Ernesto ‘Che’ Guevara

Ο Ερνέστο Γκεβάρα γεννήθηκε στο Ροσάριο της Αργεντινής, γιος της Σέλια ντε λα Σέρνα και του Ερνέστο Γκεβάρα Λιντς, το μεγαλύτερο από τα συνολικά πέντε παιδιά της οικογένειας. Σύμφωνα με το πιστοποιητικό γέννησής του, γεννήθηκε στις 14 Ιουνίου 1928. Κατά τον βιογράφο του, Τζον Λι Άντερσον, η πραγματική ημερομηνία γέννησής του τοποθετείται νωρίτερα, στις 14 Μαΐου του ίδιου έτους. Η άποψη αυτή στηρίζεται σε μαρτυρία μίας αστρολόγου, στην οποία φέρεται να εξομολογήθηκε η μητέρα του πως ήταν ήδη τριών μηνών έγκυος όταν παντρεύτηκε τον Ερνέστο Γκεβάρα Λιντς.
Η οικογένεια του ήταν μια από τις οικογένειες της αργεντινής ολιγαρχίας, με ισπανικές και ιρλανδικές καταβολές. Παρόλα αυτά οι γονείς του νεαρού Ερνέστο δεν απέφευγαν καθόλου την επαφή με ανθρώπους χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων. Πολλά μέλη της ολιγαρχίας θεωρούσαν προκλητικό αυτό τον τρόπο ζωής επειδή το ζεύγος Γκεβάρα έδειχνε φανερά ότι σεβόταν και δεχόταν προοδευτικές ιδέες. O πατέρας του χαρακτηρίζεται ως τυχοδιώκτης, που εγκατέλειψε τις αρχικές του σπουδές αρχιτεκτονικής, προκειμένου να δραστηριοποιηθεί στον επιχειρηματικό χώρο, ενώ η μητέρα του υπήρξε ένθερμη καθολική που αργότερα όμως μεταστράφηκε στο φιλελευθερισμό της αριστεράς.





Ο Ερνέστο Γκεβάρα σε ηλικία τριών ετών
Ο Ερνέστο ήταν μόλις δύο ετών όταν διαπιστώθηκε ότι πάσχει από άσθμα. Η ασθένεια αυτή τον συνόδεψε όλη του τη ζωή και συνέβαλε σημαντικά στην εξέλιξη της προσωπικότητάς του. Αντί να προφυλάσσεται, προσπαθούσε να σκληραγωγηθεί μέσω του αθλητισμού. Σε ηλικία εννέα ετών, παρουσίασε βαριά επιπλοκή στο άσθμα που τον ταλαιπωρούσε και διαπιστώθηκε «σπαστικός βήχας». Εξαιτίας της κατάστασης της υγείας του, δεν φοίτησε κανονικά στο σχολείο. Αρχικά, έμαθε να γράφει και να διαβάζει από την μητέρα του, ενώ αργότερα φοίτησε στο δημόσιο σχολείο ολοκληρώνοντας κανονικά μόνο τη δεύτερη και τρίτη τάξη, παρακολουθώντας τα μαθήματα των υπολοίπων όταν του επέτρεπε η υγεία του και μελετώντας κυρίως στο σπίτι.

Στην παιδική του παρέα υπήρχαν παιδιά από διάφορα κοινωνικά στρώματα της περιοχής. Ήδη τότε φανερώθηκε το χάρισμα και η κοινωνικότητα του Γκεβάρα, χαρίσματα τα οποία καλλιεργούσαν συνεχώς οι γονείς του. Ήταν πλέον καθημερινό το φαινόμενο να μπαινοβγαίνουν τα παιδιά της γειτονιάς και της περιοχής συνεχώς στο σπίτι των γονέων του. O Γκεβάρα ήταν παράλληλα σοβαρό και εσωστρεφές αγόρι, το οποίο από νωρίς άρχισε να ενδιαφέρεται για τη λογοτεχνία. Κατά την περίοδο της εφηβείας του, έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ποίηση και ειδικότερα για το έργο του Πάμπλο Νερούδα, ενώ συγχρόνως έγραφε και ο ίδιος ποιήματα σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Τα λογοτεχνικά του ενδιαφέροντα εκτείνονταν από κλασικά έργα του Τζακ Λόντον ή του Ιουλίου Βερν μέχρι πραγματείες του Σίγκμουντ Φρόυντ και του Μπέρτραντ Ράσελ. Σύμφωνα με τον πατέρα του, «όταν έγινε δώδεκα χρονών κατείχε μία παιδεία που αναλογούσε σε έναν νέο δεκαοκτώ ετών, ενώ η βιβλιοθήκη του ήταν γεμάτη από κάθε είδους βιβλία περιπέτειας και ταξιδιωτικά μυθιστορήματα». Σε μεγαλύτερη ηλικία, ανέπτυξε επίσης ενδιαφέρον για τη φωτογραφία.

☆To 1942 εγγράφηκε στο δημόσιο λύκειο Ντέαν Φούνες της Κόρδοβα. Οι σχολικοί του βαθμοί υπήρξαν πολύ καλοί στη λογοτεχνία, την ιστορία και τη φιλοσοφία, αλλά και πολύ κακοί στην αγγλική γλώσσα, τα μαθηματικά και τη φυσική ιστορία. Την ίδια περίοδο ξεκίνησε να συντάσσει ένα είδος φιλοσοφικού λεξικού, καταγράφοντας τα αναγνώσματά του ή κρατώντας σημειώσεις σχετικά με αυτά. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του στο λύκειο, αποφάσισε να συνεχίσει τις σπουδές του στον τομέα της εφαρμοσμένης μηχανικής. Γράφτηκε στη Σχολή Εφαρμοσμένης Μηχανικής του πανεπιστημίου του Μπουένος Άιρες και για ένα διάστημα εργάστηκε στην κατασκευή δημοσίων έργων, κυρίως σε μικρές πόλεις. Η ασθένεια της γιαγιάς του, Άνας, η οποία είχε υποστεί εγκεφαλική αιμορραγία και κατόπιν ημιπληγία, τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την εργασία του προκειμένου να την φροντίσει κατά τις τελευταίες μέρες της ζωής της. Τόσο η δική της κατάσταση, που οδήγησε στο θάνατό της, όσο και η προσωπική του εμπειρία με το άσθμα τον επηρέασαν βαθιά, και πιθανώς συνέβαλαν στην απόφαση του να ασχοληθεί τελικά με την ιατρική.

☆Το 1948 γράφτηκε στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου του Μπουένος Άιρες όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 1953, χωρίς όμως να ακολουθήσει την κλινική πρακτική που απαιτείτο προκειμένου να είναι σε θέση να εξασκήσει το επάγγελμα του γιατρού. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του, στα τέλη του 1950, εξασφάλισε άδεια ώστε να εργαστεί ως νοσοκόμος σε εμπορικά πλοία του αργεντινού στόλου. Τους επόμενους μήνες πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια στην νότια και στην κεντρική Αμερική, στη διάρκεια των οποίων έζησε από κοντά της κοινωνικές συνθήκες στις λατινοαμερικανικές χώρες. Επηρεασμένος από τις εμπειρίες αυτές, άρχισε να ασχολείται όλο και περισσότερο με τα πολιτικά ζητήματα και τον Μαρξισμό.

Μετά την αποφοίτησή του από την ιατρική σχολή του πανεπιστημίου του Μπουένος Άιρες, ο Γκεβάρα ταξίδεψε στη Γουατεμάλα, με ενδιάμεσους σταθμούς τη Βολιβία, το Περού, τον Παναμά, την Κόστα Ρίκα, τη Νικαράγουα και το Ελ Σαλβαδόρ. Εκεί γνώρισε την Περουβιανή οικονομολόγο Ίλδα Γκαδέα, η οποία εργαζόταν στην κρατική υπηρεσία του Ινστιτούτου Προώθησης της Παραγωγής. Η Γκαδέα ήταν εξόριστη εξαιτίας της συμμετοχής της στη Λαϊκή Επαναστατική Αμερικανική Συμμαχία (American Popular Revolutionary Alliance, APRA) του Περού, και διέθετε γνωριμίες με πολιτικά πρόσωπα. Με τη βοήθειά της, ο Γκεβάρα ήρθε σε επαφή με ένα ευρύ κύκλο εξόριστων και αριστερών διανοουμένων. Κατά το δεύτερο μήνα της παραμονής του στη χώρα, και ενώ η πολιτική της κατάσταση εντεινόταν λόγω των μεταρρυθμίσεων του φιλελεύθερου λαϊκού καθεστώτος του προέδρου Χάκομπο Άρμπενς (Jacobo Albenz Guzmán), ο Γκεβάρα πραγματοποίησε τις πρώτες του επαφές με πολιτικούς της κυβέρνησης. Στις 15 Φεβρουαρίου του 1954 ανέφερε σε επιστολή του προς τη θεία του πως είχε λάβει οριστικά θέση υπέρ της κυβέρνησης της Γουατεμάλας, επιλέγοντας το κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα (Partido Guatemalteco de Trabajo) και σχετιζόμενος με άλλους αριστερούς διανοούμενους. Στα τέλη του ίδιου μήνα, κατέγραψε επίσης την πολύ κακή οικονομική του κατάσταση.

Για ένα σύντομο διάστημα, ο Γκεβάρα εγκατέλειψε τη Γουατεμάλα και μετέβη στο Ελ Σαλβαδόρ, προκειμένου να ανανεώσει τη βίζα παραμονής του. Λίγο μετά την επιστροφή του, επιχειρήθηκε από τη CIA ένοπλη δράση, με επικεφαλής το συνταγματάρχη Κάρλος Καστίγιο Άρμας, για την ανατροπή της κυβέρνησης του Άρμπενς και με αφορμή την άφιξη ενός πλοίου με όπλα από την Τσεχοσλοβακία. Ο Γκεβάρα συμμετείχε στην ένοπλη πολιτοφυλακή της κομμουνιστικής νεολαίας που αντιστάθηκε, αλλά παρά τη διάθεσή του να αγωνιστεί στο μέτωπο, κατετάγη τελικά ως γιατρός. Στις 27 Ιουνίου, ο Άρμπενς ανακοίνωσε την παραίτησή του και αναζήτησε άσυλο στη μεξικανική πρεσβεία. Ο Γκεβάρα, επίσης καταζητούμενος του νέου καθεστώτος, αναζήτησε άσυλο στην πρεσβεία της Αργεντινής κατόπιν προτροπής του φίλου του, Σάντσες Τοράνσο. Οι πολιτικές εξελίξεις στη Γουατεμάλα σημάδεψαν βαθιά τον Γκεβάρα και η εμπειρία που αποκόμισε στη χώρα χαρακτηρίζεται ως σημείο πολιτικής καμπής για τον ίδιο.



Επανάσταση στην Κούβα
Στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1954, ο Γκεβάρα ταξίδεψε στο Μεξικό, που αποτελούσε κοινό προορισμό εξόριστων Λατινοαμερικανών, από χώρες όπως το Πουέρτο Ρίκο, το Περού, η Βενεζουέλα, η Γουατεμάλα και η Κούβα. Στην πόλη του Μεξικού, συνάντησε τον Κουβανό εξόριστο Νίκο Λόπες, γνώριμό του από την περίοδο της παραμονής του στη Γουατεμάλα, ενώ επανασυνδέθηκε και με την Ίλδα Γκαδέα. Προκειμένου να συντηρείται οικονομικά, εργάστηκε ως γιατρός και ως φωτογράφος, εν μέσω πολλαπλών επαγγελματικών κρίσεων και οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπισε κατά διαστήματα. Το καλοκαίρι του 1955, ήρθε σε επαφή με τον αδελφό του Φιντέλ Κάστρο, Ραούλ, από τον οποίο πληροφορήθηκε την επικείμενη άφιξη του Κάστρο στο Μεξικό. Στις αρχές Ιουλίου του 1955, o Γκεβάρα συνάντησε για πρώτη φορά τον Φιντέλ Κάστρο, o οποίος ήταν αρχηγός των “Moνκαντίστας”, και είχε καταφύγει στο Μεξικό μετά την αποφυλάκισή του, αποτέλεσμα της χάρης που του δόθηκε από τον Μπατίστα. Την πρώτη συνάντησή τους ακολούθησαν πολυάριθμες συναντήσεις και συζητήσεις γύρω από την πολιτική κατάσταση στη Λατινική Αμερική και το ενδεχόμενο της οργάνωσης μίας επανάστασης ενάντια στη δικτατορία του Μπατίστα. Την ίδια περίπου περίοδο, η Γκαδέα του ανακοίνωσε πως ήταν έγκυος και ο Γκεβάρα της πρότεινε γάμο, ο οποίος τελέστηκε τελικά στις 18 Αυγούστου 1955, στο ληξιαρχείο του μεξικανικού χωριού Τεποτσοτλάν.

Πεπεισμένος πως ο Κάστρο είχε τις προϋποθέσεις να αποτελέσει ένα χαρισματικό ηγέτη της κουβανικής επανάστασης, ο Γκεβάρα συμμετείχε στο κίνημα της 26ης Ιουλίου (ισπ. Movimiento 26 de Julio, M-26-7), με στόχο την ένοπλη δράση για την ανατροπή του κουβανικού καθεστώτος. Ο Γκεβάρα συμφώνησε να τους συνοδεύσει με την ιδιότητα του γιατρού, ωστόσο έλαβε κανονικά μέρος στην στρατιωτική εκπαίδευση των ανταρτών, το βασικό στάδιο της οποίας ξεκίνησε στις αρχές του 1956, υπό τις οδηγίες του Μεξικανού παλαιστή Αρσάνιο Βαγένας σε ζητήματα εκγύμνασης και αυτοάμυνας, καθώς και του πρώην συνταγματάρχη του Ισπανικού Δημοκρατικού Στρατού, Αλπέρτο Μπάγιο. Στα απομνημονεύματα του Μπάγιο, πληροφορούμαστε πως ο Γκεβάρα επέδειξε μεγάλη θέληση κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης, αποτελώντας τον καλύτερο μαθητή του. Την ίδια περίοδο, θεωρείται πιθανό πως απέκτησε το παρωνύμιο Τσε (Che), εξαιτίας της συχνής χρήσης της λέξης che (φίλος ή και επιφώνημα: Ε εσύ!) που έκανε ο ίδιος μιλώντας, έκφραση που αν και είχε εισαχθεί στη γλώσσα των Αργεντινών, φαινόταν αστεία στους Κουβανούς.

Στις 25 Νοεμβρίου του 1956, 82 επαναστάτες, μεταξύ αυτών και ο Τσε Γκεβάρα, ταξίδεψαν με το πλοιάριο Granma, από τον ποταμό Τούξπαν του Mεξικoύ με προορισμό την Κούβα, στην οποία έφθασαν τελικά στις 2 Δεκεμβρίου. Κατά την απόβασή τους, δέχθηκαν επίθεση από τα στρατεύματα του καθεστώτος, από την οποία επέζησαν 15-20 αντάρτες που κατάφεραν να ανασυνταχθούν και να καταφύγουν στα βουνά της Σιέρα Μαέστρα. Με σημείο εκκίνησης την επίθεση αυτή, ο ρόλος του Τσε Γκεβάρα στον ανταρτοπόλεμο διαφοροποιήθηκε σταδιακά, αντιλαμβανόμενος o ίδιος όλο και λιγότερο ως μοναδικό καθήκον του την ιατρική συμπαράσταση, και λαμβάνοντας ενεργό μέρος στις ένοπλες δραστηριότητες τον επαναστατών. Η αποφασιστικότητά του και οι ικανότητες του, σύντομα οδήγησαν στην άνοδό του στην ιεραρχία του αντάρτικου σώματος, κερδίζοντας το σεβασμό των υπολοίπων ανταρτών, χωρίς να απουσιάζει και το αίσθημα του φόβου που προκαλούσε ενίοτε η σκληρότητά του, υπεύθυνος ο ίδιος για εκτελέσεις ανταρτών που λειτουργούσαν ως πληροφοριοδότες του κουβανικού καθεστώτος. Υπήρξε ο πρώτος αντάρτης, στον οποίο δόθηκε το αξίωμα του Κομαντάντε του Επαναστατικού Στρατού της Κούβας, στις 21 Ιουλίου 1957. Αν και μέχρι τότε αποτελούσε έναν απλό οπλίτη, χωρίς να έχει διακριθεί ιδιαιτέρως σε στρατιωτικό επίπεδο αλλά έχοντας επιδείξει γενναιότητα και αρχηγικές δεξιότητες, ο Κάστρο του εμπιστεύτηκε την ηγεσία της Δεύτερης Φάλαγγας του αντάρτικου στρατού (για λόγους παραλλαγής έφερε τον αριθμό 4), έχοντας έτσι μόνο τον Κομαντάντε εν Σέφε Φιντέλ Κάστρο ως ανώτερό του.

☆Η μεγαλύτερη ίσως στρατιωτική επιτυχία του Τσε Γκεβάρα υπήρξε η κατάκτηση της Σάντα Κλάρα στις 29 Δεκεμβρίου 1958, μία καθοριστική στιγμή στην ιστορία της κουβανικής επανάστασης. Είχαν προηγηθεί δύο χρόνια ανταρτοπολέμου στην Σιέρρα Μαέστρα εναντίον του πολύ μεγαλύτερου στρατού του Μπατίστα, o οποίος δεχόταν και την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών. Με την κατάκτηση της Σάντα Κλάρα, ο δρόμος για την πρωτεύουσα Αβάνα ήταν πλέον ελεύθερος και την 1η Ιανουαρίου του 1959, ο δικτάτορας Μπατίστα εγκατέλειψε την Κούβα, με προορισμό την Δομινικανή Δημοκρατία. Την μάχη στη Σάντα Κλάρα ακολούθησαν και άλλες σημαντικές πολεμικές συγκρούσεις, πριν την τελική επικράτηση των ανταρτών.

Μέλος της κυβέρνησης της Κούβας

☆Μετά την επιτυχία του αντάρτικου στρατού και κατά τους πρώτους μήνες της κατάληψης της εξουσίας, ο Τσε Γκεβάρα τέθηκε διοικητής του φρουρίου Λα Καμπάνια, με αρμοδιότητα να εξετάζει τις εφέσεις των υποθέσεων των δύο Επαναστατικών Δικαστηρίων (Tribunales Revolucionarios, TR) που λειτουργούσαν δικάζοντας στρατιωτικούς και αστυνομικούς ή πολίτες. Στις 7 Φεβρουαρίου 1959, ψηφίστηκε ένα διάταγμα μέσω του οποίου αποκτούσαν την κουβανική υπηκοότητα όλοι οι αλλοδαποί διοικητές του αντάρτικου στρατού. Ο νόμος αυτός, επρόκειτο εμφανώς να εφαρμοστεί αποκλειστικά στην περίπτωση του Τσε Γκεβάρα, αποτελώντας ένα είδος φόρου τιμής και αναγνώρισης στο πρόσωπό του και τη συμβολή του στην κουβανική επανάσταση.

Μαζί με τους Φιντέλ Κάστρο, Ραούλ Κάστρο και Καμίλο Σιενφουέγος, αποτέλεσε μετά την επανάσταση σημαντικό μέλος της νέας κουβανικής κυβέρνησης, η οποία σύντομα ξεκίνησε να πραγματοποιεί ριζικές μεταρρυθμίσεις, καθιερώνοντας για παράδειγμα δωρεάν σύστημα υγείας, όπως και ένα εκπαιδευτικό σύστημα που εξασφάλιζε και στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα (μέχρι τότε κυρίως αναλφάβητα) σχολική μόρφωση. Στην κυβέρνηση, ο Γκεβάρα υποστήριξε περισσότερο τις κομμουνιστικές ιδέες απ’ όσο ο Φιντέλ Κάστρο. Αν και ήταν ένθερμος υποστηρικτής μίας ριζικής αγροτικής μεταρρύθμισης στη χώρα, χαρακτήρισε τον πρώτο σχετικό νόμο της κυβέρνησης ως μετριοπαθή, «που δεν αποτολμούσε να υπεισέλθει στα ουσιαστικότερα ζητήματα, όπως ήταν η κατάργηση της μεγάλης γαιοκτησίας». Στις 7 Οκτωβρίου, ο Κάστρο του ανέθεσε την αρχηγία του Τομέα Βιομηχανίας του Εθνικού Ινστιτούτου της Αγροτικής Μεταρρύθμισης (Insituto Nacional de la Reforma Agragia, INRA), ρόλος που προστέθηκε στα καθήκοντά του ως διοικητής της Λα Καμπάνια αλλά και αρχηγός του Τμήματος Εκπαίδευσης των Ενόπλων Δυνάμεων. Για να ανταποκριθεί στις ανάγκες του έργου του, ο Γκεβάρα απευθύνθηκε στον οικονομολόγο Σαλβαδόρ Βιλασέκα, ξεκινώντας μαζί του μία σειρά από μαθήματα ανώτερων μαθηματικών.

Στην ακμή της πολιτικής του δραστηριότητας ως μέλος της κυβέρνησης, ο Τσε διορίστηκε διευθυντής της Εθνικής Τράπεζας της Κούβας, στις 26 Νοεμβρίου 1959, διατηρώντας παράλληλα την ευθύνη για το τμήμα βιομηχανίας του INRA και την πολιτιστική επιμόρφωση του στρατού. Ανάμεσα στις πρώτες του ενέργειες, ήταν μία σειρά μέτρων με στόχο τον έλεγχο του αποθέματος συναλλάγματος, καθώς και η ρευστοποίηση των τραπεζών του καθεστώτος του Μπατίστα. Στα τέλη του έτους, και ενώ οι τράπεζες των Ηνωμένων Πολιτειών είχαν ήδη αναστείλει τις πιστώσεις των εισαγωγών, άρχισε να διερευνά, σε συνεργασία με τον Φιντέλ Κάστρο και άλλους κομμουνιστές ηγέτες, το ενδεχόμενο της σοβιετικής στήριξης. Το Φεβρουάριο του 1960, υποδέχθηκε τον Αναστάς Μικογιάν, μέλος του πολιτικού γραφείου του κομμουνιστικού κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης και ένθερμο υποστηρικτή της προσέγγισης με την Κούβα, όπως άλλωστε ήταν αρχικά και ο ίδιος ο Τσε. Το επόμενο διάστημα, εντάθηκε η αντιπαράθεση μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της κουβανικής κυβέρνησης, ενώ στις 13 Οκτωβρίου κηρύχθηκε εμπάργκο σε όλα τα εμπορεύματα με προορισμό την Κούβα, αποκλείοντας τη χώρα από κάθε οικονομική δραστηριότητα. Μία εβδομάδα αργότερα, ο Τσε Γκεβάρα σχολίασε τον αποκλεισμό, αναφερόμενος σε ελλείψεις που δεν θα ήταν δυνατό να καλυφθούν, αλλά και εκφράζοντας αισιοδοξία για την πορεία της κρατικοποιημένης πλέον βιομηχανίας. Παράλληλα, έκανε γνωστό πως δεν ήταν πλέον πρόεδρος της τράπεζας, αναλαμβάνοντας νέα καθήκοντα.

☆Στα τέλη Οκτωβρίου του 1960, συμμετείχε ως επικεφαλής μίας διπλωματικής αποστολής, με στόχο την εξασφάλιση της στήριξης του σοβιετικού μπλοκ, με τις κύριες διαπραγματεύσεις να πραγματοποιούνται στη Σοβιετική Ένωση. Συναντήθηκε με τον Χρουστσόφ στη Μόσχα ενώ αργότερα επισκέφτηκε το Πεκίνο όπου συνάντησε τον Μάο Τσετούνγκ και έγινε γενικά θερμά δεκτός. H περιοδεία του περιλάμβανε ακόμα την Κορέα και τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας. H αποστολή εξασφάλισε τελικά ευνοϊκές συμφωνίες, για την εξαγωγή τεσσάρων εκατομμυρίων τόνων ζάχαρης, σε τιμή υψηλότερη από εκείνη της παγκόσμιας αγοράς, εξασφαλίζοντας παράλληλα τον εφοδιασμό της Κούβας με πετρέλαιο και αγορές βιομηχανικών μονάδων με ευέλικτες πιστώσεις. Στις 23 Φεβρουαρίου 1961 διορίστηκε υπουργός του νεοσύστατου Υπουργείου Βιομηχανίας της Κούβας, σκοπός του οποίου ήταν η οργάνωση των πολυάριθμων βιομηχανικών μονάδων που είχαν αποκτηθεί, καθώς και των κρατικοποιημένων επιχειρήσεων που υπάγονταν στο Τμήμα Βιομηχανίας του INRA.

Τον Απρίλιο του 1961, κατά τη διάρκεια της αμερικανικής εισβολής του Κόλπου των Χοίρων, ο Τσε Γκεβάρα τέθηκε επικεφαλής των κουβανικών στρατευμάτων που θα υπερασπίζονταν την επαρχία Πινάρ ντελ Ρίο, όπου σύμφωνα με ενδείξεις των μυστικών υπηρεσιών, αναμενόταν η πρώτη επίθεση. Χάρη στην αποτελεσματική αντίδραση της κουβανικής αεροπορίας και την αντίσταση της πολιτοφυλακής, η αμερικανική εισβολή απέτυχε, ενώ το στράτευμα του Γκεβάρα παρέμεινε σε αμυντική διάταξη και ανενεργό, καθώς η συγκέντρωση αμερικανικών ναυτικών δυνάμεων κοντά στο Πινάρ ντελ Ρίο αποτέλεσε τελικά προσπάθεια αντιπερισπασμού.

☆Συνεχίζοντας το έργο του ως υπουργός βιομηχανίας, επεδίωξε να προωθήσει την ταχεία εκβιομηχάνιση της χώρας, πρόγραμμα που υπήρξε όμως πρόωρο, αντιμετωπίζοντας πολλές δυσκολίες στην εφαρμογή του και καταλήγοντας σε αποτυχία. Τον Αύγουστο του 1961 συμμετείχε στις συνεδριάσεις της ολομέλειας του Διαμερικανικού Οικονομικού και Κοινωνικού Συμβουλίου, καταψηφίζοντας το δεκαετές σχέδιο του Τζον Φ. Κένεντι «Συμμαχία για την Πρόοδο» (Alliance for Progress), το οποίο χαρακτήριζε ως μία προσπάθεια αναχαίτισης των επαναστατικών κινημάτων στη Λατινική Αμερική και κατασκεύασμα κατά της Κούβας. Την ίδια περίπου περίοδο, διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στην απόφαση εγκατάστασης σοβιετικών πυραύλων στο έδαφος της Κούβας, γεγονός που δεν πέρασε απαρατήρητο από τις μυστικές υπηρεσίες των Ηνωμένων Πολιτειών, οδηγώντας τελικά στην Κρίση των πυραύλων, τον Οκτώβριο του 1962.

Σε ότι αφορά την οικονομική πολιτική, ο Τσε Γκεβάρα ήταν αντίθετος στην αντιγραφή του σοβιετικού οικονομικού μοντέλου της «οικονομικής αυτοδιαχείρισης», καθώς θεωρούσε πως οι ιδιαίτερες συνθήκες της Κούβας απαιτούσαν διαφορετικές πρακτικές και υπερασπιζόταν το συγκεντρωτισμό στον τομέα της βιομηχανίας.

Απομάκρυνση από την Κούβα

☆Στις 11 Δεκεμβρίου του 1964 εκπροσώπησε την Κούβα στη Συνδιάσκεψη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Στην ομιλία του ξεχωρίζει η έντονη διαμαρτυρία του ενάντια στην πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών και τις λατινοαμερικανικές δικτατορίες, η συμπαράταξή του στο θέμα του πυρηνικού αφοπλισμού και το ειρηνευτικό σχέδιο που προτείνει για την Καραϊβική. Λίγες ημέρες αργότερα, ξεκίνησε μία τρίμηνη διεθνή περιοδεία, κατά την οποία επισκέφτηκε την Αλγερία, την Κίνα, τη Γκάνα, τη Γουινέα, το Μάλι, το Κονγκό, την Τανζανία, με μικρές στάσεις στο Παρίσι, την Ιρλανδία και την Πράγα. Στις 24 Φεβρουαρίου, έλαβε μέρος στη διάσκεψη του δεύτερου Οικονομικού Σεμιναρίου Αφροασιατικής Αλληλεγγύης, πραγματοποιώντας την τελευταία δημόσια παρουσία στο διεθνές προσκήνιο. Η ομιλία του προκάλεσε αρκετές εντάσεις στο σοβιετικό μπλοκ, δηλώνοντας πως οι σοσιαλιστικές χώρες όφειλαν να επωμιστούν το κόστος των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων, ενώ θεωρείται πιθανό πως προκάλεσε επίσης ρήξη στη σχέση του με τον Κάστρο, αν και δεν υπάρχει καμία σχετική αναφορά στα απομνημονεύματα του ίδιου του Γκεβάρα. Τον Μάρτιο του 1964, επέστρεψε στην Αβάνα.

Οι διαφορές του με τον Κάστρο σε ό,τι αφορά τις σχέσεις της Κούβας με την Σοβιετική Ένωση ή την οικονομική πολιτική πιθανώς συνέβαλαν στην απόφαση του Τσε να εγκαταλείψει την Κούβα, σκοπεύοντας να μεταφέρει την επανάσταση σε όλον τον κόσμο. Την 1η Απριλίου συνέταξε το αποχαιρετιστήριο γράμμα του προς τον Φιντέλ Κάστρο.

 Κονγκό
Πρώτος σταθμός του Τσε Γκεβάρα, μετά τη φυγή του από την Κούβα υπήρξε το Κονγκό (σημερινή Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό), ενισχύοντας και βοηθώντας οργανωτικά τον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό. Μαζί με τον δεύτερο στην ιεραρχία Βικτόρ Ντρέκε και δώδεκα ακόμα Κουβανούς πολεμιστές, έφθασε εκεί στις 24 Απριλίου του 1965, ενώ λίγο αργότερα ακολούθησαν και άλλοι Κουβανοί, συνθέτοντας συνολικά μία φάλαγγα με περισσότερα από εκατό μέλη. Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Αλγερίας εκείνη την περίοδο και φίλο του, Αχμέντ Μπεν Μπέλα, «η κατάσταση που κυριαρχούσε στην Αφρική, η οποία φαινόταν να διαθέτει μεγάλη δυναμική για μία επανάσταση, οδήγησε τον Τσε στο συμπέρασμα πως η Αφρική αποτελούσε τον αδύναμο κρίκο του ιμπεριαλισμού. Ήταν λοιπόν στην Αφρική που αποφάσιζε να αφιερώσει τις προσπάθειές του».. Η έλλειψη οργάνωσης και συνοχής των κονγκολέζικων δυνάμεων καταγράφεται στα ημερολόγια του Τσε Γκεβάρα ως ο κύριος λόγος της αποτυχίας της επανάστασης.
Στα τέλη του έτους, εγκατέλειψε το Κονγκό, μαζί με τους επιζώντες της κουβανικής ομάδας (έξι μέλη της είχαν πεθάνει σε μάχη) και πέρασε τους επόμενους έξι μήνες στο Νταρ ες Σαλάμ της Τανζανίας. Στο διάστημα αυτό, ολοκλήρωσε μία σειρά χειρόγραφων σημειώσεων σχετικά με την εμπειρία του στο Κονγκό, ενώ εργάστηκε επίσης πάνω σε δύο ακόμα βιβλία, φιλοσοφικών και οικονομικών σημειώσεων. Το Φεβρουάριο του 1966 ταξίδεψε μεταμφιεσμένος και με πλαστό διαβατήριο, με προορισμό την Πράγα. Εκεί άρχισε να επεξεργάζεται την ιδέα ενός νέου αντάρτικου στη Λατινική Αμερική, με αρχικό στόχο το Περού και αργότερα εστιάζοντας στη Βολιβία.


Βολιβία
Μετά από μία σύντομη παραμονή στην Αβάνα, ο Γκεβάρα εγκαταστάθηκε στην Βολιβία και ειδικότερα στην ορεινή περιοχή Νιανκαουασού (Ñancahuazú), όπου επρόκειτο να οργανωθεί ο πυρήνας του αντάρτικου στρατού, του οποίου τα μέλη είχαν εκπαιδευτεί νωρίτερα στην Κούβα. Ο Τσε κατέγραψε τα βιώματά του εκείνο το διάστημα, στον ελεύθερο χρόνο που διέθετε, κρατώντας τις σημειώσεις που αργότερα εκδόθηκαν σε βιβλίο. Οι συγκρούσεις με τον βολιβιανό στρατό ήταν τακτικές. O Τσε Γκεβάρα και οι αντάρτες του δεν κατάφεραν να προσελκύσουν τους φτωχούς Βολιβιανούς αγρότες και η προσπάθειά του να φέρει την επανάσταση και στην Βολιβία κατέληξε σε αποτυχία. Ένας σημαντικός λόγος για την αποτυχία αυτή ήταν το γεγονός ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα της Βολιβίας δεν τον υποστήριξε στην προσπάθειά του. Επιπλέον, ιδιαίτερης σημασίας υπήρξε και η ενίσχυση του βολιβιανού στρατού από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Στις 8 Οκτωβρίου, η ομάδα των ανταρτών καθοδηγούμενη από τον Τσε Γκεβάρα, περικυκλώθηκε. Κατά τη διάρκεια της τελικής μάχης, στην περιοχή του φαραγγιού του Τσούρο, η ομάδα αναγκάστηκε να διασκορπιστεί και ο Γκεβάρα τραυματίστηκε στη δεξιά κνήμη, ενώ συγχρόνως το όπλο του αχρηστεύτηκε από έναν πυροβολισμό. Τελικά συνελήφθη και αργότερα μεταφέρθηκε στον πλησιέστερο οικισμό Λα Χιγκέρα. Την καταδίωξη του Τσε Γκεβάρα στη Βολιβία παρακολουθούσε επίσης η CIA, με επικεφαλής τον πράκτορα Φέλιξ Ροντρίγκεζ (Félix Rodríguez), ο οποίος μετέφερε την πληροφορία της σύλληψής του στο αρχηγείο της υπηρεσίας του και σύντομα μετέβη ο ίδιος στη Λα Χιγκέρα.


Η σύλληψη και το τέλος
Οκτωβρίου 1967. Εκείνη την Κυριακή ο καιρός ήταν ζεστός, και στις οκτώμισι το βράδυ περιφερόμαστε με έναν άγγλο φίλο στην κεντρική πλατεία της Σάντα Κρουζ στην ανατολική Βολιβία, όταν κάποιος μας έγνεψε από το τραπεζάκι ενός καφενείου.
“Έχω νέα για σας”, μας είπε. “Ο Τσε;”, ρωτήσαμε, γιατί το ενδεχόμενο να συλληφθεί ο Τσε στριφογύριζε στο μυαλό μας από μία εβδομάδα. Πριν από λίγες ημέρες βρισκόμαστε στη μικρή πόλη Βαγεγκράντε και είχαμε ακούσει το συνταγματάρχη Χοακίν Σεντένο Ανάγια, διοικητή της όγδοης μεραρχίας των βολιβιανών ενόπλων δυνάμεων, να εκφράζει τη βεβαιότητα ότι τα στρατεύματά του θα βάλουν τον Τσε στο χέρι πριν από το τέλος της εβδομάδας. Μας εξήγησε μάλιστα ότι είχαν ενισχυθεί από 600 “ρέιντζερ”, φρέσκους από το στρατόπεδο εκπαίδευσης που διηύθυναν οι Ειδικές Δυνάμεις των Ηνωμένων Πολιτειών βορείως της Σάντα Κρουζ. Είπε ακόμη πώς έγινε η περικύκλωση των ανταρτών. Δυνατότητα διαφυγής υπήρχε μόνο από τη μία πλευρά, κι εκεί ο στρατός είχε σκορπίσει στρατιώτες μεταμφιεσμένους σε αγρότες, ώστε να σημάνουν αμέσως συναγερμό μόλις δουν τους αντάρτες να περνούν από αυτό το σημείο. Από τα στοιχεία που μας είχαν δώσει κάτοικοι ενός χωριού στο οποίο μπήκαν οι αντάρτες περί το τέλος Σεπτεμβρίου, καθώς και από τη μαρτυρία δύο ανταρτών που είχαν συλληφθεί, δεν μας έμενε η παραμικρή αμφιβολία ότι ο Τσε ήταν ο επικεφαλής τούτης της περικυκλωμένης ομάδας.
“Ο Τσε συνελήφθη”, μας είπε ο γνωστός μας στο καφενείο, “αλλά είναι τραυματισμένος σοβαρά και μπορεί να μη βγάζει τη νύχτα. Οι υπόλοιποι αντάρτες παλεύουν απεγνωσμένα να τον πάρουν πίσω, ενώ ο διοικητής του λόχου ζητά να τους στείλουν ελικόπτερο ώστε να μπορέσουν να τον φυγαδεύσουν μακριά. Ο διοικητής είναι σε τέτοια αναστάτωση, ώστε τα λόγια του ήταν εντελώς ακατάληπτα. Το μόνο που κατόρθωσαν να ξεχωρίσουν εκείνοι που τον άκουγαν ήταν η κραυγή ‘Τον πιάσαμε, τον πιάσαμε'”.
Ο πληροφοριοδότης μας συνέχισε λέγοντας ότι πρέπει να νοικιάσουμε ελικόπτερο και να πετάξουμε αμέσως στην περιοχή των ανταρτών. Δεν ήξερε αν ο Τσε ήταν ακόμη ζωντανός ή αν είχε πεθάνει, αλλά διαισθανόταν ότι οι πιθανότητες να ζήσει ήταν πλέον ελάχιστες. Δεν είχαμε χρήματα να νοικιάσουμε ελικόπτερο, ακόμη κι αν υπήρχε κάποιο διαθέσιμο, άσε που σε κάθε περίπτωση στη Βολιβία είναι αδύνατη η πτήση μετά τη δύση του ήλιου. Έτσι νοικιάσαμε ένα τζιπ και στις 4 το πρωί της Δευτέρας 9 Οκτωβρίου πήραμε το δρόμο για τη Βαγεγκράντε.
Φθάσαμε πεντέμισι ώρες αργότερα και κατευθυνθήκαμε αμέσως στο αεροδρόμιο. Ο μισός πληθυσμός της μικρής πόλης έμοιαζε να περιμένει εκεί, οι μαθητές ντυμένοι στα άσπρα και οι ερασιτέχνες φωτογράφοι ανυπόμονοι να εξασφαλίσουν φωτογραφίες των νεκρών ανταρτών. Μόλις πριν από δύο εβδομάδες, εδώ είχαν φέρει το σώμα του βολιβιανού αντάρτη “Κόκο” Περέντο και του Κουβανού “Μιγκέλ”. Και στο νεκροταφείο κοντά στο αεροδρόμιο είχε ήδη ταφεί η “Τάνια”, η όμορφη αντάρτισσα που σκοτώθηκε με άλλους εννέα στις 31 Αυγούστου στο Ρίο Γκράντε, σε ενέδρα όπου οδηγήθηκε με μπαμπεσιά. Οι κάτοικοι της Βαγεγκράντε έχουν πλέον εθιστεί σε τούτα τα πήγαιν’ έλα του στρατού.
Τα παιδιά έμοιαζαν περισσότερο αναστατωμένα. Έδειχναν με το χέρι στο βάθος του ορίζοντα και χοροπηδούσαν, καθώς τα μάτια τους βλέπουν μακρύτερα από τα μάτια των ενηλίκων. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα διακρίναμε ένα σημαδάκι στον ουρανό που σύντομα μεταμορφώθηκε σε ελικόπτερο. Μετέφερε δύο νεκρούς φαντάρους, δεμένους στα πέδιλά του. Τους έλυσαν βιαστικά και τους φόρτωσαν χωρίς πολλά πολλά σε ένα φορτηγό για να τους κουβαλήσει στην πόλη. Καθώς όμως το πλήθος διαλυόταν, εμείς μείναμε πίσω και φωτογραφίσαμε τα κιβώτια με τα ναπάλμ, προσφορά των βραζιλιάνικων ενόπλων δυνάμεων, που βρίσκονταν στην περιφέρεια του αεροδρομίου. Και με τηλεφακό πήραμε φωτογραφίες ενός άνδρα με πράσινη στολή χωρίς διακριτικά, για τον οποίο μάθαμε ότι είναι πράκτορας της CIA.
Τέτοια επίδειξη θράσους από ξένους δημοσιογράφους -γιατί ήμαστε οι πρώτοι που έφθασαν στη Βαγεγκράντε- δεν ήταν νοητή, κι έτσι ο πράκτορας της CIA συνοδευόμενος από μερικούς βολιβιανούς αξιωματικούς επιχείρησε να μας πετάξει έξω από την πόλη. Ήμαστε όμως εφοδιασμένοι με κάμποσα διαπιστευτήρια ώστε να μπορούμε να αποδείξουμε την “καλή μας πίστη”, οπότε ύστερα από αρκετή συζήτηση μας επιτράπηκε να παραμείνουμε. Το ένα και μοναδικό ελικόπτερο σηκώθηκε και πάλι και κατευθύνθηκε προς την εμπόλεμη ζώνη, τριάντα περίπου χιλιόμετρα νοτιοδυτικά, μεταφέροντας και το συνταγματάρχη Σεντένο. Λίγο μετά τη μία το μεσημέρι επέστρεψε με το συνταγματάρχη θριαμβευτή, ανίκανο να κρύψει το πλατύ του χαμόγελο. Ο Τσε πέθανε, ανακοίνωσε. Είδε το πτώμα και δεν χωρά η παραμικρή αμφιβολία. Ο συνταγματάρχης Σεντένο είναι έντιμος άνθρωπος, άμαθος να αποκαλύπτει περισσότερα από τα απολύτως απαραίτητα και δεν υπήρχε λόγος να τον αμφισβητήσουμε. Τρέξαμε στο μικρό ταχυδρομικό γραφείο και δώσαμε τα τηλεγραφήματά
μας προς τον έξω κόσμο σε έναν αιφνιδιασμένο και δύσπιστο υπάλληλο. Κανείς μας δεν πίστευε και πολύ ότι θα κατάφερναν να φθάσουν στον προορισμό τους.
Τέσσερις ώρες αργότερα, στις 5 ακριβώς, το ελικόπτερο γύρισε και πάλι, κουβαλώντας αυτή τη φορά ένα και μοναδικό μικρό σώμα δεμένο στα πέδιλά του. Αντί όμως να προσγειωθεί κοντά στο σημείο που βρισκόμαστε, όπως έκανε τις προηγούμενες φορές, σταμάτησε στο κέντρο του αεροδρομίου, μακριά από τα αδιάκριτα μάτια των δημοσιογράφων. Αμέσως μας απαγορεύτηκε να διασπάσουμε τον κλοιό που σχημάτισαν αποφασισμένοι στρατιώτες. Πολύ γρήγορα, το πτώμα φορτώθηκε σε ένα κλειστό βαν μάρκας σέβρολετ που ξεκίνησε με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Πηδήξαμε στο τζιπ που περίμενε εκεί δίπλα και ο τολμηρός οδηγός μας πήρε το βαν στο κατόπι. Σε απόσταση ενός περίπου χιλιομέτρου, η σέβρολετ έκανε μια απότομη στροφή και μπήκε στον περίβολο ενός νοσοκομείου. Οι στρατιώτες επιχείρησαν να κλείσουν την πύλη προτού περάσουμε, αλλά ήμαστε αρκετά κοντά και τους εμποδίσαμε να το πετύχουν.
Η σέβρολετ ανηφόρισε μια απότομη πλαγιά και σταμάτησε μπροστά σε ένα μικρό παράπηγμα με καλαμωτή οροφή και τη μία πλευρά ανοιχτή στον ουρανό. Κατεβήκαμε από το τζιπ και τρέξαμε στην πίσω πόρτα του βαν προτού ανοίξει. Την ώρα που άνοιγε, πετάχτηκε έξω ο πράκτορας της CIA, ουρλιάζοντας στα αγγλικά: “Εντάξει, ας ξεκουμπιστούμε τώρα γρήγορα”. Ο κακομοίρης ούτε που μπορούσε να φανταστεί ότι δύο άγγλοι δημοσιογράφοι περίμεναν στις δύο πλευρές της πόρτας.
Μέσα στο βαν, πάνω σε φορείο, βρισκόταν η σορός του Τσε Γκεβάρα. Δεν αμφέβαλα ούτε στιγμή ότι ήταν αυτός. Τον είχα δει μία και μοναδική φορά πριν από τέσσερα ακριβώς χρόνια στην Αβάνα και δεν ήταν από τις μορφές που ξεχνάς εύκολα. Από τότε, η προσωπική μου ανάμνηση είχε αναμφίβολα επηρεαστεί από τις συχνές φωτογραφίες του στον τύπο και ομολογώ ότι είχα λησμονήσει το κορακίσιο χρώμα του μικρού γενιού του. Μου φάνηκε πιο κοντός και πιο αδύνατος απ’ ό,τι θυμόμουν. Οι μήνες της ζωής στη ζούγκλα είχαν προφανώς αφήσει τα ίχνη τους. Παρά τα ερωτηματικά, δεν υπήρχε καμία απολύτως αμφιβολία ότι επρόκειτο για τον Γκεβάρα. Όταν έβγαλαν έξω το πτώμα και το ακούμπησαν σε ένα πρόχειρο τραπέζι μέσα στο παράπηγμα που τους λιγότερο ταραγμένους καιρούς χρησίμευε για πλυσταριό, ήμουν πια βέβαιος ότι ο Γκεβάρα ήταν νεκρός.
Το σχήμα του γενιού, το περίγραμμα του προσώπου και τα πλούσια κυματιστά μαλλιά δεν μπορούσαν να ανήκουν σε άλλον. Φορούσε πράσινη στολή εκστρατείας στο χρώμα της ελιάς και ένα τζάκετ με φερμουάρ. Στα πόδια φορούσε πράσινες ξεθωριασμένες κάλτσες και χειροποίητα παπούτσια. Καθώς ήταν ντυμένος, δυσκολευόμουν να δω πού ακριβώς είχε πληγωθεί. Είχε δύο φανερές οπές στη βάση του λαιμού και αργότερα, όταν καθάριζαν το σώμα, είδα μία ακόμη πληγή στο στομάχι. Δεν αμφισβητώ ότι είχε πληγές στα πόδια και κοντά στην καρδιά, αλλά δεν τις είδα.
Οι γιατροί εξέταζαν τις πληγές του λαιμού και η πρώτη μου αντίδραση ήταν να υποθέσω ότι έψαχναν για τη σφαίρα, αλλά στην πραγματικότητα ετοίμαζαν το σωληνάκι που θα οδηγούσε τη φορμόλη στο σώμα για να το συντηρήσει. Ένας από τους γιατρούς άρχισε να καθαρίζει τα χέρια του νεκρού αντάρτη που ήταν καλυμμένα με αίμα. Αλλά κατά τα άλλα δεν υπήρχε τίποτε απωθητικό στο πτώμα. Ο Τσε έμοιαζε ζωντανός. Τα μάτια του ήταν ανοιχτά και λαμπερά, και δεν δυσκολεύτηκαν καθόλου να του τραβήξουν το χέρι έξω από το τζάκετ. Πρέπει να μην είχε πεθάνει πριν από πολλές ώρες και τη στιγμή εκείνη δεν πίστευα ότι δολοφονήθηκε μετά τη σύλληψή του. Όλοι υποθέταμε τότε ότι πέθανε από τις πληγές του και από έλλειψη ιατρικής φροντίδας τις πρώτες ώρες του πρωινού της Δευτέρας.
Οι άνθρωποι γύρω από το πτώμα ήταν περισσότερο αποκρουστικοί από το νεκρό: Μια καλόγρια που δεν μπορούσε να κρύψει το χαμόγελό της και κάποιες φορές γελούσε δυνατά. Αξιωματικοί που κατέφθαναν με τις ακριβές τους μηχανές για να απαθανατίσουν τη σκηνή. Και, προφανώς, ο πράκτορας της CIA. Έμοιαζε να είναι επικεφαλής της όλης επιχείρησης και γινόταν έξαλλος κάθε φορά που κάποιος τον σημάδευε με τη φωτογραφική του μηχανή. “Από πού είσαι εσύ;”, τον ρωτήσαμε στα αγγλικά, προσθέτοντας για πλάκα: “Από την Κούβα; Το Πόρτο Ρίκο;” Δεν έδειξε να διασκεδάζει και απάντησε κοφτά στα αγγλικά: “Από πουθενά”. Τον ξαναρωτήσαμε αργότερα, αλλά τούτη τη φορά απάντησε στα ισπανικά “Que dice?” και υποκρίθηκε ότι δεν καταλαβαίνει αγγλικά. Ήταν ένας κοντός, γεροδεμένος τριανταπεντάρης με βαθουλωτά γουρουνίσια μάτια και κουρεμένο κεφάλι. Δύσκολο να καταλάβεις αν ήταν Βορειοαμερικάνος ή κουβανός εξόριστος, γιατί μιλούσε αγγλικά και ισπανικά με την ίδια ευκολία και χωρίς ίχνος ιδιαίτερης προφοράς. Αργότερα ανακάλυψα ότι λέγεται Εντι Γκονζάλες και ήταν ιδιοκτήτης νυχτερινού κέντρου στην Αβάνα πριν από την κουβανέζική επανάσταση.





To ημερολόγιο
Το ημερολόγιο που κρατούσε ο Ernesto Che Guevara για την επαναστατική του δράση στη Βολιβία αρχίζει στις 7 Νοεμβρίου 1966 με τις φράσεις «Μια νέα περίοδος αρχίζει σήμερα. Φθάσαμε στο κτήμα τη νύχτα». Εντεκα μήνες αργότερα, στις 7 Οκτωβρίου 1967, γράφει την τελευταία του σελίδα που αρχίζει με τις φράσεις «Εντεκα μήνες πέρασαν από την έναρξη του αντάρτικου. Η ημέρα πέρασε χωρίς περιπλοκές, σχεδόν βουκολικά…». Την επομένη συνελήφθη ύστερα από μάχη και δύο μέρες μετά εκτελέστηκε χωρίς δίκη, δηλαδή δολοφονήθηκε.
Ο Fidel Castro, φίλος και συναγωνιστής του Che Guevara, στην εισαγωγή του στο Ημερολόγιο του Che Guevara, που δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο του 1968, γράφει τα εξής: «Ο Che και το εκπληκτικό του παράδειγμα κερδίζουν αυξανόμενη δύναμη στον κόσμο. Οι ιδέες του, η εικόνα του, το όνομά του είναι οι σημαίες του αγώνα εναντίον της αδικίας των καταπιεσμένων και των εκμεταλλευομένων και ξεσηκώνουν με πάθος το ενδιαφέρον των φοιτητών και των διανοουμένων σε όλον τον κόσμο… Λίγες φορές στην Ιστορία, ίσως ποτέ, ένα πρόσωπο, ένα όνομα, ένα παράδειγμα είχε καταστεί παγκόσμιο με τέτοια ταχύτητα και παθιασμένη δύναμη. Και αυτό επειδή ο Che ενσωματώνει στην καθαρότερη και πιο ανιδιοτελή μορφή του το διεθνιστικό πνεύμα που χαρακτηρίζει τον κόσμο σήμερα και που θα τον χαρακτηρίζει πιο πολύ αύριο».
Τριάντα χρόνια μετά, το διεθνιστικό πνεύμα έχει εξασθενήσει μέχρις εξαφανίσεως, αλλά η μορφή και οι ιδέες του Che Guevara διατηρούν τη λάμψη τους. Ακριβώς γι’ αυτούς τους λόγους η ιστορία του Che Guevara βρίσκει σήμερα μιαν απροσδόκητη προβολή, από την οποία κανείς δεν κινδυνεύει και πολλοί έχουν να κερδίσουν. Γίνεται πρωτοσέλιδο σε εφημερίδες και εξώφυλλο σε περιοδικά για τα οποία ο Che Guevara θα εξέφραζε, αν μπορούσε, μόνο περιφρόνηση. Η μορφή του και το όνομά του ταυτίζονται, από ευφυείς βιομηχάνους και εμπόρους, με καταναλωτικά προϊόντα από τα οποία θα προκύψει κέρδος. Καφέδες, μπίρες, μπλουζάκια, ρολογάκια κλπ. θα φέρουν το όνομα και τη μορφή του Che Guevara.
Αναρωτιέται κανείς, γιατί όλα αυτά; Η προφανής απάντηση: γιατί έτσι κερδίζουν. Το αποτέλεσμα μιας πράξης όμως δεν μας υποδεικνύει κατ’ ανάγκη και το κίνητρο αυτής της πράξης. Η εμπορευματοποίηση του ονόματος και της εικόνας ασφαλώς θα φέρουν κέρδη, αλλά από αυτό και μόνο δεν μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το κέρδος ήταν το κίνητρο.
Ορισμένοι γράφουν ότι η σημερινή «ανάσταση» του Che Guevara ¬ με τις πολλές εκδηλώσεις, με τα πολλά δημοσιεύματα και γενικά με την ποικιλότροπη αναφορά στο όνομά του και στη δράση του ¬ οφείλεται στο ότι ο Che Guevara αποτελεί πλέον πολιτιστικό και όχι πολιτικό σύμβολο, αποτελεί πρότυπο ηθικής στάσης και όχι πολιτική πρόταση. Το να αποκαλείται ένας επαναστάτης πρότυπο ηθικής στάσης είναι περίπου ταυτολογία (κυρίως όταν ο θάνατος δεν επέτρεψε τη φθορά του χρόνου ή / και της εξουσίας) και φυσικά δεν εξηγεί τίποτε. Εξάλλου ποιος από όσους κερδίζουν από την εκμετάλλευση της μνήμης του ενδιαφέρεται για την ηθική των ανθρώπων της εποχής μας; Η άποψη ότι η εικόνα του Che Guevara αποτελεί πολιτιστικό και όχι πολιτικό σύμβολο είναι τουλάχιστον ανόητη και άνευ περιεχομένου.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι για την «αναβίωση» του Che Guevara. Οι ομοϊδεάτες και παλιοί σύντροφοί του στην Κούβα, στη Βολιβία και αλλού τιμούν τη μνήμη του και εκφράζουν την αγάπη και τον σεβασμό τους. Οι βιογράφοι του ενδιαφέρονται να συμβάλουν στη γνώση της πρόσφατης ιστορίας, με την οποία η ζωή του Che Guevara ήταν συνυφασμένη. Υπάρχουν όμως και οι άλλοι, εκείνοι που δεν ενδιαφέρονται για τη μνήμη του ή για την ιστορία του, αλλά για τη με το αζημίωτο γελοιοποίηση και τον εξευτελισμό του. Διότι η εμφάνιση της μορφής του Che Guevara εκεί όπου συνήθως βλέπουμε τον Micky Mouse ή τη Μέριλιν Μονρό ισοδυναμεί με μια προσπάθεια ταύτισής του με ζωοειδείς παιδικούς ήρωες και με σύμβολα του sex, με ουσιαστικό στόχο τη γελοιοποίηση του νεκρού επαναστάτη.
Ευτυχώς η εξέλιξη της Ιστορίας δεν βρίσκεται στα χέρια των πολιτικών, των ιστορικών ή των παμπόνηρων εμπόρων, και όταν η ανάγκη προκύψει η κοινωνία θα αναπτύξει νέους επαναστάτες και νέους αρχηγούς.

 Είπε:
Η διάλυση του στρατού αποτελεί τη βασική αρχή της δημοκρατίας.


Είμαστε ρεαλιστές, επιδιώκουμε το αδύνατο! (Seamos realistas, pidamos
lo imposible!)

Athens Indymedia

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *