουν κάποιο δικαίωμα στο να αποφασίσουν αυτές για το τι θα γίνει τελικά όσον αφορά το ζήτημα που συζητιέται (η παραπάνω πρόταση δεν αποτελεί αυτούσια μετάφραση κάποιας πρότασης αλλά μία περίληψη μερικών προτάσεων του κειμένου)

Ολόκληρο το κείμενο (στο οποίο υπάρχουν και παραδείγματα, και περιγράφονται πιο αναλυτικά κάποια πράγματα) μπορείτε να το βρείτε στο παρακάτω link: http://www.republicart.net/disc/aeas/burnicki01_en.htm

Παραθέτουμε απόσπασμα από το βιβλίο του Murray Bookchin «Κοινωνικός Αναρχισμός ή Life Style Αναρχισμός: Ένα αγεφύρωτο χάσμα»:
«……..Αν η ατομική «αυτονομία» προέχει οποιασδήποτε στράτευσης σε μια «συλλογικότητα», δεν υπάρχει οποιαδήποτε βάση για έναν κοινωνικά θεσπισμένο συντονισμό λήψης αποφάσεων ή ακόμη και διοικητικό συντονισμό. Το κάθε άτομο, που περιέχεται στη δική του «αυτονομία» είναι ελεύθερο να κάνει ότι θέλει – προφανώς, ακολουθώντας την παλιά φιλελεύθερη φόρμουλα, αν δεν εμποδίζει την «αυτονομία» των άλλων. Ακόμη και η δημοκρατική λήψη αποφάσεων απορρίπτεται ως εξουσιαστική. «Η δημοκρατική διακυβέρνηση παραμένει διακυβέρνηση» προειδοποιεί η Brown. «Ενώ επιτρέπει μεγαλύτερη συμμετοχή των ατόμων στην κυβέρνηση απ’ ότι επιτρέπεται στη μοναρχία ή στην ολοκληρωτική δικτατορία, αφορά εγγενώς ακόμη την καταπίεση των βουλήσεων κάποιων ανθρώπων. Αυτό έρχεται ξεκάθαρα σε ρήξη με το υπαρξιακό άτομο, που πρέπει να διατηρήσει την ακεραιότητα της βούλησής του ώστε να είναι υπαρξιακά ελεύθερο». Όντως, τόσο υπερβατολογικά ιερή είναι η βούληση του αυτόνομου ατόμου, κατά την άποψη της Brown που παραθέτει επιδοκιμάζοντας τον ισχυρισμό του Peter Marshall ότι, σύμφωνα με τις αναρχικές αρχές, «η πλειοψηφία δεν έχει πλέον δικαίωμα να επιβάλλεται στη μειοψηφία, ακόμη και στην μειοψηφία του ενός, παρά η μειοψηφία στην πλειοψηφία».
Υποτιμώντας τις ορθολογικές, διαμεσολαβητικές από το λόγο και άμεσο-δημοκρατικές διαδικασίες για τη συλλογική λήψη αποφάσεων ως «επιβολή» και «διακυβέρνηση», επιβραβεύει το δικαίωμα μιας μειοψηφίας ενός ηγεμονικού εγώ να απορρίπτει την απόφαση της πλειοψηφίας. Αλλά το γεγονός παραμένει ότι μία ελεύθερη κοινωνία είτε θα είναι δημοκρατική ή δεν θα επιτευχθεί καθόλου. Στην ίδια την υπαρξιακή κατάσταση, αν θέλετε, μιας αναρχικής κοινωνίας – μια άμεση ελευθεριακή δημοκρατία – οι αποφάσεις θα παίρνονταν σίγουρα ακολουθώντας μια ανοιχτή συζήτηση. Έπειτα η μειοψηφία που θα καταψηφίζονταν – ακόμη και η μειοψηφία του ενός – θα είχε όσες ευκαιρίες ήθελε να αντιπαραθέσει επιχειρήματα για να προσπαθήσει να αλλάξει αυτή την απόφαση. Η λήψη αποφάσεων με ομοφωνία, από την άλλη μεριά, καθιστά αδύνατο ένα συνεχιζόμενο διάλογο – την πολύ σημαντική διαδικασία της συνεχούς ανταλλαγής απόψεων, της διαφωνίας, της πρόκλησης και της αντί-πρόκλησης, χωρίς τις οποίες η κοινωνική καθώς και η ατομική δημιουργικότητα θα ήταν αδύνατες.
Το να λειτουργείς στη βάση της ομοφωνίας, αν σημαίνει κάτι για τη σημαίνουσα λήψη αποφάσεων είναι το εξής: είτε θα χειραγωγηθεί από μία μειοψηφία είτε θα καταρρεύσει εντελώς. Και οι αποφάσεις που παίρνονται ενσωματώνουν το χαμηλότερο κοινό παρανομαστή απόψεων και συγκροτούν το ελάχιστο δημιουργικό επίπεδο συμφωνίας. Μιλώ εδώ μέσα από μακρές και επίπονες διαδικασίες με τη χρήση της ομοφωνίας στην Clamshell Alliance της δεκαετίας του 1970. Ακριβώς τη στιγμή που το ημι-αναρχικό αντί-πυρηνικό κίνημα ήταν στην ακμή του, με χιλιάδες ακτιβιστές, καταστράφηκε μέσα από τη χειραγώγηση της ομοφωνίας από μία μειοψηφία. Η «τυραννία της απουσίας δομών» που η ομόφωνη λήψη αποφάσεων επέτρεψε σε κάποιους λίγους που ήταν καλά οργανωμένοι να ελέγξουν τους δυσκίνητους, αποθεσμοποιημένους και ευρέως ανοργάνωτους πολλούς μέσα στο κίνημα.
Η εμμονή για την επίτευξη της ομοφωνίας εμπόδιζε την ανταλλαγή απόψεων και τη δημιουργική τόνωση της συζήτησης, μέσα από ιδέες που θα μπορούσαν να αποφέρουν νέες προοπτικές για εξέλιξη. Σε οποιαδήποτε κοινότητα, ο διάλογος – και τα αντιφρονούντα άτομα – εμποδίζουν την κοινότητα να μένει στάσιμη. Υποτιμητικές λέξεις όπως «επιβάλλομαι» και «κυριαρχώ» κανονικά αναφέρονται στη σιωπή των διαφωνούντων, όχι στην εφαρμογή της δημοκρατίας. ειρωνικά θα έλεγα,  ότι είναι η ομόφωνη «γενική βούληση» που θα μπορούσε, κατά την αξιομνημόνευτη φράση του Ρουσσώ από το Κοινωνικό Συμβόλαιο, «να εξαναγκάσει τους ανθρώπους να είναι ελεύθεροι»……»

Βιβλιογραφία:
[1] Ralf Burnicki, «Anarchist Consensual Democracy» , http://www.republicart.net/disc/aeas/burnicki01_en.htm
[2] David Graeber, «Fragments of an Anarchist Anthropology», http://periferiesurbanes.org/wp-content/uploads/2010/10/paradigm14.pdf
[3] Murray Bookchin «Κοινωνικός Αναρχισμός ή Life Style Αναρχισμός: Ένα αγεφύρωτο χάσμα»
[4] http://p2pfoundation.net/Consent_vs._Consensus
[5] http://en.wikipedia.org/wiki/Anarchist_law#Consensus-based_social_contracts
[6] http://www.anarchy.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=272&Itemid=66&limit=1&limitstart=2

 
Πηγή: Φόρουμ athens.indymedia.org

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *