Δρόμοι της διαλεκτικής
Η διαλεκτική μπορεί να γίνει πολλές φορές λάστιχο στα χέρια όσων την επικαλούνται. Αλλά η απλή πρόσληψή της, σε ένα πρώτο επίπεδο τουλάχιστον, είναι σπουδαία υπόθεση. Κι ας τα κάνουμε καμιά φορά μούσκεμα. Έτσι κι αλλιώς, το νερό μαζί με το λάστιχο πηγαίνει.
Πώς μπορείς όμως να εξηγήσεις απλά τη διαλεκτική; Η μάχη για να πεις απλά το αυτονόητο, είναι ίσως η μεγαλύτερη δυσκολία για να πει κανείς την αλήθεια. Αν θεωρήσουμε δηλαδή ότι την κατέχουμε. Ένα κομμάτι της έστω.
Διαλεκτική πχ, είναι να καταλάβουμε ότι η αλήθεια δεν είναι απόλυτη, ούτε διαχρονική. Και από την άλλη είναι πάντα συγκεκριμένη, και δεν είναι πολύ φρόνιμο να την κρύβουμε πίσω από αφηρημένα σχήματα και να περιπλέκουμε τα πράγματα, για να θολώσουμε τα νερά και να πετύχουμε τη συνδικαλιά μας, για παράδειγμα.
Ταυτόχρονα βέβαια η πραγματικότητα είναι αντιφατική και περίπλοκη. Η αλήθεια κρύπτεσθαι φιλεί. Με άλλα λόγια της αρέσει το κρυφτούλι, δηλ να κρύβει την ουσία πίσω από τα φαινόμενα. Γι’ αυτό δεν πρέπει να μένουμε στην άμεση εμπειρία, τα πέντε πράγματα που βλέπει ο καθένας γύρω του, αλλά να μπορούμε να τη γενικεύουμε, τη δική μας και των υπολοίπων.
Να γενικεύουμε, χωρίς γενικεύσεις, ισοπεδωτικές κι άδικες. Ή αλλιώς να κάνουμε αφαίρεση, πέρα από τον εαυτό μας και την κοσμάρα μας, χωρίς να είμαστε όμως αφηρημένοι, γιατί έτσι χάνουμε την ουσία.
Κι αν αυτό φαίνεται αντιφατικό, είναι ένας πολύ καλός τρόπος να εξηγήσεις σε έναν αρχάριο τι είναι η διαλεκτική που εξετάζει τις αντιφάσεις ως τη βασική πηγή της κίνησης. Να είσαι και να μην είσαι, το άλφα που είναι και –άλφα, η διαφορά μες στην ταυτότητα κι η πάλη των αντιθέτων.
Αυτό το τελευταίο μπορείς να το δεις καλύτερα στη σχέση των δύο φύλων. Τη θηλυκή πλευρά ενός άνδρα, και αντιστρόφως. Τον κοινωνικό και τον βιολογικό παράγοντα –περιβάλλον και γονίδια- που διαπλέκονται αξεδιάλυτα, αλλά διατηρούν την αυτονομία τους, κι εσύ καλείσαι να εντοπίσεις ποιο είναι το πρωτεύον, όχι ξεκομμένο απ΄ το δευτερεύον, αλλά μες στο προτσές του αμοιβαίου καθορισμού και της αλληλεπίδρασής τους.
Και αν χρησιμοποιούμε συχνά την λέξη προτσές, δεν είναι γιατί έτσι το μάθανε οι κούτβηδες στα ρώσικα και μας έμεινε συνήθειο. Αλλά για να τονίσουν ότι δεν είναι μια απλή, στατική υπόθεση, παρά μια εξελικτική διαδικασία σε συνεχή κίνηση.
Αυτό μπορεί να γίνει κατανοητό μέσα από τη σταδιακή ωρίμανση ενός ανθρώπου που ξεκινά βρέφος, ως συνέχεια της μητέρας του, κι εξαρτάται σε απόλυτο βαθμό από την οικογένειά του, μετά αναπτύσσεται σωματικά και νοητικά, ως οργανισμός κι ως προσωπικότητα, περνάει την μετάβαση της εφηβείας και φτάνει σε ένα σημείο ωρίμανσης, όπου αυτονομείται πλήρως και μπορεί να σταθεί στα πόδια του, να ακολουθήσει δική του πορεία, να φτιάξει οικογένεια όταν νιώσει έτοιμος και να ξεκινήσει ο ίδιος κύκλος. Που δεν είναι φαύλος, αλλά διαλεκτικός. Και γι’ αυτό πρέπει να τον φανταζόμαστε περισσότερο ως μια σειρά από σπείρες. Το τετράδιο της ιστορίας είναι σπιράλ κόκκινο και δεν τελείωσαν οι σελίδες του ό,τι κι αν λέει ο φουκουγιάμα
Υπάρχει επίσης κι η άρνηση της άρνησης, που είναι εύκολο –στα όρια του απλοϊκού- να την εξηγείς σε επίπεδο ανθρωποκοινωνιογένεσης, δηλ πώς φτιάχτηκε κι εξελίχτηκε η ανθρώπινη κοινωνία. Η οποία ξεκίνησε αταξική, όπως ξεπρόβαλε από τα σπλάχνα του ζωικού βασιλείου, χωρίς κράτος κι εκμεταλλευτές. Εξελίχτηκε σε ταξική, βάσει (και) του καταμερισμού εργασίας, ως απαραίτητου όρου για την ανάπτυξή της. Κι έφτασε στο σημείο, όπου τα παλιά καλούπια τη στενεύουν σαν κορσές και την κρατάν δέσμια, ενώ έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για την προοδευτική άρση του ταξικού παρελθόντος και τη σταδιακή μετάβαση στην κομμουνιστική κοινωνία.
Χους ει κι εις χουν απελεύσει. Ή στην περίπτωσή μας, αταξική ήταν και τέτοια θα ξαναγίνει. Αλλά σε ένα ανώτερο επίπεδο, κι αυτό είναι πολύ σημαντικό. Αλλιώς θα τα μπλέξουμε με τον πρωτόγονο κομμουνισμό, όπως την έπαθαν στην καμπότζη. Ή στις «αναρχικές ουτοπίες» για επιστροφή στη φύση. Η οποία τα πάντα εν σοφία εποίησε και μας τα δίνει όλα έτοιμα, μακριά από την εργασία και τον πολιτισμό, που είναι οι πηγές της σύγχρονης δυστυχίας.
Στο κεφάλαιο του μαρξ, η αλυσίδα χρήματος-εμπορεύματος, δεν είναι χ-ε-χ, αλλά χι τονούμενο, κι αυτό πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα. Ο δεύτερος κρίκος περιέχει τον πρώτο μετασχηματισμένο, σε υπηγμένη μορφή, ο τρίτος το δεύτερο κοκ, μέχρι να βρούμε τον αδύναμο στην άλλη αλυσίδα, την ιμπεριαλιστική, κι αρχίσουμε το δικό μας, κοινωνικό μετασχηματισμό.
Αν αυτά μπορεί να τα εκλαϊκεύσει κανείς και να τα κάνει κτήμα του, μέσα από το τρίπτυχο θέση-αντίθεση-σύνθεση, εμένα δε με ενοχλεί ιδιαίτερα, κι ας μην το ανέφερε ποτέ ο χέγκελ στην πραγματικότητα. Αρκεί να μη μπλέξει με τον πρωτόγονο συνδικαλισμό και μπει για να γεφυρώσει τα λογικά χάσματα και γενικώς κάθε τι αγεφύρωτο.
Και ποτάμια θα σας φτιάξουμε. Λαϊκής οργής, που δε γυρίζουν πίσω πια.
Ας μάθει πρώτα τα απλά ο κόσμος. Τη σφαιρική ανάλυση, τη διαλεκτική σύνδεση, ποσότητα και ποιότητα, τους τρεις νόμους του ένγκελς, ή κι αυτά που λέει ο μπογιόπουλος –εάν μιλάμε πχ περί κρίσης και πολιτικής οικονομίας, πέρα από τη διαλεκτική. Να τα έχει εργαλεία για τη σκέψη του, να μην του τη ζωγραφίζουν παύλα-τελεία, όπως θέλουν.
Αυτές είναι οι βάσεις που πρέπει να μπουν, και τα υπόλοιπα έπονται. Οι διαλεκτικές κατηγορίες του χέγκελ –είναι, ουσία, φαινόμενο- το οργανικό όλο, το δίπολο αφηρημένο-συγκεκριμένο κι η ανάβαση από το ένα στο άλλο, και σε τόσο δύσκολες έννοιες.
Όποιος τις κατέχει πλήρως –και δε συμπεριλαμβάνω τον εαυτό μου σε αυτούς- πρέπει να τις εκλαϊκεύσει στις μάζες, να είναι σε θέση να τις εξηγεί απλά και κατανοητά. Να καταστήσει τη γνώση προσιτή και συναρπαστική, όπως πρέπει να είναι. Όχι στρυφνή και μυστικοποιημένη, σαν το φιλοσοφικό λόγο και τα σχήματα της πλειοψηφίας των διανοούμενων.
Όχι για να πέσει στο επίπεδο του μέσου όρου, που θα τον καταπιεί. Αλλά για να μπορέσει να το πιάσει και να το ανεβάσει. Αλλιώς μπορεί να μείνει στη μοναξιά της αυταρέσκειάς του και να γκρινιάζει για τους αντιπνευματικούς καιρούς που ζούμε.
Η γνώση είναι μαγική, γιατί μπορείς να τη μοιράζεσαι. Να τη δίνεις, χωρίς να την χάνεις. Για αυτό ξεφεύγει και από τα εμπορευματικά καλούπια. Και δείχνει το δρόμο για το μέλλον. Που δε θα ‘ναι μια μεταβιομηχανική κοινωνία της γνώσης αλλά μια κοινωνία χωρίς εμπορεύματα και πάνω απ’ όλα γεμάτη γνώση, μόρφωση και καλλιέργεια.