Δεδομένου ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών τάσσεται υπέρ των μαζικών απελάσεων – συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει εύκολα κανείς χωρίς να χρειαστεί να προβεί σε οποιαδήποτε έρευνα αφού είναι ολοφάνερο ότι στον πολιτικό λόγο κυριαρχούν οι αντι-μεταναστευτικές φωνές (άλλωστε σχεδόν όλες οι διαδικτυακές αναρτήσεις που καταπιάνονται με το θέμα αυτό, «κοσμούνται» από αρνητικά, έως και επιθετικά σχόλια), κρίνουμε αναγκαίο να θέσουμε προς συζήτηση, για μια ακόμη φορά το ζήτημα της μετανάστευσης και της σχέσης μεταξύ εγκληματικότητας και μεταναστών, αλλά και τη στάση διαφόρων φορέων της πολιτικής εξουσίας πάνω σ’ ένα τόσο λεπτό ζήτημα.
Οι στιγμές που ζούμε στην γηραιά μας Ήπειρο, τους τελευταίους μήνες είναι πραγματικά εφιαλτικές, ιδιαίτερα αν συμπεριλάβουμε μέσα σ’ όλα την άνοδο του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου της Μαρίν Λεπέν στην Γαλλία, του Γκιρτ Βίλντερς στην Ολλανδία και, πολύ περισσότερο, την είσοδο της Χρυσής Αυγής στην Βουλή. Δεν έφτανε η απίστευτη μεταμνημονιακή εξαθλίωση που έσπρωξε περίπου το 1/3 των Ελλήνων πολιτών κάτω από το όριο της φτώχειας (ενώ σχεδόν η πλειοψηφία των κατοίκων της χώρας δυσκολεύεται αφάνταστα να τα βγάλει πέρα), ή η ακραία και βάρβαρη επίδειξη δύναμης του Κράτους σε επίπεδο καταστολής οποιασδήποτε κινηματικής προσπάθειας πήγε (ή πάει) να ξεπηδήσει, τελευταία, μας προέκυψε, μαζί με την άθλια και παραπειστική ακροδεξιά προπαγάνδα για το μεταναστευτικό, και η συζήτηση για την «εγκληματικότητα». Τα εγχώρια και διεθνή ΜΜΕ, μαζί με όλα τα πολιτικά κόμματα που εκπροσωπούν τα κυρίαρχα στρώματα (από την άκρα δεξιά – σε όλες της τις εκφάνσεις – μέχρι και την πότε συντηρητική πότε φιλελεύθερη κεντροδεξιά) πρόλαβαν να ταυτίσουν την κοινωνική και οικονομική (όπως επίσης και την αξιακή και πολιτισμική) κρίση με την «κατάρα των μεταναστών». Εκμεταλλευόμενα τους ενδόμυχους φόβους του μέσου πολίτη (τον φόβο της ανεργίας μέσω του περιβόητου «οι ξένοι μας παίρνουν τις δουλειές» και τον φόβο της εγκληματικότητας λόγω της υπερσυσσώρευσης εξαθλιωμένων μαζών στις αναπτυγμένες χώρες), κατάφεραν να δημιουργήσουν έναν αποδιοπομπαίο τράγο. Στην Ελλάδα, ιδιαίτερα, αν δεν βρεθεί ο απόλυτος Διάβολος, ο απόλυτος Έλληνας δεν μπορεί να κοιμηθεί ήσυχος χωνεύοντας όποια αντικοινωνική, και αντιδημοκρατική πολιτική αποφασίζεται να εφαρμοστεί (και) σε βάρος του.
Θα ήταν σωστό, φυσικά, μέσα σ’ αυτήν την βαρβαρότητα να συμπεριλάβουμε, την απο-πολιτικοποίηση και την απάθεια που συνεπάγεται την έλλειψη κινήτρων καθώς και νέων δημοκρατικών προταγμάτων που έχουν βυθίσει ολόκληρο τον Δυτικό κόσμο στην αδράνεια, συμβάλλοντας έτσι στην παράλυση της δυνατότητας για ενδοσκόπηση των κοινωνιών, και στην περαιτέρω αποδυνάμωση της ικανότητάς των ν’ αμφισβητούν τον εαυτό τους. Η πολιτική φτώχεια που έχει κατακυριεύσει τις Δυτικές κοινωνίες έχει μέχρι στιγμής καταφέρει να εγκλωβίσει τον καθένα από εμάς στην ιδιωτική του σφαίρα, θεμελιώνοντας έτσι ένα ατομικιστικό lifestyle, όπου κανείς δεν ενδιαφέρεται για τίποτα περισσότερο από την προσωπική του ευημερία, η οποία ταυτίζεται με την κατανάλωση άχρηστων προϊόντων και (συν)αισθημάτων, μεταμορφωνόμενος σε τηλε-πολίτη (όλα είναι ανώδυνες εικόνες στην TV- μέρος ενός δράματος που φαίνεται πως εκτυλίσσεται «αλλού»). Υπό αυτές τις συνθήκες, το δράμα των μεταναστών χτυπά στον τοίχο της αδιαφορίας του Δυτικού ανθρώπου, ο οποίος ανησυχεί μονάχα για την δική του αγοραστική δυνατότητα. Σε περιόδους αντικειμενικής αδυναμίας για υπερκατανάλωση, δηλαδή σε περιόδους ένδειας, ο ίδιος άνθρωπος που πριν αδιαφορούσε, ακριβώς εξαιτίας της αποπολιτικοποίησής του, εύκολα (μετα)στρέφεται προς τερατώδη ιδεολογήματα: όταν αισθάνεται ότι δεν μπορεί πια να καταναλώνει ό,τι «επιθυμεί» μετονομάζει το απροσδιόριστο αυτό κενό σε «ασύμμετρη απειλή» η οποία εντοπίζεται στην παρουσία των φτωχών μεταναστών που «θα του πάρουν τη δουλειά».
Τα Ελληνικά ΜΜΕ, στην πιο ταραγμένη πολιτική περίοδο της μεταπολίτευσης, σε μια εποχή που η εξαθλίωση αρχίζει, μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερο, να θυμίζει την περίοδο που ακολούθησε την κατοχή και τον αιματοβαμμένο Εμφύλιο, τις μέρες που ένα τεράστιο ποσοστό ανέργων πολιτών προσπαθεί να μεταναστεύσει με το σκεπτικό «όπου φύγει, φύγει» και ήδη αντιμετωπίζεται ρατσιστικά από τις «χώρες υποδοχής» (για τις οποίες ο μέσος Έλληνας είναι ένας τεμπέλης, χαραμοφάης και απατεώνας), φροντίζουν να παρουσιάζουν με μεγάλους τίτλους και ψεύτικη ευαισθησία, την αγωνία που τάχα περνά ο διαρκώς απειλούμενος από τους «λαθρομετανάστες» και τους «ξένους» Έλληνας πολίτης, ενώ, στα μικρά γράμματα, κάπου εκεί κοντά στα ζώδια και τις μικρές αγγελίες, γίνονται – όπως είναι και το «πολιτικά ορθό» και όπως επιτάσσει η «δημοσιογραφική δεοντολογία» – και κάποιες αναφορές στην απίστευτη βία που ασκείται από τα στρατιωτάκια της Χρυσής Αυγής εναντίον των μεταναστών. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, φυσικά, η ρατσιστική προπαγάνδα του Πρώτου Θέματος, που καλεί μέχρι και τον στρατό στο δρόμο, διαφημίζοντας στην ουσία το μιλιταρισμό που προωθούν οι νεοναζί της Χρυσής Αυγής.
Όλα ανακατεύονται στο μπλέντερ του «ελληνόψυχου» και στο βάθος, Νεοφιλελεύθερου, θεάματος, και το υβρίδιο που βγαίνει από την τηλεοπτική ή σχιζοφρενικο-διαδικτυακή, αλλά και έντυπη δημοσιογραφική, μήτρα, είναι ένα εκτόπλασμα παραπληροφόρησης που σκόπιμα ή μη (αυτό δεν μας ενδιαφέρει σ’ αυτή τη φάση), στρέφει το βλέμμα του κόσμου εκεί που, σε μια κοινωνία με μέσο δείκτη πολιτικής συνειδητοποίησης, θα ήταν εντελώς αφύσικο, σχεδόν τρελό, να στραφεί.
Τόσο η άκρα δεξιά και όλοι οι εθνικιστές, αλλά και η αριστερά, υιοθετούν μια τελείως απλουστευτική ανάλυση πάνω στο μεταναστευτικό. Οι μεν κάνουν λόγο για επαναπατρισμό (και, φυσικά, βρίσκουν σύμφωνη την κοινή γνώμη), ενώ η αριστερά, απεναντίας, κρατώντας μια πιο διαλεκτική στάση, προσπαθεί να προσεγγίσει το ζήτημα, με γνώμονα τον σεβασμό στις ελεύθερες μετακινήσεις, θέση που προφανώς είναι σωστή. Βέβαια, για τους περισσότερους αριστερούς, οι μετανάστες αποτελούν ένα είδος σύγχρονου προλεταριάτου. Χρησιμοποιούνται ως επαναστατικό υποκείμενο για την ανατροπή του καπιταλισμού και αγνοείται το γεγονός ότι ένα μεγάλο ποσοστό μεταναστών μένει παγερά αδιάφορο για την πολιτική, ενώ, απλά και μόνο, επιθυμεί μια θέση εργασίας (εντός του συστήματος) ώστε να εξασφαλιστούν τα προς το ζην. Έτσι, αφήνοντας για την ώρα στην άκρη την εθνικιστική ρητορική και τον όχλο που τυφλά την υποστηρίζει, θα προσπαθήσουμε να έρθουμε σ’ επαφή με μια πραγματικότητα που απ’ ό,τι δείχνει, ελάχιστη σχέση έχει με αυτήν που η αριστερά και ένα κομμάτι του αναρχικού χώρου φαντάζονται.
Όπως ειπώθηκε και παραπάνω, σπανίως οι μετανάστες ενδιαφέρονται για την κοινωνική μεταστροφή, ενώ δεν θα πρέπει ν’ αγνοήσουμε ότι πολλοί από αυτούς, έρχονται από χώρες οι οποίες υπέφεραν από κάποιο Σταλινικό καθεστώς, και για το λόγο αυτό, στο άκουσμα και μόνο της λέξης «κομμουνισμός», κυριεύονται από απέχθεια και τρόμο (δεδομένου ότι οι Σταλινικές δικτατορίες του πρώην Ανατολικού μπλοκ θανάτωσαν, φυλάκισαν, εξόρισαν, βασάνισαν εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, αρκεί να υπήρχε έστω και η υποψία ότι κάποιος εναντιωνόταν ή διαφωνούσε με την κυρίαρχη καθεστωτική ιδεολογία).
Οι αριστεροί και πολλοί αναρχικοί βλέπουν τους μετανάστες σαν ένα σώμα που ενωμένο θα μπορούσε να συντρίψει τα αφεντικά και τις οικονομικές ελίτ οι οποίες καρπώνονται την υπεραξία από την «μαύρη» εργασία των βασανισμένων αυτών ανθρώπων. Είναι τέτοια η εξαθλίωσή τους, που θα μπορούσαν να εργαστούν, ακόμα και για μεροκάματα πολύ χαμηλότερα από τα κατώτερα της αγοράς εργασίας. Αγνοείται, ωστόσο, το γεγονός πως η ένωση όλων των μεταναστών με σκοπό την σύγκρουση με το κατεστημένο είναι σχεδόν αδύνατη, όχι μόνο γιατί οι ακροδεξιοί και η κυρίαρχη προπαγάνδα επιχειρεί να διχάσει τα κατώτερα στρώματα, αλλά συχνά γιατί και οι ίδιοι οι μετανάστες αρνούνται να απαρνηθούν δικές τους προκαταλήψεις που τους διχάζουν: είναι γεγονός πως ούτε οι μετανάστες έχουν (και δεν επιθυμούν να έχουν) συγκρουσιακή συνείδηση (και γι’ αυτό ευθύνεται και η ίδια η Αριστερά, όπως ευθύνεται και για την αντίστοιχη έλλειψη των μη προνομιούχων γηγενών κοινωνικών στρωμάτων). Ο ρατσισμός δεν είναι προνόμιο μόνο των γηγενών ενάντια στους αλλοδαπούς, αλλά, όπως έχει παρατηρηθεί, μίσος και μισαλλοδοξία μπορεί να τρέφει και κάποιος μετανάστης για κάποιον άλλον (ένας Άραβας για κάποιον μαύρο Αφρικανό, για παράδειγμα), ενώ η ίδια η ιστορία έχει αποδείξει ότι φυλετικές συγκρούσεις μεταξύ μεταναστών έχουν λάβει χώρα πολλές φορές (ενδεικτική είναι η περίπτωση της Νέας Υόρκης, όπου Ιταλοί, Ιρλανδοί και Κινέζοι, ουκ ολίγες φορές ήρθαν στα χέρια με σκοπό τον έλεγχο κάποιας περιοχής). Έτσι, εάν πραγματικά στοχεύουμε στην κοινωνική μεταστροφή προς μια δημοκρατική κατεύθυνση, θα ήταν σωστό να μην αγνοήσουμε και το γεγονός πως όχι μόνο οι γηγενείς αλλά και καμιά φορά οι ίδιοι οι μετανάστες μπορεί να είναι εξίσου εθνικιστές, ρατσιστές ή και σεξιστές – γεγονός που βέβαια δεν συμβαδίζει με την (πραγματική) δημοκρατία.
Η εσφαλμένη προσέγγιση της Αριστεράς στο θέμα (μιας Αριστεράς που στο αποκορύφωμα της καπιταλιστικής κρίσης δείχνει ανίκανη να αναλύσει σωστά τα δεδομένα και αδύναμη να αντιδράσει), σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι δικαιώνεται ούτε στο παραμικρό ή ακροδεξιά και εθνικιστική δημαγωγία. Κι αυτό γιατί μια αμφισβητήσιμη πολιτική προσέγγιση δεν μπορεί, δεν πρέπει και δεν γίνεται να συγκριθεί με την εσκεμμένη βία που καλλιεργείται από κάθε ρατσιστική ιδεοληψία.
Στην Ελλάδα του Μνημονίου, της Τρόϊκας, της αστυνομοκρατίας, πρέπει να προσθέσουμε πια και την Ελλάδα της γενικευμένης μισαλλοδοξίας, που τροφοδοτείται από όλα τα κόμματα εξουσίας, από την άκρα δεξιά και ένα μεγάλο κομμάτι των ΜΜΕ. Μια πράξη βίας από μετανάστη γίνεται σε δευτερόλεπτα, το δημοσιογραφικό hit της ημέρας, μια ανεπανάληπτη τρομολαγνική επιτυχία, που κοπανιέται από όλους τους προαναφερόμενους κύκλους με τέτοια επιμονή που θα τρελαινόταν ακόμα και γνωστικός – πόσο μάλλον ο απαθής, απολίτικος και εξαθλιωμένος πια, τηλεπολίτης. Τα ΜΜΕ ξεχειλίζουν από αίμα αθώων Ελλήνων και σπέρμα σατανικών μεταναστών, ερεθίζοντας ποικιλοτρόπως τους κουρασμένους εγκεφάλους του άτυχου κοινού τους. Οι φυλλάδες και τα φασιστολόγια λυσσάνε, ομάδες ανεγκέφαλων βασανιστών σπεύδουν να λιντσάρουν ήδη συλληφθέντες και κατηγορούμενους ανθρώπους που ίσως να είναι ίσως και όχι, ένοχοι, «καθώς πρέπει» νοικοκυραίοι αφήνουν τις δουλειές τους (κι αν είναι άνεργοι, εγκαταλείπουν τις μικρές αγγελίες ή το ωραίο τους κρεβάτι – πράγμα ακόμα χειρότερο) για να μαζευτούν έξω από τις εισαγγελίες προκειμένου να διαπομπεύσουν τα «αλλοδαπά αιμοσταγή τέρατα»… (και άλλες φορές για να αποθεώσουν τους Έλληνες Τιμωρούς που έπραξαν τα αντίστοιχα, είτε αυτοδικώντας είτε απονέμοντας δικαιοσύνη ως αυτόκλητοι μπάτσοι, δικαστές και δήμιοι ταυτόχρονα).
Κι όμως, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ίδιας της Ελληνικής Αστυνομίας (η οποία εκτός από το θεσμικό μαντρόσκυλο της εξουσίας, είναι και το συγκοινωνούν δοχείο με την φιάλη της υπερφίαλης Χρυσής Αυγής), αποδεικνύεται περίτρανα ότι η καραμέλα της εγκληματικότητας-προνομίου και επαγγέλματος των μεταναστών, δεν είναι παρά ακόμα ένας μύθος, τόσο όσον αφορά τα ποσοστά αλλά και τα είδη των εγκλημάτων για τα οποία κατηγορούνται, που, τις περισσότερες φορές είναι πλημμεληματικού ή και πταισματικού χαρακτήρα και με σαφώς μικρότερη κοινωνική απαξία (εδώ πρέπει και να συνυπολογιστεί ότι για κάποια είδη βαριάς εγκληματικότητας, όπως π.χ. οι βιασμοί, ο σκοτεινός αριθμός [1] είναι υψηλότατος και εκ των πραγμάτων δεν μπορεί παρά να αφορά κυρίως Έλληνες αφού και οι συνθήκες το ευνοούν – ενδοοικογενειακή βία τη στιγμή που συχνότατα οι μετανάστες έρχονται στην Ελλάδα μόνοι, χωρίς οικογένεια – αλλά και το γεγονός πως οι αρχές δείχνουν εντελώς απρόθυμες να δείξουν και για τους Έλληνες δράστες τον υπερβάλλοντα ζήλο που δείχνουν όταν πρόκειται για αλλοδαπούς, ειδικά για κάποια είδη εγκλημάτων όπως διαρρήξεις, ναρκωτικά και οικονομικά εγκλήματα).
Η εσκεμμένη (ή μη) σύγχυση της εγκληματικότητας της καθημερινότητας και μάλιστα σε μία χώρα που έχει παντελώς εξαθλιωθεί, είτε πρόκειται για εγκλήματα πάθους, είτε για εγκλήματα συμφέροντος, είτε για εγκλήματα που στρέφονται κατά της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της σεξουαλικής ελευθερίας, της αξιοπρέπειας κλπ. (κοινωνικό φαινόμενο που ανέκαθεν υπήρχε), σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να συγκρίνεται με την ιδεολογικοποιημένη ναζιστική – ρατσιστική βία, η οποία καλεί μαζικά μια μερίδα του κόσμου να στοχοποιήσει ολόκληρες κοινωνικές ομάδες (μετανάστες, αλλόφυλοι, αλλόθρησκοι, ομοφυλόφιλοι, αναρχικοί, κομμουνιστές κ.ο.κ.) αλλά και να βιαιοπραγήσει εναντίον τους με σκοπό, αφ’ ενός την εξαφάνισή τους, την εκμηδένισή τους και, αφ’ ετέρου την πλήρη απο-ανθρωποποίηση των θυμάτων, μέσω της επιβολής, του πλήρους εξευτελισμού τους, του εξαναγκασμού τους να ζουν μέσα στο φόβο και την ντροπή ή να παραδοθούν στα χέρια του θύτη τους. Κάτι τέτοιο, φυσικά, δεν σημαίνει ότι εμείς μπορούμε έτσι απλά ν’ αγνοήσουμε αυτά τα καθημερινά εγκλήματα, καθώς, πρόκειται για πράξεις που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στρέφονται όχι μόνο κατά της σωματικής ακεραιότητας συμπολιτών μας, αλλά και της ίδιας μας της ζωής πολλές φορές. Έτσι, η φρικτή επίθεση που δέχθηκε η 15χρονη Μυρτώ στην Πάρο από 21χρονο Πακιστανό (ο οποίος, μάλιστα, με έντονα προκλητικό τρόπο ομολόγησε το έγκλημά του), εκτός από το γεγονός πως θα πρέπει να καταδικαστεί στην συνείδηση όλων, δεν διαφέρει σε τίποτα από οποιαδήποτε απόπειρα (σεξουαλικής ή μη) κακοποίησης ανηλίκου από ημεδαπό πρόσωπο. Κάθε άνθρωπος που δίχως να βρίσκεται σε νόμιμη άμυνα, επιλέγει την βία ως μέσο συναναστροφής με σκοπό και μόνο να ικανοποιεί τις δικές του επιθυμίες, θα πρέπει να είναι έτοιμος να υποστεί τις συνέπειες των πράξεών του, είτε πρόκειται για Έλληνα είτε για αλλοδαπό. Η εξ ολοκλήρου, όμως, στοχοποίηση κάποιας φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας, με σκοπό τον αφανισμό της, αποτελεί προτροπή σε βία ή οποία βρίσκεται σε πολύ υψηλότερη διαβάθμιση απ’ ό,τι η μεμονωμένη περίπτωση ενός βιασμού, καθώς, δεν στοχεύει στην απονομή δικαιοσύνης, αλλά πρόκειται για μια πλήρως ανορθολογική αντίδραση που ικανοποιεί, ίσως, ένα είδος μεταφυσικής ανάγκης για εκδίκηση, θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή χιλιάδων ανθρώπων. Πρόκειται για μια εγκληματικότητα που εξισώνεται με την τυφλή, άμετρη, παράλογη και ακραία βία η οποία υποκινείται από ιδεοληψίες και αποσκοπεί όχι σε κάποιο υλικό ή ψυχικό αντάλλαγμα (όπως συνήθως συμβαίνει με την κοινή εγκληματικότητα) αλλά στην πλήρη εκμηδένιση, ταπείνωση και αφανισμό του «άλλου», του «εχθρού», του «ξένου», του «διαφορετικού».
Βέβαια, το έγκλημα, διαχρονικά, είναι μια διαρκώς μεταλλασσόμενη έννοια. Πράξεις που σε κάποιες κοινωνίες ήταν ειδεχθείς, σε άλλες κοινωνίες ή άλλες ιστορικές περιόδους, ήταν απόλυτα αποδεκτές και νόμιμες, ή πράξεις που σε κάποιες κοινωνίες αποτελούσαν βαριά εγκλήματα σε άλλες θεωρούνταν πολύ πιο ασήμαντες και αντίστροφα. Σε μια σύγχρονη, όμως, κοινωνία οφείλουμε ν’ αναγνωρίσουμε με απόλυτη αντικειμενικότητα το δικαίωμα κάθε ανθρώπου, ανεξαρτήτως φύλου, χρώματος και ηλικίας, να συμβιώνει ειρηνικά, δίχως ν’ απειλείται από κάποια άλλη ομάδα, φυσικά, υπό την προϋπόθεση ότι το ίδιο το άτομο δεν εξυπηρετεί συμφέροντα επιζήμια για τους υπόλοιπους πολίτες. Αν και στο άρθρο αυτό δεν είναι δυνατό να αναλυθεί ούτε η ανθρώπινη φύση, ούτε η φύση του εγκλήματος, ούτε ο Νόμος και οι θεσμοί των κοινωνιών διαχρονικά (ούτε είναι η πρόθεσή μας αυτή εξάλλου), πρέπει να γίνει επιτέλους κατανοητή η ολοφάνερη αλλά, όπως φαίνεται όχι και αυτονόητη, ποσοτική και κυρίως ποιοτική διαφορά μεταξύ του εγκλήματος ως διαχρονικού κοινωνικού φαινομένου, είτε μιλάμε για εποχές σχετικής ομαλότητας είτε για εποχές κοινωνικής και οικονομικής κρίσης, από την ιδεολογικοποιημένη εγκληματικότητα που γεννά ο φασισμός, ο ρατσισμός και ο άρρωστος εθνικισμός.
Δυστυχώς, μιλάμε για ακόμη μια φορά για την ρατσιστική βία των μελών της κοινοβουλευτικής πλέον ναζιστικής οργάνωσης Χ.Α. (κυρίως), αλλά και κάποιων άλλων εν δυνάμει φασιστών, της Ελληνικής Ρατσιστικής Αστυνομίας, των Ελληνικών Δικαστηρίων που αρκετά συχνά ξεχνούν πως «όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι απέναντι στο νόμο», του Σωφρονιστικού Συστήματος αυτής της σύγχρονης εφιαλτικής Ελλάδας και της βαριά και βαθιά νοσούσης ελληνικής κοινωνίας. Ας γίνει λοιπόν σαφές πώς ούτε κουτόχορτο μασάμε, ούτε σπεύδουμε να υπερασπιστούμε οποιονδήποτε εγκληματία. Απλώς θυμόμαστε ότι σύμφωνα με τις αρχές ακόμα και της αστικής, αντιπροσωπευτικής, «Δημοκρατίας», κάθε κατηγορούμενος είναι αθώος αν δεν αποδειχτεί πλήρως και αμετάκλητα η ενοχή του (όσον αφορά την κλασσική εγκληματικότητα), και πως οι ναζιστές, οι φασίστες, οι ρατσιστές, είναι οι διεστραμμένοι υπηρέτες της αιώνιας βίας που στρέφεται κατά ολόκληρης της κοινωνίας. Αυτοί να ξέρουν πως όση οικονομική στήριξη κι αν έχουν από διάφορα συμφέροντα, όση κάλυψη κι αν τους παρέχει το Κράτος, όση διαφήμιση κι αν τους προσφέρουν τα Μέσα Μαζικής Προπαγάνδας, όσους μπράβους κι αν εντάξουν στο δυναμικό τους, ο φασισμός τους θα έχει και πάλι τη θέση που του αξίζει, στο σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας και ότι, όσο κι αν έχουν δηλητηριαστεί οι ίδιοι από το μίσος και την ανοησία τους, δεν θα καταφέρουν ν’ αλλοτριώσουν κι εμάς.
Οι φονιάδες δεν έχουνε πατρίδα, ο ρατσισμός όμως έχει και δυστυχώς φαίνεται πως στις μέρες μας λέγεται Ελλάδα…
1. Περιπτώσεις τετελεσμένων εγκλημάτων ή απόπειρας τέλεσής τους που δεν γνωστοποιήθηκαν ποτέ σε κάποια αρμόδια αρχή.
H εικόνα στην αρχή του κειμένου πρόκειται για επεξεργασία παλιότερης δημιουργίας του εξαιρετικού antistachef
Συνδιαμόρφωση από Ian Delta, Michael Theo
Πηγή: eagainst.com