Κάθε χρόνο οι πόλεις στολίζονται όλο και πιο νωρίς για να υποδεχθούν τα Χριστούγεννα. Πανύψηλα δένδρα, χιλιάδες λαμπάκια, εκατοντάδες αγιοβασίληδες προσπαθούν με κάθε τρόπο να οδηγήσουν τους καταναλωτές στην εμποροπανήγυρη. Είναι η περίοδος που και οι πιο μετριοπαθείς καταναλωτές συναγωνίζονται τους φαν των κάθε λογής mall. Οι τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές διαφημίσεις, τα ιλουστρασιόν φυλλάδια στις εφημερίδες κάθε χρόνο πασχίζουν να μας δείξουν ότι πρωτοχρονιά χωρίς κατανάλωση δεν συνάδει. Και όλα αυτά συνυφασμένα με την πρακτική του δώρου.
Δώρο στη/ο σύντροφο, συγγενή, παιδιά, ανίψια, γονείς, φίλους. Δώρα σε όλους. Ο περιβόητος 13ος μισθός επιστρέφει στο χώρο εκταμίευσης. Ο οποίος –τι ειρωνεία– αποκαλείται και αυτός δώρο Χριστουγέννων. Από πότε αλήθεια, τα αφεντικά μας χαρίζουν;
Θυμόμαστε όλοι πέρσι (Σημ.: εννοεί κατά την εξέγερση του Δεκέμβρη 2008) τέτοιες μέρες, που στις μεγάλες πόλεις του ελλαδικού χώρου ξεσπούσαν μεγάλης έκτασης συγκρούσεις, τις εκκλήσεις δημάρχων, υπουργών και εμπόρων για ηρεμία και παράλληλη εφαρμογή χαριστικών διατάξεων για μη φορολόγηση τους.
Για πολλούς κλάδους την περίοδο των Χριστουγέννων καταγράφεται το 40-50% του ετήσιου τζίρου τους. Τα νοικοκυριά υπολογίζεται ότι δαπανούν πάνω από 4 δις ευρώ για εορταστικές αγορές αυτή την περίοδο. Εννοείται πως μοχλός όλων αυτών είναι το χρήμα –πλαστικό και μη- που ρυθμίζει πολλές φορές και τις σχέσεις των ανθρώπων και συχνά διαμεσολαβείται μέσω του δώρου. Το δώρο σήμερα αποτελεί σημαντικό κομμάτι της σύγχρονης οικονομίας, μέσω της κατανάλωσης που παράγει και η οποία αποτελεί βασικό πυλώνα της. Άλλωστε, όπως έχει ειπωθεί από τον Έντγκαρ Μορέν, η διαφήμιση ως ένα βαθμό προσφέρει μια φανταστική πληρότητα «που καταπραΰνει τις μη ικανοποιήσιμες ανάγκες και διεγείρει τις πραγματοποιήσιμες, και εν τέλει προσαρμόζει τον άνθρωπο στις κυρίαρχες διαδικασίες της αγοράς».
Αλλά το δώρο, αποτελεί μόνο μια προσωπική υπόθεση ή έκφραση συναισθημάτων; Γιατί πρέπει το δώρο να ταυτίζεται μόνο με αγαθά και συγκεκριμένα εμπορεύσιμα υλικά; Η ευρεία χρήση του δώρου συναντάται από την απαρχή της κοινοτικής ζωής των ανθρώπων. Αποτελεί θεμελιώδη κοινωνική σχέση, με ποικιλία μορφών εκδήλωσης: ως δώρο σε γιορτές, επετείους, κληροδοτήματα, ευεργετήματα. Ο Μαρσέλ Μως (Mauss) από το 1925 συνέλαβε τον σημαντικό ρόλο που παίζει στις ανθρώπινες σχέσεις και ανέδειξε το ολικό κοινωνικό φαινόμενο και την πολυδιάστατη λειτουργία του στις λεγόμενες πρωτόγονες κοινωνίες. Η πρώτη σημαντική διαπίστωση είναι ότι το δώρο συνιστά οικουμενικό φαινόμενο, το οποίο έπαιζε πρωτεύοντα ρόλο στις αρχαϊκές κοινωνίες, γιατί ήταν ο βασικός τρόπος ανταλλαγής αγαθών. O Mauss έδειξε ότι το δώρο και η ανταπόδοση δεν γινόταν με υστεροβουλία, αλλά με γενναιοδωρία και, επιπλέον, ότι η ανταπόδοση ήταν τόσο επιτακτική σαν να την επέβαλε το ίδιο το δώρο.
Στις προνομισματικές και συνάμα εξισωτικές κοινωνίες υπήρχαν διαδεδομένες σχέσεις πάσης φύσεως ανταλλαγής. Για να διερευνήσουμε τις συνθήκες με τις οποίες λειτούργησε στις αρχαϊκές κοινωνίες, είναι σκόπιμο να ξεπεράσουμε τον τρόπο και τις κατηγορίες της σκέψης με τις οποίες το αντικρίζουμε σήμερα.
Στις αρχαϊκές κοινωνίες, το δώρο εξυπηρετεί την ανταλλαγή και όχι την ανάμνηση προσώπου, η σύνδεση εισάγεται με τη μορφή αμοιβαίας εξάρτησης μεταξύ δωρητή και δέκτη. O δέκτης υπόκειται στην υποχρέωση της ανταπόδοσης μέσα σε κάποιον χρόνο, έτσι μπορεί π.χ. το δώρο να είναι κρέας το καλοκαίρι και η ανταπόδοση να είναι λάδι τον χειμώνα. Συνεπώς, το δώρο σχετίζεται με την αρχή της ύπαρξης του κοινοτικού βίου στην ανθρώπινη ιστορία.
Οι κοινωνίες όπου στις συναλλαγές επικρατεί η αρχή του δώρου και της ανταπόδοσης είναι βασικά εκείνες που αναφέρονται ως εξισωτικές ή ακέφαλες κοινωνίες. Στις κοινωνίες αυτές η ανταπόδοση χαρακτηρίζει τις σχέσεις μεταξύ των ομάδων. Ανθρωπολόγοι, την δεκαετία του ‘60, όπως ο R. Lee, στρέφονται στη συστηματική μελέτη κοινωνιών των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών, που είχαν μέχρι τότε αγνοηθεί.
H κοινωνική τους οργάνωση, που είναι η αρχαιότερη και καλύπτει όλη σχεδόν την προϊστορία, έχει εξισωτικό χαρακτήρα. Για τις ανταλλαγές μεταξύ των ομάδων ισχύει η αρχή της ανταπόδοσης. Στο εσωτερικό τους, όμως, η τροφή και κάθε άλλο αγαθό διανέμονται σε όλους εξ ίσου. Η μελέτη των εξισωτικών κοινωνιών, στις οποίες εκτός από το στάδιο της κυνηγο-τροφοσυλλογής περιλαμβάνεται και το πρώτο στάδιο της γεωργικής παραγωγής, απέδειξε ότι αυτές οι κοινωνίες διέπονται από την αρχή της ίσης διανομής στις εσωτερικές σχέσεις και της ανταπόδοσης στις εξωτερικές. Με τις αρχές αυτές –το δώρο και την ανταπόδοση–, επί σειρά χιλιετιών, η ανθρωπότητα πέτυχε να διατηρηθεί και να εξαπλωθεί χωρίς την ύπαρξη εξουσίας και ιεραρχίας.
Όταν εμφανίστηκε ο διαχωρισμός της κοινότητας σε οίκους, η αρχή της ίσης διανομής περιορίστηκε στο εσωτερικό κάθε οίκου. Από την άλλη πλευρά, οι πρώτοι αρχηγοί ήταν εξαρτημένοι από την κοινότητα και είχαν την υποχρέωση να εξασφαλίζουν ίση διανομή στην ομάδα, όπως διαπίστωσε στη N. Αμερική ο Π. Κλάστρ (Clastres).
Ξεκινούν, όμως, σταδιακά οι διαχωρισμοί και οι άνισες σχέσεις και ταυτόχρονα το δώρο αλλάζει περιεχόμενο και χρήση. Από την εποχή του Χαλκού, οπότε αναδύονται οι φύλαρχοι, οι σχέσεις συμμαχίας μεταξύ τους ρυθμίζονται με την ανταλλαγή σπάνιων και πανάκριβων δώρων. Από την περίοδο αυτή, το δώρο γίνεται κύριο μέσον προσδιορισμού της ιεραρχίας. Για παράδειγμα, οι φόροι παρουσιάζονταν σαν δώρο των υπηκόων στον ηγεμόνα. Εκείνο που περιορίζει και, τελικά, αντικαθιστά το δώρο στις σχέσεις ανταλλαγών είναι το νόμισμα και η μετατροπή των αγαθών σε εμπορεύματα.
Από τις εξισωτικές στις ιεραρχικές κοινωνίες, από τις α-νομισματικές στις εμπορευματικές σχέσεις το δώρο από κοινωνικό έγινε ατομικό, από την δόμηση και αναπαραγωγή κοινωνικών σχέσεων στην κατασκευή ιδιοτελών καταστάσεων (τα τελευταία χρόνια πολλές εταιρείες χρησιμοποιούν το λεγόμενο «επιχειρηματικό δώρο» για πελάτες ή προμηθευτές).
Σήμερα, σύμφωνα με τον Μ. Γκοντελιέ (Godelier) το δώρο αποτελεί ένα μέσο επιβολής εξουσίας, ένα μέσο κυριαρχίας. Από τον πλούσιο στον φτωχότερο, από τον ισχυρό στον αδύνατο, από τον διευθυντή στον υφιστάμενο, από το κράτος στον πολίτη.
Αντίθετα, το προσωπικό δώρο μεταξύ συγγενών και φίλων δεν προϋποθέτει την ανταπόδοση, δεν θέλει να είναι ένα μέσο κυριαρχίας, αλλά αποτελεί την «ονειρεμένη αντίθετη όψη», το «ανεστραμμένο όνειρο» των σχέσεων εξουσίας, συμφέροντος, χειρισμού και υποταγής που προϋποθέτουν οι εμπορευματικές σχέσεις και η αναζήτηση του κέρδους.
Αλλά το «χωρίς υπολογισμό» δώρο εξιδανικεύεται και λειτουργεί σαν το τελευταίο καταφύγιο της χαμένης αλληλεγγύης. Μιας αλληλεγγύης που παίρνει τη μορφή της μαζικής φιλανθρωπίας με ημερομηνία λήξης το πέρας των εορτών. Τότε που τελειώνουν και τα δακρύβρεχτα ρεπορτάζ των τηλεοπτικών σταθμών.
Από την άλλη πλευρά, γίνεται «μόδα» η «υιοθέτηση» ενός ορφανού από την Αφρική, η ενίσχυση μιας εξαθλιωμένης περιοχής του τρίτου κόσμου, ώστε να αποκτήσει νοσοκομείο και σχολείο. Είτε αυτό λειτουργεί ως απενοχοποίηση του πολιτισμού δυτικού τύπου, είτε ως κατασκευή ψευδών συνειδήσεων, το σίγουρο είναι ότι το δώρο και η αλληλεγγύη έχουν εδώ και καιρό απολέσει την αρχέγονη αξία της ανταπόδοσης και της ισοδιανομής.
Αναρχικός Πυρήνας Χαλκίδας