Monthly Archives: April 2012

Οι εκκαθαρίσεις ελληνόφωνων από τον Στάλιν

Το ζήτημα των διωγμών και της εξόντωσης χιλιάδων Ελλήνων της Σοβιετικής Ενωσης στα φοβερά γκούλαγκ της Σιβηρίας την εποχή του Στάλιν, φωτίζουν μαρτυρίες επιζώντων του μεγάλου –και εν πολλοίς άγνωστου, σε όλες του τις πτυχές– αυτού πογκρόμ, αφηγήσεις συγγενών ανθρώπων που πέθαναν στα κάτεργα και ιστορικών που ερευνούν την υπόθεση.

Τουλάχιστον τριάντα οχτώ χιλιάδες Σοβιετικοί πολίτες ελληνικής καταγωγής μεταφέρθηκαν στα γκούλαγκ της Σιβηρίας, απ’ όπου ελάχιστοι επέζησαν των απάνθρωπων συνθηκών καταναγκαστικής εργασίας. Συνολικά, όπως προκύπτει από τα υπάρχοντα στοιχεία, υπήρξαν τρία κύματα διωγμών των Ελλήνων της πρώην Σοβιετικής Ενωσης κατά τη σταλινική περίοδο: οι εύποροι που συνελήφθησαν, εκτοπίστηκαν ή εκτελέστηκαν το ’30 ως «Κουλάκοι», μεγαλοαγρότες δηλαδή και άρα «εχθροί του λαού», εκείνοι –μερικές δεκάδες χιλιάδες– που διώχθηκαν το 1937 στην περιβόητη «επιχείρηση 13» με την κατηγορία της υπέρ της Ελλάδος κατασκοπείας (!) και όσοι εξορίστηκαν στη διάρκεια του πολέμου αλλά και το 1949 ως «συνεργάτες των Γερμανών» και «υπονομευτές» του σοβιετικού κράτους.

Τρία κύματα διωγμών σε 12 χρόνια

Στα τέλη του 1937, η Σοβιετική Ενωση ζούσε την κορύφωση της «περιόδου του μεγάλου τρόμου». Οι εκκαθαρίσεις αντιπάλων του σταλινικού καθεστώτος είχαν λάβει τη μορφή επιδημίας. Η δολοφονία του Κίρωφ, την 1η Δεκεμβρίου του 1934, προσχεδιασμένη από τις μυστικές υπηρεσίες του Στάλιν όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, ήταν το εναρκτήριο λάκτισμα για την εξόντωση των εσωκομματικών αντιπάλων του δικτάτορα, που εξελίχθηκε σε φοβερό πογκρόμ.

Πιστοί σύντροφοι του Λένιν, ηγέτες της μπολσεβίκικης επανάστασης, όπως ο Κάμενεφ, Ζινόβιεφ, Μπουχάριν κ.ά. κατηγορήθηκαν για τη δολοφονία και εκτελέστηκαν, ενώ ο Τρότσκι κατέφυγε στη Νορβηγία και αργότερα δολοφονήθηκε στο Μεξικό από πράκτορα της KGB. Οι ύποπτοι για «συνωμοσία» κατά του σοβιετικού κράτους οδηγούνταν κατά χιλιάδες, έπειτα από δίκη-παρωδία, στο εκτελεστικό απόσπασμα και στα περιβόητα γκούλαγκ της Σιβηρίας τα τρένα κατέφθαναν ξεφορτώνοντας «προδότες» και «εγκληματίες».

Επιχειρήσεις εκκκαθάρισης

Ο Στάλιν μαζί με τους εσωκομματικούς αντιπάλους και τους αντικαθεστωτικούς αποδείχθηκε ότι είχε θέσει στο στόχαστρό του και τις μικρότερες εθνότητες που ζούσαν στην αχανή σοβιετική επικράτεια. Πίστευε, πιθανότατα, κατά τους μετέπειτα μελετητές της περιόδου εκείνης, ότι σε μια ενδεχόμενη σύγκρουση με τη Γερμανία ή τις άλλες «ιμπεριαλιστικές δυνάμεις», Πολωνοί, Κορεάτες, Ιάπωνες, Γερμανοί, Ελληνες, Φινλανδοί, Ρουμάνοι κ.ά. θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως «πέμπτη φάλαγγα» συστρατευόμενοι με τον εχθρό. Η απαλλαγή, λοιπόν, από τους δυνάμει «υπονομευτές» ήταν ζήτημα εθνικής ασφάλειας.

Οπως προκύπτει από τα σοβιετικά αρχεία που άνοιξαν μετά την πτώση του καθεστώτος, οργανώθηκαν δεκατέσσερις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, για ισάριθμες εθνότητες, σχεδιασμένες από τον αρχηγό της NKΒD (τη μετέπειτα KGB) και στενό συνεργάτη του Στάλιν, Νικολάι Γιεζόφ. Η «ελληνική επιχείρηση εκκαθάρισης» με την υπ’ αριθμ. 50215 ντιρεκτίβα της NKBD ξεκίνησε τη νύχτα της 15ης Δεκεμβρίου του 1937 και εξελίχθηκε σε Γεωργία, Κριμαία, Σταυρούπολη και όπου αλλού ζούσαν Ελληνες από τους 300.000 που είχαν εγκατασταθεί στη ρωσική και αργότερα σοβιετική αυτοκρατορία.

Σε στρατόπεδα εργασίας

Οπως λέει ο κ. Ιβάν Τζούχα, ομογενής από τη Ρωσία, που επί χρόνια ερευνά την ιστορία της δίωξης των Ελλήνων της Σοβιετικής Ενωσης, από τα στοιχεία που διαθέτει προκύπτει ότι 38.000 ελληνικής καταγωγής σοβιετικοί πολίτες εξαφανίστηκαν στη «μαύρη τρύπα» των γκούλαγκ του Στάλιν. Η ελληνική επιχείρηση ήταν η υπ’ αριθμόν 13 και το 50% των ομογενών συνελήφθησαν τις πρώτες τρεις μέρες με την κατηγορία της κατασκοπείας υπέρ της Ελλάδας! Πολλοί από τους συλληφθέντες εκτελέστηκαν αμέσως. Μόνο στην περιοχή του Ντονέτσκ, στην Κριμαία, από τις 20 Ιανουαρίου έως τις 5 Φεβρουαρίου του 1938 τουφεκίστηκαν χωρίς δίκη 3.140 Ελληνες.

Οι άλλοι μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, γνωστά ως γκούλαγκ της Σιβηρίας και κυρίως στην περιοχή Κολιμά, κοντά στη χερσόνησο της Καμτσάτκα, όπου κατά τη σταλινική παντοδυναμία εξορίστηκαν 2.500.000 σοβιετικοί πολίτες, από τους οποίους λίγοι επέζησαν. «Τους υποχρέωναν να εργάζονται επί 15-16 ώρες την ημέρα στα διαβόητα ορυχεία χρυσού. Ουδείς άντεξε εκεί περισσότερους από τρεις-τέσσερις μήνες. Η θερμοκρασία τον χειμώνα επέφτε στους -60 βαθμούς. Τους νεκρούς τους στοίβαζαν σαν ψόφια ζώα και όταν μαζεύονταν πολλοί τους έκαιγαν. Οσοι επέζησαν, γλίτωσαν από θαύμα», αναφέρει ο κ. Τζούχα.

«Τον πήραν»

Τα όργανα των μυστικών υπηρεσιών του καθεστώτος άρπαζαν μέσα στη νύχτα τους άνδρες, χωρίς να δίνουν εξηγήσεις στους ίδιους ή στους συγγενείς. Ουδείς βεβαίως τολμούσε να ρωτήσει για την τύχη των δικών του ανθρώπων, αλλά όλοι υποψιάζονταν τι τους περίμενε. Το μόνο που ψέλλιζαν αν κάποιος ρωτούσε ήταν: «τον πήραν». «Αυτό το ρήμα προκαλούσε φρίκη στην τότε Σοβιετική Ενωση, γιατί σήμαινε φοβερά πράγματα», συνεχίζει ο ομογενής ερευνητής και προσθέτει ότι μόνο μετά το 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1956, οπότε άρχισε η αποσταλινοποίηση, άρχισαν να βγαίνουν τα όσα έγιναν εις βάρος και των Ελλήνων.

Με το ξέσπασμα του πολέμου και την επέλαση των Γερμανών στο σοβιετικό έδαφος ακολούθησαν νέοι διωγμοί εναντίον των μικρών εθνοτήτων. Το σταλινικό καθεστώς εξόρισε το 1942 στη Σιβηρία και το Καζακστάν 6.000 Ελληνες ως ύποπτους συνεργασίας με το εχθρό και όταν εκδιώχθηκαν τα γερμανικά στρατεύματα, το 1944, άλλα 15.040 άτομα ελληνικής καταγωγής εκτοπίστηκαν στη σιβηρική στέπα με την κατηγορία της συνεργασίας με τις κατοχικές δυνάμεις. «Βεβαίως όλα αυτά ήταν χαλκευμένα, οι Ελληνες όχι μόνο δεν συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς, αλλά υπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν την παρτιζάνικη δράση τους και συμμετοχή στον Κόκκινο Στρατό», λέει ο κ. Τζούχα.

Το 1949 σημειώθηκε το τρίτο και τελευταίο κύμα εκκαθαρίσεων Ελλήνων από τα παράλια της Αζοφικής και της Μαύρης Θάλασσας. Σε μια νύχτα «πήραν» 37.000 Ελληνες από την Κριμαία και το Βατούμι και τους εκτόπισαν στο Καζακστάν και το Ουζμπεκιστάν. «Το καθεστώς ήθελε να αδειάσει τα παράλια από τους αλλοεθνείς», εξηγεί ο κ. Τζούχα, ο οποίος ταξιδεύει ανά τη ρωσική επικράτεια, συλλέγοντας στοιχεία προκειμένου να συντάξει το «Μαρτυρολόγιο των Ελλήνων θυμάτων των σταλινικών διώξεων».

Επτασφράγιστα αρχεία

Δεν είναι εύκολο το έργο του καθώς τα περισσότερα αρχεία της KGB και των άλλων μυστικών υπηρεσιών παραμένουν επτασφράγιστα. Οι διωχθέντες την περίοδο του «μεγάλου τρόμου» αποκαταστάθηκαν μαζί με εκατομμύρια άλλους σοβιετικούς πολίτες που διώχθηκαν, όχι όμως και οι Ελληνες που δολοφονήθηκαν και εξορίστηκαν κατά το τρίτο κύμα των διωγμών.

Οι προσπάθειες κάποιων παραγόντων της εκεί ελληνικής ομογένειας σκοντάφτουν στο Κρεμλίνο, που με διάφορα προσχήματα δεν ανοίγει τους φακέλους. Επί εποχής Γέλτσιν και έπειτα από παρεμβάσεις ελληνικής καταγωγής μελών της Δούμα, το ντοσιέ με τα στοιχεία για τις διώξεις των Ελλήνων έφτασε στα χέρια του παντοδύναμου τότε Ρώσου προέδρου μαζί με εκείνα των Πολωνών. Μόλις ο Γέλτσιν είδε τα έγγραφα για τους Πολωνούς, για τους οποίους δεν ήθελε ν’ ακούσει, πέταξε και τους δύο φακέλους στο καλάθι των αχρήστων, διαψεύδοντας τις προσδοκίες όσων ανέμεναν δικαίωση.

«Κατηγόρησαν τον πατέρα μου για κατάσκοπο και τον εκτέλεσαν»

Συνάντησα την Κλεοπάτρα Μαρουφίδου στα μέσα Ιουνίου στον Ελληνορωσικό Οίκο Υπερηλίκων, ένα γηροκομείο της Ρωσικής Εκκλησίας στην οδό Ηλεκτρουπόλεως στην Αργυρούπολη. Παρά τα ενενήντα τρία της χρόνια, τα ’χει τετρακόσια. Διαβάζει με τις ώρες, βοηθάει στην ταξινόμηση της βιβλιοθήκης του ιδρύματος, παρακολουθεί την αλληλογραφία του γηροκομείου, συζητάει επί παντός επιστητού με τις νεαρές νοσηλεύτριες. Στα ράφια του πεντακάθαρου μικρού δωματίου, πολλά βιβλία Ρώσων συγγραφέων και ποιητών –Πούσκιν, Τολστόι, Αχμάτοβα, κ.ά.–, στους τοίχους φωτογραφίες σοβιετικών ηθοποιών, του Πατριάρχη Μόσχας κ. Αλέξιου, του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και ένα πορτρέτο του ντράμερ των Μπιτλς, Ρίνγκο Στάρ!

Η Κλεοπάτρα Μαρουφίδου ήρθε στην Ελλάδα από τη Ρωσία το 1999, κουβαλώντας, όπως λέει, χίλιους πεντακόσιους τόμους λογοτεχνικών βιβλίων και μια συναρπαστική προσωπική ιστορία: είναι από τους ελάχιστους εν ζωή Ελληνες της Σοβιετικής Ενωσης που επέζησαν της σταλινικής τρομοκρατίας. Συνελήφθη με την κατηγορία της κατασκοπείας, φυλακίστηκε, εκτοπίστηκε στις στέπες του Καζακστάν, αλλά, όπως λέει, «στάθηκα τυχερή, γιατί αν με είχαν στείλει στα γκούλαγκ, το πιο πιθανό ήταν να είχα πεθάνει όπως τόσοι άλλοι». Σε ένα από αυτά τα γκούλαγκ εκτελέστηκε ο πατέρας της ως κατάσκοπος των Ελλήνων.

Από το Ιρκούτσκ στη Μόσχα

Η Κλεοπάτρα Μαρουφίδου γεννήθηκε στο Ιρκούτσκ, στην ανατολική Σιβηρία, όπου στα τέλη του 19ου αιώνα είχαν συρρεύσει πολλοί Ελληνες από τη νότια Ρωσία για να εργαστούν στο υπό κατασκευήν σιδηροδρομικό δίκτυο και στην ανοικοδόμηση της περιοχής. Εκεί, στην αφιλόξενη σιβηρική γη, οι Ελληνες πρόκοψαν ως τεχνίτες, μαστόροι και μικρέμποροι και γρήγορα κατέκτησαν περίοπτη θέση στην κοινωνία, όπου μάλιστα οι τοπικές αρχές έδωσαν το όνομά τους σε κεντρικό δρόμο του Ιρκούτσκ. Οταν το 1930 ο Στάλιν ξεκίνησε τις εκκαθαρίσεις εναντίον των κουλάκων (σ.σ. μεγαλοαγροτών) η μπάλα πήρε και τους ευκατάστατους Ελληνες, που εγκατέλειψαν την ύπαιθρο και κατέφυγαν στη Μόσχα και τις άλλες μεγάλες πόλεις, μήπως χαθούν και γλιτώσουν.

Το ίδιο έκανε και ο πατέρας της Κλεοπάτρας, ο Αδάμ, που όμως το 1935 πιάστηκε για παράνομη κατοχή συναλλάγματος και εστάλη σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα βόρεια της Μόσχας. «Εγραψα στον Στάλιν για να μου επιτρέψουν να δω τον πατέρα μου ενώ πήγα και είδα τον ίδιο τον Καλίνιν (σ.σ. πρόεδρος του Ανώτατου Σοβιέτ), ο οποιος μου έδωσε άδεια. Ηταν αρχές του 1937 όταν έφτασα στο γκούλαγκ, όπου με άφησαν να μείνω κοντά στον πατέρα μου τρεις μέρες. Ο υπεύθυνος με διαβεβαίωσε πως σε λίγους μήνες θα βγει. Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου όμως, όπως έμαθα αργότερα, τρεις μέρες μετά την εφαρμογή της ντιρεκτίβας εναντίον των Ελλήνων, τον εκτέλεσαν ως κατάσκοπο των Ελλήνων».

Δέκα μήνες στη φυλακή

Επιστρέφοντας στο Μουρμάνσκ, στην παραθαλάσσια αυτή πόλη του παγωμένου ρωσικού βορρά, όπου εν τω μεταξύ είχε τοποθετηθεί ως λογίστρια σε ανώτερη κρατική υπηρεσία, δεν μπορούσε να φανταστεί τι την περίμενε. «Μια μέρα μετά τη ντιρεκτίβα, είχαμε εκλογές θυμάμαι, ξύπνησα νωρίς για να τακτοποιήσω στο γραφείο κάποιες εκρεμμότητες και μετά να πάω να ψηφίσω. Κάποιος χτύπησε την πόρτα του σπιτιού μου και υπέθεσα ότι με ψάχνουν από το γραφείο γιατί είχα αργήσει. Ηταν δυο άντρες της NKVD, που με συνέλαβαν και με οδήγησαν στη φυλακή. Δεν είχα ιδέα γιατί μ’ έπιασαν και πού με πήγαιναν. Με ρωτούσαν διαρκώς πού είναι το λιμάνι, αλλά εγώ δεν κυκλοφορούσα στην πόλη και δεν ήξερα. Οταν ύστερα από αφόρητες πιέσεις υπέδειξα μια κατεύθυνση, είπαν ότι αυτό είναι απόδειξη ότι είμαι κατάσκοπος.

Με μετέφεραν στις γυναικείες φυλακές του Λένινγκραντ, όπου έμεινα δέκα μήνες χωρίς δίκη, γιατί είχε χαθεί στη διαδρομή ο φάκελός μου. Στο διάστημα αυτό απομακρύνθηκε ο τότε επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών Εζόφ και ανέλαβε ο Μπέρια, ο οποίος για να δείξει ότι ο προκάτοχός του δεν έκανε καλά τη δουλειά του απελευθέρωσε χιλιάδες κρατούμενους, μεταξύ των οποίων και εμένα.»

Εξορία στο Καζακστάν

«Ενα χρόνο μετά με συνέλαβαν και πάλι. Με δίκασαν για κατασκοπεία και με εξόρισαν στο Καζακστάν. Η ποινή ήταν τρία χρόνια, αλλά μεσολάβησε ο πόλεμος και έμεινα συνολικά πέντε χρόνια εκεί».

Μετά τον πόλεμο η Κλεοπάτρα Μουφίδου ενεργοποίησε, όπως λέει, «κάποιες παλιές και υψηλές γνωριμίες» και επέστρεψε στη δουλειά της, αυτή τη φορά ως υπάλληλος του υπουργείου που παρακολουθούσε τα δημόσια έργα στην Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν. Ουδέποτε έγινε μέλος του κόμματος, μολονότι πιέστηκε να ενταχθεί στο ΚΚΣΕ. Για την ίδια, όπως και για τη μεγάλη πλειονότητα των πολιτών της τότε Σοβιετικής Ενωσης, πάντως, ο Στάλιν ήταν ο μόνος αθώος για τις διώξεις και θανατώσεις εκατομυρίων αντιφρονούντων ή κατασκευασμένων «εχθρών του λαού». «Αυτά τα πράγματα συζητούνταν στον κόσμο και όλοι έλεγαν πως είναι ένα λάθος που θα διορθωθεί. Ο κόσμος αγαπούσε τον Στάλιν, πιστεύαμε ότι δεν ήξερε πως γίνονταν τέτοια πράγματα. Ημασταν πεπεισμένοι ότι τα έκαναν οι κάτω από αυτόν, αλλά εν αγνοία του».

Ακόμα και τώρα, πάντως, η υπέργηρη Κλεοπάτρα υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι ζούσαν τότε καλύτερα στη Ρωσία απ’ ό,τι σήμερα. «Οι άνθρωποι είχαν δουλειές. Σήμερα αναγκάζονται να φύγουν στο εξωτερικό, χωρίζουν οικογένειες, ξετυλίγονται δράματα», λέει.

«Ο θείον ο Δημητρόν απέθανεν…»

Η Βάλια Μουρατίδου ήταν 15 χρονών όταν η αστυνομία συνέλαβε τον πατέρα της, Δημήτρη –έναν σχετικά εύπορο Ελληνα, σιδηρουργό στο επάγγελμα–, στο Βατούμι.

«Ηταν Δευτέρα, 19 Δεκεμβρίου του 1937, και το πρωί κατεβήκαμε από το χωριό με τον πατέρα μου στο Βατούμι, αυτός για να πάει στη δουλειά του και εγώ στο σχολείο. Δύο ώρες μετά ήρθε ένας θείος μου και μου είπε ότι τον “πήραν” από το σιδηρουργείο. Από εκείνη την ώρα άρχισε ο γολγοθάς μας», λέει σήμερα η 84χρονη κ. Μουρατίδου, που ζει στη Θεσσαλονίκη και έχει συγγράψει βιβλίο για την περιπέτεια των Ελλήνων της Σοβιετικής Ενωσης υπό τον τίτλο «Εκατό χρόνια Οδύσσεια». «Τον κράτησαν ένα χρόνο στις φυλακές στο Βατούμι με άλλους Ελληνες. Ολοι τους πιάστηκαν με την ψεύτικη κατηγορία της υπονόμευσης του κράτους και της κατασκοπείας. Οι συνθήκες ήταν απάνθρωπες στη φυλακή, τα βασανιστήρια καθημερινό φαινόμενο. Πολλοί δεν άντεξαν και υπέγραψαν ότι αποδέχονται τις κατηγορίες και τους έστειλαν στα στρατόπεδα εργασίας. Ο πατέρας μου δεν υπέγραψε, αλλα στο τέλος τον εκτόπισαν και αυτόν. Τον είδα τελευταία φορά όταν τους φόρτωσαν στην Τιφλίδα στο τρένο για τη Σιβηρία. Εκτοτε δεν είχαμε νέα του. Λόγω των συνθηκών, αναγκαστήκαμε να φύγουμε στην Ελλάδα και αρχές του 1947 ένας εξάδελφος μας έγραψε ότι έμαθε από κάποιον που επέζησε πως “ο θείον ο Δημητρόν απέθανεν από αιμορραγίαν εντέρου”».

Το στίγμα της προδοσίας

Η κ. Παρθένα Αποστολιάδη από το χωριό Βιτέζοβο του Κρασνοντάρ, που ζει σήμερα στη Θεσσαλονίκη, δεν γνώρισε τον πατέρα της, αφού εστάλη στις αρχές του 1938 εξορία στη Σιβηρία, όταν η ίδια ήταν ενός μηνός. Θυμάται ωστόσο τον στιγματισμό που υπέστη η οικογένειά της, αφού ο πατέρας της είχε χαρακτηριστεί προδότης. «Από μικρό παιδάκι άρχισα να ψάχνω τον τάφο του για να αποθέσω λίγα λουλούδια, αλλά κανείς από τους εκπροσώπους των αρχών δεν μου έλεγε. Μόλις το 1956 έμαθα ότι είχε πεθάνει στη Σιβηρία, χωρίς να μου δοθούν περισσότερες λεπτομέρειες».

(άρθρο του Σ. Τ στην εφημερίδα Καθημερινή)

Ψήφος και αποχή: μια προσπάθεια επαναπροσδιορισμού των πραγματικών διλημμάτων

Καθώς βρισκόµαστε στην έναρξη µιας ακόμα προεκλογικής περιόδου, µεγάλο µέρος της κοινωνίας αντιµετωπίζει τις εκλογές σαν ένα µέσο µε το οποίο µπορεί να εκφραστεί, είτε για να δείξει την αντίθεσή του στην πολιτική που ακολουθείται, είτε για ν’ αναδείξει µε την ψήφο του ένα φαινοµενικά καινούριο καθεστώς. Η αναφορά σ’ αυτό το δίπολο «ψήφος δυσαρέσκειας/ψήφος ανοχής», δεν γίνεται τυχαία, αφού στην ελληνική τουλάχιστον κοινοβουλευτική παράδοση και πολιτική ζωή, φαίνεται ν’ αποτελεί τον κανόνα. Άλλωστε, το σύστηµα της αντιπροσωπευτικής, κοινοβουλευτικής δηµοκρατίας, δεν αφήνει και πολλά περιθώρια για µια ουσιαστική συµµετοχή στην διαµόρφωση της πολιτικής ζωής, αφού ο µόνος τρόπος «έκφρασης» της λαϊκής βούλησης είναι εξ ορισµού περιορισµένος σε ένα κλειστό σύστηµα ερωτήσεων και απαντήσεων που θυµίζει τις «πολλαπλές επιλογές» (multiple choice) των σύγχρονων, µεταµοντέρνων εκπαιδευτικών συστηµάτων. Πολλαπλές µεν, αλλά δοτές εκ των προτέρων. Συνεπώς, ούτε καν πολλαπλές µε την ουσιαστική και βαθιά έννοια του όρου.

Κοιτάζοντας την Ιστορία των ελληνικών εκλογών από την ίδρυση του νεο-ελληνικού Κράτους, θα δούµε εκλογικά συστήµατα που ήταν ευθέως προσανατολισµένα ακριβώς σε τέτοιου είδους δίπολα: π.χ. παλιότερα, κάθε κάλπη ήταν χωρισµένη σε 2 τµήµατα. Το αριστερό ήταν µαύρο και το δεξιό λευκό. Σε κάθε εκλογικό τµήµα υπήρχαν τόσες κάλπες όσες και οι υποψήφιοι και ο κάθε ψηφοφόρος µε την ψήφο του (µαύρη ή λευκή) αποδοκίµαζε ή το αντίθετο, συγκεκριµένο υποψήφιο. Αυτές και άλλες παρόµοιου πνεύµατος εκλογικές τακτικές ή συνήθειες, εξελίχθηκαν στη συνείδηση του λαού σε εκλογικά έθιµα που φαίνεται πως είναι βαθιά ριζωµένα. Στις µέρες µας, ελάχιστοι είναι οι ψηφοφόροι που πιστεύουν ότι ασκώντας το εκλογικό τους δικαίωµα θα διαµορφώσουν µία καινούργια, πολύχρωµη και ουσιαστικά πολυφωνική πολιτική πραγµατικότητα. Αντίθετα, η συντριπτική πλειοψηφία των ψηφοφόρων χρησιµοποιεί την ψήφο του είτε τιµωρητικά, είτε θέλοντας να δείξει επιδοκιµασία ή ανοχή στους κυβερνώντες. Η επιλογή του κόµµατος γίνεται µε φανατισµό και οπαδικά κριτήρια και, επί της ουσίας, ο ψηφοφόρος εµφορείται από την επιθυµία του να δηλώσει την δυσαρέσκειά του ή το αντίθετο – γεγονός που φαντάζει µάλλον «φυσιολογικό» από τη στιγµή που κάθε πολιτικό κόµµα πάσχει από παντελή ή ουσιαστική έλλειψη εσωκοµµατικής δηµοκρατίας, δεδοµένου ότι τα προγράµµατα, οι µέθοδοι ουσιαστικής λειτουργίας αλλά ακόµα και τα καταστατικά τους είναι αποτέλεσµα ενός επίσης αντιπροσωπευτικού συστήµατος και όχι προϊόν ελεύθερου και ισότιµου διαλόγου εκ µέρους των µελών. Το αντιπροσωπευτικό σύστηµα είναι το καλύτερο πεδίο για την επικράτηση του ισχυρότερου (οικονοµικά, κοινωνικά, προσωπικά) και δεν αφήνει περιθώρια για µια ουσιαστική, πραγµατική σύνθεση απόψεων κατόπιν συνδιαµόρφωσης πάνω σε βάσεις πολιτικής ισότητας.

Από την άλλη πλευρά, η οικονοµική και πολιτική ελίτ ευελπιστεί πως οι εκλογές θα κατευνάσουν την ολοένα και πιο έντονη λαϊκή οργή, ότι θα λειτουργήσουν ως τροχοπέδη στην ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας και κατά κάποιον τρόπο θα νοµιµοποιήσουν τις πρόσφατες πολιτικές επιλογές (που σηµειωτέον, προκάλεσαν τεράστιες συγκεντρώσεις, απεργίες οι οποίες όµως τελικά δεν κατάφεραν να ιδρώσουν το αυτί των εξουσιαστών, αλλά και άλλες, νέες, µορφές πολιτικής έκφρασης και συµµετοχής, όπως είναι οι λαϊκές συνελεύσεις οι οποίες ως «θεσµοί» και µόνον, αµφισβήτησαν το Αντιπροσωπευτικό σύστηµα στην ουσία του). Συνεπώς, η πολιτική ελίτ θα προσπαθήσει να εκµεταλλευτεί τις επόµενες εθνικές εκλογές προεχόντως ως ένα µέσο κατευνασµού της γενικευµένης δυσαρέσκειας µε το εξής σκεπτικό: «Όλοι όσοι φωνάζετε πως η Δηµοκρατία µας καταλύθηκε, πάρτε τώρα ελεύθερες εκλογές, αισθανθείτε ο “Κυρίαρχος Λαός” και σωπάστε»). Φυσικά, το γεγονός ότι τόσο η Κυβέρνηση ΠΑ.ΣΟ.Κ. από την υπογραφή του πρώτου Μνηµονίου και µετά, όσο και η, ακόµα και µε κοινοβουλευτικούς όρους, νόθα και ανοµιµοποίητη (συν)Κυβέρνηση Παπαδήµου, έχουν λάβει αποφάσεις που έχουν προκαθορίσει την πορεία της χώρας για τις επόµενες δεκαετίες (πορεία που δεν µπορεί ν’ αλλάξει παρά µόνο αν η κοινωνία η ίδια φέρει τα πάνω – κάτω, κινούµενη εκτός των δοτών κανόνων του πολιτικού παιχνιδιού), θα αποσιωπηθεί. ‘Η µάλλον, θα ξεπεραστεί σαν ένα επουσιώδες και άνευ µεγάλης σηµασίας, πολιτικό δεδοµένο.

Έτσι, ο πολίτης, για πρώτη φορά στην ιστορία της εν Ελλάδι κοινοβουλευτικής δηµοκρατίας, θα έχει τυπικά την δυνατότητα να διαλέξει από µια πληθώρα κοµµάτων και το δικαίωµα να «σταυρώσει» όποιους επιθυµεί από τους εκατοντάδες επίδοξους αντιπροσώπους του (σ’ αυτή την χώρα, ίσως η πιο συχνή ευχή να είναι : «Στης Βουλής τα έδρανα – αχ κι εγώ να έκλανα»). Στην πραγµατικότητα, το µόνο που θα καταφέρει το εκλογικό σώµα, είναι να στείλει ένα ασαφές µήνυµα (σε ποιους αλήθεια;) που θα σχετίζεται µόνο µε µια γνωστή πολιτική θέση: αυτή που εφαρµόζεται αυτή τη στιγµή από τα κόµµατα εξουσίας, είτε συµµαχώντας µε αυτά ή απλώς, αποδοκιµάζοντάς τα στα τυφλά.

Θεωρητικά, σε µια οµαλώς λειτουργούσα κοινοβουλευτική δηµοκρατία, θα έπρεπε όλα τα κόµµατα να καταθέσουν το πλάνο τους για διακυβέρνηση, τις βασικές τους αρχές και το προγραµµατικό τους πλαίσιο. Στην κοινοβουλευτική δηµοκρατία µας όµως, αντιµετωπίζουµε το εξής παράδοξο: Οι πολιτικοί αντίπαλοι είναι ένα Νεοφιλελεύθερο κόµµα που αυτοπροσδιορίζεται ως σοσιαλιστικό, ένα συγκεντρωτικό κόµµα που αυτοαποκαλείται Κοµµουνιστικό, ένας θίασος που θυµίζει παράσταση του Κατηχητικού µε θέµα «Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια και Ανάπτυξη….» που τιτλοφορείται Νέα Δηµοκρατία, ένα συνοθύλευµα ιδεών χωρίς συνοχή και διάθεση για εύρεση µιας ελάχιστης αλλά σαφούς κοινής συνισταµένης που ονοµάζεται Αριστερά και κάποιες συµµορίες ή µεµονωµένα πρόσωπα µε ιδέες µεγαλείου, που θέλουν να λέγονται πολιτικοί. Ακόµη λοιπόν κι αν συµφωνούσαµε µε το θεσµό της αντιπροσώπευσης, η σηµερινή φάρσα ανύπαρκτων πολιτικών θέσεων που εκφράζονται από ένα τραγικά «φτηνό» πολιτικό προσωπικό, δεν µπορεί να σταθεί ούτε ως αντιπροσωπευτική δηµοκρατία.

Άρνηση συµµετοχής, ρήξη µε τον κοινοβουλευτισµό και προώθηση άµεσης δηµοκρατίας

Πολλοί είναι αυτοί που ορίζουν ένα πολίτευµα ως δηµοκρατικό, µόνο και µόνο από το γεγονός ότι παρέχει στους πολίτες του το δικαίωµα να ψηφίζουν/εκλέγουν κυβερνήσεις οι ίδιοι, και ταυτόχρονα µπορεί να εγγυηθεί κατά κάποιον τρόπο µια στοιχειώδη ελευθερία του λόγου, του τύπου και της συνάθροισης. Στην πραγµατικότητα όµως, η δηµοκρατία είναι κάτι πολύ περισσότερο απ’ αυτό. Το γεγονός και µόνο ότι έχουµε το δικαίωµα να εκλέγουµε κάποιον που θ’ αποφασίζει για εµάς, δεν νοµιµοποιεί ταυτόχρονα και τον χαρακτηρισµό του σηµερινού καζίνου ως δηµοκρατία. Κάποτε ο Ρουσσώ (στο Κοινωνικό Συμβόλαιο) έλεγε ότι οι Άγγλοι γίνονται πολίτες µόνο µια φορά στα τέσσερα χρόνια, όταν καλούνται να ψηφίσουν, να εκλέξουν έναν ηγέτη που τους αντιπροσωπεύει. Αυτή η ηµέρα των εκλογών είναι και η µόνη που οι φωνές τους ακούγονται. Μετά το τέλος όµως της διεξαγωγής των εκλογών, η δουλεία επιστρέφει, κι επιστρέφει διότι κανένας τους δεν µπορεί να παρέµβει ούτε στις αποφάσεις έχουν ληφθεί δημοκρατικά, αλλά ούτε και σ’ αυτές που θα λάβει η κοινοβουλευτική ολιγαρχία. Μένουν, λοιπόν, έρµαια των πολιτικών επιλογών των ολίγων που οι ίδιοι εξέλεξαν, δίχως τη δυνατότητα (αυτο)αναίρεσης και περαιτέρω συμμετοχής. Ωστόσο, βέβαια, και κυρίως µε βάση τα σηµερινά δεδοµένα, ούτε καν αυτή η µέρα των εκλογών δεν µπορεί να χαρακτηριστεί ως µια µέρα πραγµατικής ελευθερίας. Και αυτό διότι οι περισσότερες αποφάσεις κρίνονται µε βάση τις µαθηµατικές/οικονομικές εξισώσεις των αγορών. Ούτε καν από την κοινοβουλευτική ολιγαρχία! Εποµένως, ακόµα και η έννοια της φιλελεύθερης δηµοκρατίας ακούγεται άκυρη και μή αντιπροσωπευτική. Η πραγµατική ονοµασία του σηµερινού µας πολιτεύµατος θα έπρεπε να ονοµάζεται φιλελεύθερη ολιγαρχία, όπως πολύ εύστοχα την αποκαλούσε ο Κορνήλιος Καστοριάδης. [1]

Εν ολίγοις, το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: για ποιόν λόγο να συμμετάσχει κανείς στην εκλογική διαδικασία από την στιγµή που τα πράγµατα δεν καθορίζονται µόνο από τους βουλευτές που εµείς νόµιµα έχουµε εκλέξει αλλά κυρίως από διάφορους µηχανιστικούς µαθηµατικούς/οικονοµικούς διεθνείς παράγοντες που ρυθµίζουν την παγκόσµια οικονοµία; Δεν έχουµε, λοιπόν, ν’ αντιµετωπίσουµε απλά και µόνο µια εκλεγµένη ολιγαρχία, αλλά µια οικονοµική δικτατορία εντός ενός καθεστώτος που για εντελώς τυπικούς και µόνο λόγους, χρησιµοποιεί κάποιες δηµοκρατικές έννοιες, όπως οι εκλογές.

Πολλοί από εµάς σκοπεύουν να ψηφίσουν έτσι ώστε «να µην πάει η ψήφος χαµένη». Ή µε το σκεπτικό πως «από το να βγει κυβέρνηση από µια µικρή µειοψηφία, είναι καλύτερα να ρίξω ψήφο διαµαρτυρίας – να στηρίξω το κόµµα που είναι το λιγότερο κακό ή αυτό που, αν και δεν µε εκφράζει, είναι πάντως “πιο κοντά” σε µένα». Όλες αυτές οι αντιλήψεις αποδεικνύουν περίτρανα τον θλιβερό εγκλωβισµό του  ψηφοφόρου (και ολόκληρου του Κυρίαρχου Λαού…) εντός µιας φυλακής όπου ο  καθένας µπορεί να πει ό,τι του κατέβει στο κεφάλι αλλά έως την εβδόµη βραδινή – ώρα κατά την οποία το πανηγύρι ελευθερίας και η αυταπάτη περί λαϊκής κυριαρχίας  τελειώνει και ο κόσµος, από προαυλιζόµενος στα εκλογικά κέντρα των υποψηφίων και τα εκλογικά τµήµατα, επαναµετατρέπεται σε έγλειστος και τηλεοπτικο-αυνανιζόµενος. Ποιά δυνατότητα έκφρασης δίνει η σηµερινή (κατ’ επίφαση) δηµοκρατία σ’ αυτόν που διαφωνεί µε το ίδιο το πολιτικό σύστηµα ή ακόµη και µε την αντιπροσωπευτική δηµοκρατία καθαυτή; Ποιά δυνατότητα συµµετοχής στη λήψη αποφάσεων (που ρυθµίζουν την ίδια του τη ζωή) έχει ο πολίτης, πέρα από τη συµβολική ρίψη ενός κωλόχαρτου σε ένα κουτί, κάθε τέσσερα (ή όσα βολεύει το σύστηµα) χρόνια; Οι  εκλογές δεν αποτελούν τίποτε παραπάνω από την ψευδαίσθηση της συµµετοχής, παράλληλα µε την καλλιέργεια της ηθικής της συλλογικής  ευθύνης. «Αφού πρώτο κόµµα ήταν το τάδε, δεν µπορείτε να µιλάτε για σύγχρονη µορφή χούντας, καθώς ο λαός µίλησε».  Ο λαός, λοιπόν, σύµφωνα µε τους υφιστάµενους εξουσιαστικούς θεσµούς, είναι ένα χειραγωγήσιµο αντικείµενο (ούτε καν υποκείµενο) το οποίο, είτε µε την ανάπτυξη πελατειακών σχέσεων, είτε µε την αναγκαστική έκθεσή του σε εκβιαστικά διληµµάτα, έχει τη δυνατότητα να κινηθεί «ελεύθερα» µεν αλλά περιοριζόµενος σε δύο διαστάσεις σαν καρικατούρα ενός ξένου προς αυτόν σχεδιαστή. Ή θα ακολουθήσει τον Χ που θα ακολουθήσει την Α πολιτική, ή θα κρίνει ως καλύτερο τον Ψ που θα ακολουθήσει και αυτός την Α πολιτική.

Υπάρχει,  βέβαια, και µια τρίτη περίπτωση: να συσπειρωθεί κάπου αλλού, π.χ. στην αριστερά, η ίδια όµως κάνει ό,τι µπορεί ώστε να αποφύγει τέτοιες φουρτούνες.  Άλλωστε, η πολιτική της προσωπικότητα δεν είναι αυτόνοµη, αυθύπαρκτη, αλλά ετεροκαθοριζόµενη µε σηµείο αναφοράς το τι δεν θέλει και το πού  διαφωνεί. Ποτέ όµως δεν αυτονοµείται µε βάση το τι επιδιώκει η ίδια και  πώς ακριβώς θα το διεκδικήσει µέχρι να το καταφέρει. Συνεπώς: στον σύγχρονο κοινοβουλευτισµό υπάρχει µία πολιτική µε περισσότερα κόµµατα που την εκφράζουν θετικά και ακόµη κάποια άλλα κόµµατα που την εκφράζουν (αφορίζουν 😉 αρνητικά, κινούµενα όµως πάντα εντός του ίδιου πλαισίου. Οι χορευτές, καλοί ή χειρότεροι, φιγουρατζήδες ή στιλιζαρισµένοι, όλοι πάντως χορεύουν ενσυνείδητα τον ίδιο κύκλιο χορό, κοιτάζοντας βέβαια πάντα προς τα  µέσα και όχι προς την κοινωνία που καλείται να παρακολουθεί χειροκροτώντας ή σιωπηλά.

«Απ’  την άκρα αριστερά ως την άκρα δεξιά, αυτό  που  προέχει είναι η αναζήτηση  πελατείας, είναι η εξουσία, το ψέµα, η απάτη και τα φούµαρα. Είναι η  περιφρόνηση του φουκαρά που ρίχνει στα χαµένα την εµπιστοσύνη του στην κάλπη   χωρίς να σκέφτεται τη χολέρα της απογοήτευσης που, καθώς τον οδηγεί εξαγριωµένο στην τυφλή λύσσα, τον προετοιµάζει για τη βαρβαρότητα  του «ο καθένας για πάρτη του» και του «όλοι εναντίον όλων» (Ραούλ Βάνεγκεµ)

Αποχή και άνοδος της ακροδεξιάς ή µή πλειοψηφικών κυβερνήσεων

Ένα από τα βασικότερα ζητήµατα που αφορούν την αποχή, και κάτι που προβληµατίζει αρκετούς, είναι το τί θα µπορούσε ν’ ακολουθήσει αν η πλειοψηφία των απογοητευµένων πολιτών αποφάσιζαν ν’ απέχουν; Κάτι τέτοιο θα έδινε κοινοβουλευτικό αβαντάζ στην ακροδεξιά (αν βέβαια γίνει δεκτό ότι όσοι απέχουν ανήκουν συνήθως σε «προοδευτικούς» πολιτικούς χώρους). Ας φέρουµε εδώ µερικά παραδείγµατα. Στην Βρετανία, το αποτέλεσµα των ευρωεκλογών έδωσε απόλυτο προβάδισµα στο Νεοφιλελεύθερο Δεξιό κόµµα των Tories, ενώ δεύτεροι ήρθαν οι ακροδεξιοί/νεοσυντηρητικοί του Nigel Farrange. Στην τρίτη θέση βρέθηκαν οι κεντρώοι του Labour Party ενώ την έκπληξη έκανε το British National Party, γνωστό για τις νεοφασιστικές του θέσεις (π.χ. δεν δέχεται έγχρωµους στους κύκλους του) που κέρδισε 2 έδρες. Η αποχή όµως ξεπέρασε το 50%. Παροµοίως στην Ισπανία, κερδισµένο στις τελευταίες εκλογές βγήκε το Συντηρητικό/Νεοφιλελεύθερο κόµµα του Ραχόι, µε ποσοστό 39.94% έναντι 28.73% της κεντροαριστεράς παράταξης. Η συγκεκριµένη, όµως, κυβέρνηση πλειοψήφησε στο ποσοστό του 71,69% του εκλογικού σώµατος που συµµετείχε (το 28,31% απείχε της εκλογικής διαδικασίας). Κάτι που σηµαίνει ότι ακόµα και σε κοινοβουλευτικό επίπεδο, ακόµα, δηλαδή, και αν µιλήσουµε µε τη γλώσσα της αρχής της πλειοψηφίας και της αντιπροσώπευσης, έχουµε να κάνουµε µε µια κυβέρνηση που τη νοµιµοποιεί µόλις το 28,6% του πληθυσµού της χώρας (αναγωγή ψήφων 1ου κόµµατος στο σύνολο του εκλογικού σώµατος), κοινώς πρόκειται για µια κυβέρνηση µειοψηφική που όµως κυβερνά. Θα επιτρέψουµε όµως εµείς τη άνοδο της ακροδεξιάς ή θα δώσουµε σε µια κυβέρνηση µειοψηφική τη δυνατότητα να µας εξουσιάζει;

Η απάντηση στα παραπάνω ερωτήµατα είναι η εξής: 1) Ακόµα και αν η ακροδεξιά κατορθώσει και μπει στη Βουλή, θα είναι αναγκασµένη να πετάξει το προσωπείο του ακραίου και να συµβιβαστεί µε την εκάστοτε νοµοθεσία που διέπει τους κοινοβουλευτικούς θεσµούς. Θα πρέπει δηλαδή να πάψει να είναι ακραία και να µετατραπεί σε ένα ακόµα «αστικοδηµοκρατικό κόµµα». Ας θυµηθούµε το λόγο του Καρατζαφέρη εκτός Βουλής, περί κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης και δηλώσεις ανοιχτής υποστήριξης προς τη χούντα των Συνταγµαταρχών. Η είσοδός του στην Βουλή σήµανε και τη στροφή από την άκρα δεξιά προς µια πιο πολιτικά ορθή νεοσυντηρητική κατεύθυνση. Προφανώς, κάτι παρόµοιο θα µπορούσε να συµβεί και µε άλλα ακροδεξιά κόµµατα. Ή µήπως ακραίες εθνικιστικές φωνές δεν υπάρχουν εντός των µεγάλων κοµµάτων; 2) Οι διαφορές µεταξύ µιας σοσιαλδηµοκρατικής κυβέρνησης και µιας συντηρητικής Νεοφιλελεύθερης είναι, στην πραγµατικότητα, ελάχιστες. Κάτι τέτοιο δεν παρατηρούµε µόνο στην Ελλάδα, όπου οι διαφορές µεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ υπήρξαν µηδαµινές αλλά, πλέον, και οι πρόσφατες δηλώσεις του προέδρου του Σοσιαλδηµοκρατικού κόµµατος της Γερµανίας, Μάρτιν Σουλτζ, επιβεβαιώνουν το ότι οι εντολές που εκτελούν οι «δηµοκρατικά εκλεγµένες κυβερνήσεις» δεν µπορεί ν’ αποκλείνουν από αυτά που προστάζουν οι στατιστικές της διεθνούς οικονοµίας: «Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Γ. Παπανδρέου είναι αυτός που ως Έλληνας Πρωθυπουργός ξεκίνησε τις αναγκαίες και επώδυνες µεταρρυθµίσεις. Προς όφελος της χώρας έβαλε σε δεύτερη µοίρα το συµφέρον του κόµµατος. Ελπίζω ότι θα µπορέσουν να επικρατήσουν οι συνετές δυνάµεις στη χώρα, διότι η ριζοσπαστικοποίηση δεν θα εξυπηρετούσε κανέναν» [2]. Αν αυτές οι δηλώσεις προέρχονται από έναν σοσιαλδηµοκράτη πολιτικό, τότε ας µην περιµένουµε τίποτα καλύτερο από τη δική του παράταξη όταν (και αν) θ’ αναλάβει την εξουσία. Ακόµα και αν υποθέσουµε ότι η κοινή γνώµη επιθυµεί µια επιστροφή στη σοσιαλδηµοκρατία και αποφασίζει να εκλέξει µια κεντοραριστερή παράταξη, κατά πόσο η νέα αυτή κυβέρνηση θα εφαρµόσει τις προεκλογικές της υποσχέσεις αρνούµενη να συµβιβαστεί µε τις διαταγές των αγορών; Συνεπώς, κάθε κυβέρνηση που εκλέγουµε, είναι κατά κάποιον τρόπο µειοψηφική, και η αποχή δεν σηµαίνει ότι νοµιµοποιούµε µειοψηφικές κυβερνήσεις από τη στιγµή που, σε κάθε περίπτωση, οι αποφάσεις που πρέπει να παρθούν καθορίζονται αυστηρά από διεθνής οικονοµικούς παράγοντες.

Τα παραδείγματα πολιτικών πρώην (και νυν) που εκ΄του ασφαλούς κατακρίνουν τις Νεοφιλελεύθερες πολιτικές δεν σταματούν εδώ. Από τον Γιώργο Παπανδρέου που σε συνέντευξή του στο Democracy Now κατέκρινε την Goldman Sachs και τις πολυεθνικές για τις πολιτικές που εφαρμόζουν στην Ελλάδα, μέχρι και τον Μπερλουσκόνι ο οποίος μόλις λίγες μέρες πριν δήλωσε τα εξής: «Τη γνωρίζουμε τη θεραπεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Ιταλία. Προκάλεσε την καταστροφή της Ελλάδας και τώρα αρχίζει να καταστρέφει την Ισπανία». Καί οι δύο πολιτικοί, όσο βρίσκονταν στην εξουσία εφάρμοζαν ακριβώς τα ίδια μέτρα. Η μεν κυβέρνηση Παπανδρέου τσεκούρωσε επιδόματα και συντάξεις, διέλυσε ό,τι είχε απομείνει από το κοινωνικό κράτος και δεν είχαν καταφέρει να διαλύσουν όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις μαζί. Ο δε Μπερλουσκόνι, κατά τη διάρκεια της θητείας του επέβαλε τα πιο σκληρά Νεοφιλελεύθερα μέτρα για τα Ιταλικά δεδομένα, συνυπέγραφε στις απαγορεύσεις διαδηλώσεων, ενώ τώρα ξαναρχίζει τους φαμφαρονισμούς προσποιούμενος ότι παίρνει το μέρος ενός λαού που δεν μπόρεσε να υπερασπιστεί όσο βρίσκονταν στην εξουσία. Μήπως δεν ήταν η «κεντροαριστερά» πολιτική παράταξη των Labours στην Βρετανία η πρώτη που επέβαλε τον τριπλασιασμό των πανεπιστημιακών διδάκτρων από 1.000 λίρες το χρόνο σε 3.000 και τώρα ασκεί κριτική εξ αριστερών στις περικοπές που εφαρμόζουν οι Tories; Μήπως δεν ήταν οι Tories που κατέκριναν το σύστημα κοινωνικού ελέγχου και ηλεκτρονικών παρακολουθήσεων μέσω CCTV που συναντά πλέον κανείς στο Λονδίνο, ενώ τώρα που έχουν σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού με το Liberal Party (Φιλελεύθερο Κόμμα) επιβάλλουν από τα πιο σκληρά μέτρα κρατικής καταστολής; Μήπως δεν ήταν οι Φιλελεύθεροι που δήλωσαν προ-εκλογικά πως δεν θα υποστηρίξουν τις περικοπές στην παιδεία, ενώ εδώ και ενάμιση χρόνο προσπαθούν να πείσουν τους φοιτητές ότι ο τριπλασιασμός των διδάκτρων από 3.000 τον χρόνο σε 9.000 είναι αναγκαίος; Ή ο δήμαρχος του Λονδίνου, John Boris, που κατά τη διάρκεια των επεισοδίων του Αυγούστου μιλούσε ανοιχτά υπέρ της καταστολής και της χρήσης κανονιών νερού και της εμπλοκής του στρατού, παρόλ’ αυτά, στην προεκλογική του εκστρατεία παραδέχεται ότι οι ταραχές οφείλονται στον κοινωνικό αποκλεισμό που βιώνει μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού στην Βρετανία και κυρίως το Λονδίνο;

Στην ελληνική πραγµατικότητα: Στην πράξη, η αποχή δεν υπονοµεύει, άµεσα τουλάχιστον, το κοινοβουλευτικό σύστηµα. Σύµφωνα µε τον εκλογικό νόµο, οι έδρες διανέµονται µε βάση τα έγκυρα ψηφοδέλτια, στα οποία, εκτός των άκυρων, δεν συµπεριλαµβάνονται ούτε τα λευκά (παρά την αντίθετη απόφαση 12/2005 του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, σύµφωνα µε την οποία η µη προσµέτρηση των λευκών ψηφοδελτίων κατά την εύρεση του εκλογικού µέτρου, αντίκειται στο Σύνταγµα αφού θίγει τον πυρήνα της λαϊκής κυριαρχίας και της ισότητας της ψήφου). Άρα, ακόµα και στο θεωρητικό ενδεχόµενο κατά το οποίο θα απείχε της εκλογικής διαδικασίας η πλειοψηφία του εκλογικού σώµατος, και, ταυτόχρονα, η πλειοψηφία των πολιτών που θα προσέρχονταν στις κάλπες θα επέλεγε να ψηφίσει λευκό ή να «ρίξει» άκυρο ψηφοδέλτιο, και πάλι θα προέκυπτε νέα Βουλή. Ο ισχύων στην Ελλάδα εκλογικός νόµος, αλλά, κατά κανόνα, και οι εκλογικοί νόµοι στις υπόλοιπες δυτικές κοινοβουλευτικές δηµοκρατίες, δεν αφήνουν περιθώρια για τέτοιου είδους εκλογικά αστεία… Συγκεκριµένα: α) Για να εισέλθει ένα συνδυασµός (κόµµα, συνασπισµός κοµµάτων ή µεµονωµένος υποψήφιος) στη Βουλή, πρέπει να συγκεντρώσει το 3% των εγκύρων ψηφοδελτίων του συνόλου σε όλη την Επικράτεια. β) Στις επόµενες βουλευτικές εκλογές, οι 250 έδρες θα διανεµηθούν µε βάση το ποσοστό των κοµµάτων και οι υπόλοιπες 50 θα πριµοδοτήσουν το πρώτο κόµµα, γ) Το θεωρητικά µέγιστο ποσοστό προκειµένου να πετύχει κάποιο κόµµα βέβαιη αυτοδυναµία, ανέρχεται στο 40,4% των έγκυρων ψήφων (Σηµείωση: δεν θα επεκταθούµε εδώ σε λεπτοµερείς αναφορές για τον τρόπο κατανοµής των εδρών ανά εκλογική περιφέρεια – αρκούν οι προαναφερόµενοι βασικοί άξονες γα την κατανόηση του πυρήνα της λογικής του εκλογικού συστήµατος).

Συµπερασµατικά, το τι σηµαίνει ως προς το εκλογικό αποτέλεσµα η εκλογική απεργία ή το άκυρο ή το λευκό ψηφοδέλτιο, δεν µπορεί να ειπωθεί µε βεβαιότητα, αλλά κατά πάσα πιθανότητα διευκολύνει την δηµιουργία αυτοδύναµης κυβέρνησης από το συνδυασµό που πλειοψήφησε (αν δεχτούµε ότι οι απέχοντες εκφράζουν κυρίως αντικοινοβουλευτικές θέσεις – κάτι που δεν είναι αυτονόητο αφού απροσδιόριστο ποσοστό όσων δεν προσέρχονται στις κάλπες απλώς είναι απαθές και η αποχή δεν αποτελεί συνειδητή πολιτική στάση), αν και εφ΄όσον συγκεντρώσει βέβαια τα προαναφερόµενα ποσοστά. Από την άλλη πλευρά, η προς αποφυγή αυτού του ενδεχόµενου συµµετοχή στις εκλογές, επίσης δεν αποτελεί «έξυπνη κίνηση», αφού, όπως είδαµε, σε κάθε περίπτωση θα υπάρξει Κυβέρνηση (έστω και µε συµµαχία των παρατάξεων της κυρίαρχης ελίτ), η οποία τυπικά-νοµικά θα είναι νόµιµη, η οποία, ταυτόχρονα, στην πράξη και στις συνειδήσεις της πλειοψηφίας του λαού θα είναι ανοµιµοποίητη (ως Κυβέρνηση µειοψηφίας σε σχέση µε το σύνολο της κοινωνίας/εκλογικού σώµατος) και η οποία, σε κάθε περίπτωση δεν θα αποτελεί έναν ανεξάρτητο πολιτικό παίκτη στη διεθνή πολιτική σκηνή, αλλά ένα νέο πολιτικό προσωπικό που θα έχει ως σκοπό να εξυπηρετήσει τα συµφέροντα των κυρίαρχων στρωµάτων, ντόπιων ή/και ξένων. Αυτό ίσχυε ανέκαθεν στις Κοινοβουλευτικές «Δηµοκρατίες» και αυτό θα ισχύει όσο το σύστηµα της αντιπροσώπευσης παραµένει στο προσκήνιο της πολιτικής πραγµατικότητας.

Ναί στην αποχή, αλλά υπό ποιες προϋποθέσεις;

Μετά από όσα προειπώθηκαν, είναι φανερό πως η συµµετοχή των πολιτών στις εθνικές (βουλευτικές) εκλογές είναι συµµετοχή σε ένα στηµένο πολιτικό παιχνίδι, που δεν έχει σχέση όχι µόνο µε την πραγµατική δηµοκρατία αλλά απέχει πολύ ακόµα και από την ιδεατή αντιπροσωπευτική δηµοκρατία. Κατ’ αρχήν λοιπόν, η θέση πως η συµµετοχή στις εκλογές σηµαίνει νοµιµοποίηση µιας πολιτικής αποπολιτικοποίησης των πολιτών, ή συµµαχία µε τα κυρίαρχα στρώµατα που θέτουν τους κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού, φαίνεται σωστή. Αν η θέση µας είναι ότι επιθυµούµε την εγκαθίδρυση µια αυτόνοµης κοινωνίας µέσω αµεσοδηµοκρατικών διαδικασιών, τότε η νοµιµοποίηση της κοινοβουλευτικής υφαρπαγής της κοινωνικής συναίνεσης, αποτελεί πολιτική αυτοκτονία – άποψη που δεν διατυπώνεται µόνο από ηθική σκοπιά αλλά, αντίθετα, µέσα από τη ρεαλιστική και ψυχρή εξέταση των δεδοµένων. Κατ’ ακολουθίαν, ο επόµενος συλλογισµός δεν µπορεί παρά να είναι ότι, για να αποτελέσει η αποχή από τις εκλογικές διαδικασίες (ή η επιλογή του άκυρου), µία ενεργητική, θετική, συνειδητοποιηµένη πολιτική θέση, οφείλει να συνδυαστεί µε την µεθοδευµένη προσπάθεια για την δηµιουργία θεσµών που θα µπορέσουν αφ’ ενός να παρακάµψουν την ετερονοµία του αντιπροσωπευτικού συστήµατος και, ταυτόχρονα, να προωθήσουν το πρόταγµα της αυτο-κυβέρνησης, της αυτοθέσµισης, της αυτονοµίας. Διαφορετικά, η αποχή, στο βαθµό που δεν αποτελεί το έναυσµα για την δηµιουργία µιας άλλης, νέας, αυτόνοµης θέασης της πολιτικής, δεν αποτελεί τίποτα παραπάνω από µια στείρα άρνηση η οποία, όσο κι αν είναι ηθικά δικαιωµένη (απ’ όσους την επιλέγουν συνειδητά και όχι λόγω πολιτικής αφασίας), δεν πρόκειται να προσφέρει καµία πολιτική λύση, αλλά µάλλον θα είναι µια στάση καταδικασµένη σε αποτυχία αφού θ’ αποτελεί την άλλη όψη του ίδιου, κάλπικου νοµίσµατος.Η αντιπροσωπευτική δηµοκρατία και ο κοινοβουλευτισµός εµπεριέχουν από τη φύση τους µια λογική περιθωριοποίησης των πολιτικών πρακτικών που αντιτίθενται στον πυρήνα τους. Έτσι, η αποχή (ή το άκυρο) αν δεν συνδυαστεί µε πρακτικές που επιδιώκουν την διαρκή κοινωνική επανάσταση, περιορίζεται σε µια δικαιολογηµένη αλλά συναισθηµατική και όχι πολιτική στάση.

Αυτή είναι λοιπόν η ευθύνη µας: Να νοηµατοδοτήσουµε την αποχή και την άρνηση της απάτης των εκλογών µε τρόπο που θα ανοίξει το δρόµο για την χειραφέτηση και την αυτονόµηση της κοινωνίας, αποδεσµεύοντάς την από τον σκέτο ροµαντισµό και διαφοροποιώντας την, στα µάτια όλης της κοινωνίας, από την απλή απάθεια, την αδιαφορία ή τον απροσδιόριστο µηδενισµό. Απέχω από τις εκλογές σηµαίνει συµµετέχω µε όλες µου τις δυνάµεις στην προσπάθεια άσκησης πραγµατικής πολιτικής, µέσα από  κάθε είδους επαναστατικές και ριζοσπαστικές πρακτικές, μέσα από συνελεύσεις πολιτών και διάφορες άλλες ανοιχτές διαδικασίες. Διαφορετικά δεν σηµαίνει τίποτα και δεν διαφέρει ιδιαίτερα από την µη-αποχή σε ένα σικέ παιχνίδι.

Έτσι λοιπόν, όταν αρχίσουν πάλι οι πολιτικές διαφημίσεις να σπέρνουν προπαγάνδα περί «σωτηρίας της χώρας», να μιλούν για το κατόρθωμα μιας κυβέρνησης, ας θυμηθούμε εμείς τις αυτοκτονίες των συνανθρώπων μας λόγω των αβάσταχτων χρεών, ας θυμηθούμε τους άστεγους, όλους αυτούς που η ζωή τους υποβαθμίστηκε, όλους αυτούς που υπέφεραν από την αστυνομική καταστολή και την βία, τους πολίτες αυτής της χώρας που λοιδωρήθηκαν στο εξωτερικό ως «τεμπέληδες και ανεύθυνοι» εξαιτίας ορισμένων πολιτικών (βλ. Θ.Πάγκαλος στο Παρίσι ή τις δηλώσεις του Γ.Α.Παπανδρέου στο Βερολίνο: «κυβερνώ μια χώρα διεφθαρμένων»). Ας κοιτάξουμε τη δυστυχία μας κι ας θυμηθούμε όλον αυτόν τον διασυρμό. Πριν αναζητήσουμε λύσεις στην φασίζουσα αντιπολίτευση της Νέας Δημοκρατίας, ας μην ξεχάσουμε το Βατοπέδι, τη Siemens, τις υποκλοπές, το παραδικαστικό κύκλωμα, τα τόσα άλλα σκάνδαλα αξίας εκατομμυρίων ευρώ και αυτά που χαρακτήρισαν εκείνη την κυβέρνηση ως μια από τις πιο διεφθαρμένες και γελοίες της νεότερης ιστορίας – σκάνδαλα για τα οποία κανείς δεν δικάστηκε ενώ αντιθέτως εμείς καλούμαστε να πληρώσουμε και πληρώνουμε τώρα. Πριν δούμε τους ακροδεξιούς να μιλούν για «καθαρή Ελλάδα μόνο με Έλληνες» ας θυμηθούμε ξανά τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Εβραίων, τις ρατσιστικές δολοφονίες (και αν το τελευταίο δεν μας ενδιαφέρει γιατί «αυτοί είναι ξένοι και παράνομοι», ας φέρουμε στο νου μας τον ρατσισμό που βίωσαν στο παρελθόν και βιώνουν και σήμερα οι Έλληνες του εξωτερικού και το πως αντιμετωπίζονται από τους εκεί ακροδεξιούς). Πριν ακούσουμε τις ασυναρτησίες των αριστερών και την ξύλινή τους γλώσσα για εργατική εξουσία, ας φέρουμε στο νου μας τα γκούλακ και τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης που διαμόρφωσαν τα καθεστώτα που οι ίδιοι έχουν σήμερα ως πρότυπο (όχι πως υπάρχει περίπτωση αν κάποιο από αυτά βγει νικητής στις αναμετρήσεις να εφαρμόσει τα δικά του προτάγματα μόλις αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας, για τους λόγους που αναφέραμε και παραπάνω). «Όποιος  ψηφίσει και δεν προετοιμάσει την κοινωνική επανάσταση είναι για εμάς  βλαβερός, αλλά το ίδιο βλαβερός είναι και όποιος απόσχει από τις εκλογές  και δεν προετοιμάσει την κοινωνική επανάσταση» έλεγε κάποτε ο Ισπανός αναρχικός μαχητής Μπουεναβεντούρα Ντουρρούτι. Βέβαια, αν κάποιος αποφασίσει να συμμετάσχει στις εκλογές, ρίχνοντας μια ψήφο σε κάποιο αριστερό κόμμα μόνο και μόνο επειδή αισθάνεται καθήκον να πράξει έστω και κάτι, προκειμένου να σαμποτάρει την αύξηση των ποσοστών της Χρυσής Αυγής ή νιώθει ότι εξ αιτίας των θρασύδειλων αυτών Νεοναζί απειλούνται ακόμα και τα ελάχιστα δημοκρατικά του δικαιώματα, σίγουρα η πράξη του δεν θα καταλογιστεί ως άνευ όρων συμβιβασμός με αυτόν τον χρεοκοπημένο θεσμό που ονομάζεται κοινοβουλευτική «δημοκρατία». Αλλά θα πρέπει να γνωρίζει ότι ο στόχος είναι άλλος και όχι εκλογές. Ότι η πραγματική πολιτική γράφεται στους δρόμους και τις πλατείες. Ότι πολίτης ελεύθερος είναι αυτός που μπορεί πάντοτε να συναποφασίζει, όχι μόνο για να λύσει τα προβλήματά του, αλλά για να ακούσει και ν’ ακουστεί, να δοκιμαστεί και τέλος, να γίνει καλύτερος άνθρωπος!

Σηµειώσεις
[1] Προς αποφυγή κάθε παρεξήγησης, η αρχή της πλειοψηφίας, ή αλλιώς η δικτατορία της πλειοψηφίας, µπορεί να καταστήσει ένα πολίτευµα δηµοκρατικό. Με βάση τον Γάλλο φιλόσοφο Αλέξις Ντε Τοκβίλ, κάτι τέτοιο αποτελεί εξίσου µια µορφή τυραννίας. Διότι δεν θα πρέπει να βλέπουμε την κοινωνία σαν µια µάζα ανθρώπων, αλλά, σαν ένα σύνολο διαφορετικών πολιτών που ο καθένας ξεχωριστά έχει το δικαίωµα να αυτο-προδιορίζεται όπως επιθυµεί. Η δηµοκρατία γεννιέται όταν όλοι οι πολίτες συνευρίσκονται µε σκοπό να ενώσουν τις φωνές  τους, τη διαφορετικότητά τους, προκειµένου να συνθέσουν από κοινού, να δηµιουργήσουν και να προσφέρουν κάτι καινούριο.

Η δηµοκρατία προυποθέτει  και δηµοκρατικούς πολίτες, έλεγε ο Κορνήλιος Καστοριάδης, εννοώντας πως δεν είναι δυνατόν, αν µέσα σ΄ ένα σύνολο ανθρώπων, η πλειοψηφία ταχθεί π.χ. υπέρ της ποινής του θανάτου (όπως γίνεται στην Βρετανία) να επικροτούµε  κι εµείς την απόφαση αυτήν, µόνο και µόνο λόγω της αρχής της πλειοψηφίας, κάτι που σηµαίνει ότι εµείς ντετερµινιστικά θα πρέπει να  δεχτούµε τη δηµιουργία ενός εκτρώµατος. Θα δικαιώναµε εµείς την απόφαση της Αµερικανικής κοινωνίας να βοµβαρδίσει το Ιράν σκοτώνοντας εκατοµµύρια ανθρώπους; Θα θεωρούσαµε την κοινωνία της Γερµανίας δηµοκρατική αν σε δηµοψήφισµα αποφάσιζε τον οικονοµικό αποκλεισµό της Ελλάδας; Έτσι λοιπόν, η άµεση δηµοκρατία δεν  είναι ένας αυτοσκοπός, αλλά ένα µέσο προκειµένου να βαδίσουµε προς το ιδεατό, την συλλογική αλλά και ατοµική αυτονοµία. Η αυτονοµία γεννιέται όταν εµείς  µπορούµε ν’ αµφισβητούµε τις κυρίαρχες  αξίες και δεν υιοθετούµε εξωκοινωνικές δοξασίες αναφορικά µε τις  απαντήσεις που δίνουµε κατά τη  διαδικασία διαύγασης των ερωτηµάτων που  θέτουµε. Οποιαδήποτε τυφλή προσαρμογή είναι ετερονομία. Διότι δεν δίνει στο άτοµο την ικανότητα να κριτικάρει αυτό που του έχει δοθεί γιατί, νοµοτελειακά  πιστεύει ότι αυτό είναι το πρέπον και το ορθό (ετερόνοµη ταύτιση).

[2]Το συγκεκριµένο απόσπασµα της συνέντευξής του θα έπρεπε να µας απασχολεί, αρκετά περισσότερα από τους χονδροειδής λαϊκισµούς της Μέρκελ περί «τεµπέληδων Ελλήνων» και «σκληρά εργαζόµενων βορειοευρωπαίων». Το να αποδεχόµαστε ότι η ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας αποτελεί πρόβληµα, είναι κάτι που αποκαλύπτει τα εξωφρενικά επίπεδα κοµφορµισµού που µαστίζουν τις Δυτικές κοινωνίες.

________________________________

Στο βίντεο που παραμένει επίκαιρο όσο ποτέ, ο Αμερικανός κωμικός George Carlin, σατιρίζει τις εκλογές και, την ίδια ώρα, μας ωθεί σε αυτοκριτική. Το μόνο που μένει να κάνουμε βλέποντας τον να μιλά στο κοινό του, είναι ν’ αντικαταστήσουμε τις λέξεις, Αμερική, Αμερικάνος, Αμερικανικός με Ελλάδα, Έλληνας και Ελληνικός…


πηγή: eagainst.com Συνδιαμόρφωση από efor, ian delta, julien febvre

Αναρχισμός και νόμος – του Αλεξέι Μποροβόι

Στη λογοτεχνία υπάρχει μια γενική άποψη σχετικά με τον αναρχισμό, ότι αυτός  -που αρνείται την υπάρχουσα κοινωνία και τους νομικούς της κώδικες-  έχει μια εξίσου αρνητική θέση απέναντι στους κοινωνικούς κώδικες γενικά. Κάτι τέτοιο, είναι τελείως λάθος.

Οι λόγοι γι” αυτό το λάθος, είναι :

1) Σύγχυση στα γραπτά των ίδιων των αναρχικών, πάνω στο ζήτημα της σχέσης που έχουν οι κοινωνικοί κώδικες με το Κράτος.

2) Η ποικιλία ορισμών της κοινωνίας και των κοινωνικών κωδίκων στα γραπτά τόσο των αναρχικών όσο και των επικριτών τους.

3) Επιπόλαιες δηλώσεις από κάποιους αναρχικούς, που λόγω μιας κάποιας κοινωνιολογικής απλοϊκότητας, είναι ειλικρινά πεπεισμένοι ότι η Αναρχία είναι η απουσία κάθε είδους κανονισμών.

4) Η τεμπελιά εκείνων που θεωρούν τους εαυτούς τους  επικριτές των αναρχικών, δεν μπαίνουν όμως καν στον κόπο να μάθουν τα  βασικά στοιχεία της αναρχικής σκέψης.

5)  Τέλος, η συνειδητή διαστρέβλωση,  χαρακτηριστικό της φιλοσοφίας που αποκαλείται «επιστημονικός σοσιαλισμός».

 

ΤΟ  ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ.

Το ζήτημα για το οποίο ενδιαφερόμαστε μπορεί να παρουσιαστεί με τον εξής τρόπο :    Μπορεί να υπάρξει μια κοινωνία στην οποία τίποτα δεν περιορίζει το άτομο,  όπου κάθε κανονισμός είναι υπόθεση του ατόμου και όχι της συλλογικής θέλησης;

Ο Αναρχισμός είναι υπέρ της εγκαθίδρυσης μιας κοινωνίας «αδελφών όπου καθένας θα συνεισφέρει αυτό που του αντιστοιχεί και θα ζουν σε αρμονία, όχι εξαιτίας ενός νομικού συστήματος που τιμωρεί αυστηρά όσους δεν υπακούν, αλλά λόγω της δύναμης των διαπροσωπικών σχέσεων, της αναπόφευκτης δύναμης των φυσικών νόμων».   –  Reclus.

Πόσο περιοριστικοί είναι αυτοί οι φυσικοί νόμοι; Μήπως βηθούν στην ύπαρξη μιας κοινωνίας όπου κάθε άτομο είναι ελεύθερο να κάνει ό,τι το ευχαριστεί, ή από την άλλη, κάνουν απραίτητη την ύπαρξη ενός κράτους για τη διατήρηση της τάξης;

Οι αμερόληπτοι κοινωνιολόγοι έχουν βρει ότι το Κράτος ( η εξουσιαστική κοινωνία με μια καθεστηκυία εξουσία) , δεν είναι η πρώτη μορφή ανθρώπινης κοινωνίας. Το Κράτος εμφανίστηκε ως το αποτέλεσμα πολύπλοκων φαινομένων : μιας συγκεκριμένης  υλικής και διανοητικής κουλτούρας, της προοδευτικής αλλαγής/εξέλιξης της κοινωνίας,  της κατάκτησης και την ίδια στιγμή μιας προοδευτικής συνειδητοποίησης των πλεονεκτημάτων της αλληλεγγύης μεταξύ μεγάλων ομάδων. Οι ίδιοι κοινωνιολόγοι έχουν τονίσει την παράλληλη ανάπτυξη του θεσμού της εξουσίας ο οποίος σταδιακά απορροφά λειτουργίες που μέχρι πρότινος ανήκαν σε τοπικούς και αυτόνομους κοινωνικούς οργανισμούς. Αν κάποιες από τις λειτουργίες αυτές επιτελούνται καλύτερα από τη νέα εξουσία, είναι άλλες που επιτελούνται άσχημα και με μια διαρκή ασέβεια προς τα θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου.

Τη διαδικασία αυτή κυβερνητικής υπερτροφίας έχει περιγράψει καλά ο Ντυρκχάιμ :

Η κυβερνητική εξουσία τείνει να προκαταλάβει κάθε μορφή κοινωνικής δραστηριότητας. Μεταξύ αυτών είναι υποχρεωμένη να αναλάβει έναν αξιοσημείωτο αριθμό για τις οποίες είναι ακατάλληλη, και τις οποίες επιτελεί με ανεπαρκή τρόπο. Το πάθος της να φέρει τα πάντα υπό την δικαιοδοσία της αντιστοιχείται μόνο από την ανικανότητά της να ρυθμίσει την ανθρώπινη ζωή. Σπαταλά τεράστιες ποσότητες ενέργειας , τελείως αναντίστοιχες με τα επιτευχθέντα αποτελέσματα.

«Από την άλλη, οι άνθρωποι δεν υπακούν σε άλλη συλλογικότητα παρά στο Κράτος, αφού το Κράτος προτάσσει τον εαυτό τουως το μόνο συλλογικό οργανισμό. Αποκτούν τη συνήθεια να ερμηνεύον την κοινωνία με τρόπο που δείχνει μια διαρκή εξάρτηση από το Κράτος. Και το Κράτος ,εν τω μεταξύ, βρίσκεται πολύ μακριά τους, παραμένει μια αφηρημένη ολότητα που δεν μπορεί να ασκήσει άμεση επιρροή, έτσι που για ένα μεγάλο μέρος των ζωών τους, εγκαθίστανται στο κενό.»

Είναι στο πεδίο αυτό – την τάση του Κράτους να απορροφά όλα τα πράγματα, τον άνθρωπο, τις κοινωνικές του ανάγκες, ναπαραλύει τη θέλησή του με απειλές και ποινές – που γεννιέται η αναρχική εξέγερση.

Οι Αναρχικοί θέλουν να καταργήσουν το Κράτος, και γενικά να το αντικαταστήσουν, όχι με το χάος αλλά με μιά νέα μορφή οργάνωσης. Θέλουν να οργανώσουν την κοινωνία όχι βασισμένοι στην αρχή της δύναμης της τάξης, αλλά σε αυτήν της αλληλοβοήθειας.

 πηγή: http://a-politiko.espivblogs.net

ΟΥΤΕ ΘΕΟΣ – ΟΥΤΕ ΓΟΝΙΔΙΟ

Κριτική στο κυρίαρχο επιστημονικό παράδειγμα

Το ζήτημα της επιστήμης, παραμένει ταμπού. Αφορά το επιστημονικό ιερατείο. Ακόμη και σήμερα κυριαρχεί η γνώμη ότι τα ζητήματα που εγείρει η ανάπτυξη της τεχνοεπιστήμης αφορούν τους ειδικούς επιστήμονες. Θεωρούμε λοιπόν, πολύ σημαντικό να ανοίξει η συζήτηση πέρα από τους χώρους της επιστημονικής εξειδίκευσης. Να απεγκλωβιστεί από το κλειστό και περιχαρακωμένο περιβάλλον της επιστημολογίας, από το ιεραρχικά διαχωρισμένο πεδίο των ειδικών επιστημόνων. Πρώτη μας επιδίωξη, είναι να σπάσουμε την εξουσία της εξειδίκευσης, του φαντασιακού του επιστημονισμού, που πάνω κάτω λέει «μην ανησυχείτε το θέμα αφορά τους ειδικούς», «πρέπει να είσαι ειδικός για να αναφέρεσαι σε αυτά τα θέματα». Η αλήθεια είναι ότι καθένας μπορεί να διαμορφώσει άποψη, στηριζόμενος σε κοινά αποδεκτές επιστημονικές αποδείξεις. Το ζήτημα της επιστήμης, δεν είναι μονοσήμαντο αλλά πολύπλοκο και εγγενώς αντιφατικό. Αφορά τη γνώση και τη σχέση των ανθρώπινων κοινωνιών με τους εκάστοτε θεσμούς – φορείς της που την εφαρμόζουν. Είναι δηλαδή βασικά πολιτικό.

Η επιστήμη, η ιδέα της επίστημης, της επιστημονικής αλήθειας, αποτελούν θεμελιώδεις λίθους – μύθους του νεωτερικού οικοδομήματος και του καπιταλιστικού συστήματος.

Η νεώτερη εποχή εδραιώνεται πάνω στις ιδέες της ασταμάτητης προόδου (η οποία ταυτίζεται με την τεχνολογική ανάπτυξη ) και του ορθολογικού ελέγχου – κυριαρχίας πάνω στη φύση και την ανθρώπινη κοινωνία. Η επιστήμη της, δεν μπορούσε παρά να είναι ανάλογη: μαθηματικοποίηση – ποσοτικοποίηση του κόσμου, με στόχο την ορθολογική του κυριαρχία.

Σε μια πρώτη προσέγγιση πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι σήμερα η επιστήμη πέρα από ισχυρός κοινωνικός θεσμός είναι και μια κυρίαρχη νομιμοποιητική σημασία. Μια σημασία ζωής. Ένα κυρίαρχο φαντασιακό που έχει μολύνει τα μυαλά (και όχι μόνο) των σημερινών κοινωνιών. Η εξουσία του ειδικού επιστήμονα είναι όχι μόνο αδιαμφησβήτητη αλλά και ζητείται επίμονα. Με αυτή την έννοια η τεχνοεπιστήμη έχει όντως αυτονομηθεί ως ισχυρός κυρίαρχος λόγος, έχει γίνει αυτοσκοπός εν πολλοίς ανεξέλεγκτος. Η θρησκειοποίησή της είναι χαρακτηριστικό της.

Σε μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής ιστορίας κύριος θεσμός κοινωνικής νομιμοποίησης ήταν η εκκλησία. Στις δυτικές κοινωνίες εδώ και καιρό η επιστήμη διαδέχθηκε την εκκλησία, με νέους βέβαια όρους, ως κυρίαρχος νομιμοποιητικός λόγος. Σχετικοποιώντας την πηγή του νοήματος και της σημασίας της ζωής, γκρεμίζοντας το θρησκευτικό ιερατείο από το θρόνο του, ανέλαβε να παίξει η ίδια το ρόλο του εγγυητή του νοήματος για τις ανθρώπινες κοινωνίες. Πίσω από την αντιμεταφυσική της κριτική όμως, υπέκρυπτε τις δικές της μεταφυσικές θεμελιώσεις. Προήγαγε την εγκατάλειψη της θρησκείας, χάριν όμως ενός εξορθολογισμένου εργαλειακού Λόγου. Ενός Λόγου που διεκδικούσε την παντογνωσία και την παντοδυναμία και εν τέλει την κυριαρχία επί παντός επιστητού. Όταν λέμε ότι κάτι ΄΄το λέει η επιστήμη΄΄, είναι για να υποστηρίξουμε μια αδιασειστη αλήθεια.

Η Επιστήμη, ως Νέα Επιστήμη, αναπτύχθηκε από τον 17ο αιώνα ως δραστηριότητα διαχωρισμένη, επιβάλλοντας τους δικούς της διαχωρισμούς, μονοπολώντας το πεδίο της γνώσης. Από το ξεκίνημά της, ιδρύει μια εργαλειακή σχέση με την πραγματικότητα, στοχεύει στην ποσοτικοποίησή της, υποβιβάζοντας την σε κάτι μετρήσιμο. Αποτελεί λοιπόν και κεντρική φαντασιακή συνιστώσα της καπιταλιστικής κοινωνίας, παίζοντας πρωτεύοντα ρόλο στην ανάπτυξη του τρόπου παραγωγής που βασίζεται στη μέτρηση του εργασιακού χρόνου και της παραγωγικότητας.

Η φυσική του Νεύτωνα η οποία κυριάρχησε από το τέλος του 17ου ως το τέλος του 19ου αιώνα, περιγράφει το σύμπαν σαν ένα καλοκουρδισμένο ρολόϊ, στο οποίο τα πάντα γίνονται με ακρίβεια και σύμφωνα με συγκεκριμένους νόμους. Κυρίαρχο επιστημονικό παράδειγμα αυτήν την περίοδο είναι η μαθηματική φυσική ο οποία σχεδόν αμέσως μετατρέπεται σε υπόδειγμα επιστήμης. Η γέννηση του θετικισμού τον 19ο αιώνα δεν αποτελεί ρήξη με το καθεστώς της μηχανιστικής σκέψης, αλλά εκσυγχρονισμό της, μέσω του οποίου αναδιευθετείται και ανασυντάσσεται αποτελεσματικότερα. Ο θετικιστικός ορθολογισμός κυριαρχεί από τότε στην επιστήμη, πάνω στον οποίο βασίζεται η τεχνοκρατική ιδεολογία των σύγχρονων βιομηχανικών – καπιταλιστικών κοινωνιών. Στο πεδίο της σύγχρονης τεχνοεπιστήμης βασιλεύει ο ίδιος επιστημονιστικός μύθος με τον πιο χυδαίο τρόπο. Ενώ ο δογματικός εργαλειακός ορθολογισμός δέχθηκε σφοδρή κριτική στο επίπεδο της θεωρίας[1], στην πράξη θριαμβεύει μέσω της κυριαρχίας της τεχνολογίας στις ανθρώπινες κοινωνίες. Το κυρίαρχο σημερινό επιστημονιστικό παράδειγμα βασίζεται πάνω σε αυτό το παράδοξο: Παρόλο που στο θεωρητικό επίπεδο, το μηχανιστικό – αναγωγιστικό – ντετερμινιστικό μοντέλο δέχθηκε ανηλεή κριτική και παρόλο που ολόκληρο το οικοδόμημα της επιστήμης από τις αρχές του περασμένου αιώνα κολυμπάει μέσα στην αβεβαιότητα, στο επίπεδο της εφαρμοσμένης επιστήμης, της τεχνοεπιστήμης δηλαδή, είναι σα να μην συνέβη τίποτα. (Στις διαφημίσεις των βιοτεχνολογικών εταιρειών παραδείγματος χάρη, αναπαράγεται η χαρούμενη θετικιστική αφέλεια του 17ου αιώνα).

Με την ανάπτυξη του καπιταλισμού, η επιστήμη, ως κεντρική συνιστώσα του, αναπτύσεται ως καπιταλιστική επιστήμη. Ενσωματώνεται ως ένας ιδιαίτερος κυρίαρχος θεσμός μέσα στη γιγάντια κίνηση εξάπλωσης του εμπορεύματος, της εμπορικής συναλλαγής, της διείσδυσης της οικονομίας σε όλες τις όψεις της ανθρώπινης και μη ζωής.

Η επιστήμη λοιπόν, δεν είναι ουδέτερη, όπως θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε οι μέντορές της, γιατί είναι ένας κοινωνικός θεσμός με την πλήρη σημασία του όρου και σαν τέτοιος είναι φτιαγμένος από τις αξίες και τις στοχεύσεις της κοινωνίας την οποία θεμελιώνει. Είναι μια έκφραση του συνολικού προσανατολισμού της κοινωνίας στην οποία ανήκει, προσφέρει λύσεις στα ερωτήματα και τα προβλήματα του πολιτισμού μέσα στον οποίο εντάσσεται. Η μηχανιστική επιστημονική αντίληψη της Φύσης ή ο ΄΄ορθολογισμός΄΄ π.χ είναι θεμελιώδεις σημασίες του καπιταλιστικού κόσμου.

Στο κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούμε σήμερα, κυρίαρχη επιστημονική ιδεολογία είναι ο επιστημονισμός, η θρησκειοποίηση της επιστήμης, η αναγωγή της σε απόλυτο και μόνο νόμιμο κριτή της αλήθειας. Αυτός ο νέος -ισμός, αποτελεί ένα από τους θεμελιωτικούς μύθους της καπιταλιστικής κοινωνίας. Στον επιστημονισμό κορυφώνεται η δογματική-ρασιοναλιστική τάση του διαφωτισμού η οποία προωθεί την επιστήμη με σωτηριολογική φρασεολογία. Κυρίαρχο επιστημονικό παράδειγμα, παραμένει ο μηχανιστικός ορθολογισμός παρόλες τις εκλεπτύνσεις που του επέβαλε ο θετικισμός, ο θετικιστικός ορθολογισμός. Το μηχανιστικό μοντέλο λειτουργεί με κύρια μεθοδολογικά εργαλεία τον αυστηρό αναγωγισμό και τον ντετερμινισμό.

Όψιμο παράδειγμα χυδαίας μηχανιστικής – αναγωγιστικής επιστήμης, είναι η ιδεολογία του βιολογισμού που νομιμοποιεί τις βιοτεχνολογικές εφαρμογές αλλά και θεωρίες όπως η κοινωνιοβιολογία. Η πεποίθηση δηλαδή ότι όλη η ανθρώπινη ύπαρξη ελέγχεται από το DNA μας.

Η κοινωνιοβιολογία π.χ προσπαθεί να εξηγήσει τα πολιτισμικά φαινόμενα και την ανθρώπινη ιστορία γενικότερα, με βάση τις βιολογικές ανάγκες που ικανοποιούν. Η ανθρώπινη συμπεριφορά, η ιστορία και η κοινωνική οργάνωση ερμηνεύονται υπό το πρίσμα της εξελικτικής θεωρίας. Έτσι, μέσα σε αυτόν τον γενικευμένο γενετικό ντετερμινισμό, όπου τα πάντα καθορίζονται από τις εγωιστικές (αυτομεγιστοποιητικές) επιλογές των γονιδίων, ακόμη και τα πολιτισμικά φαινόμενα ανάγονται στις δήθεν βιολογικές αναγκαιότητες που τα καθορίζουν. Δεν χρειάζεται να επιμείνουμε στις οφθαλμοφανείς ρατσιστικές και ευγονικές καταλήξεις τέτοιων θεωριών. Θα σημειώσουμε μόνο ότι ένα βασικό σφάλμα της κοινωνιοβιολογίας αλλά και όλων των φυσιοκρατικών θεωριών είναι ο ανθρωπομορφισμός τους. Η φυσικοποίηση κοινωνικών θεωριών και η χρησιμοποίησή τους κατόπιν ως φυσικών επιστημονικών μοντέλων που επιβεβαιώνουν τις συγκεκριμένες κοινωνικές θεωρίες. Στην Κοινωνιοβιολογία του Wilson «διαβάζουμε για κοινωνίες ζώων που έχουν «πολυγυνία», «κάστες», «δούλους», «δεσπότες», «μητρογραμμική κοινωνική οργάνωση», «βασίλισσες», «οικογενειακό σωβινισμό», «πολιτισμικές καινοτομίες», «γεωργία», «φόρους» και «επενδύσεις», καθώς επίσης δαπάνες» και «οφέλη». Η κλασική δαρβινική θεωρία φυσικοποιεί σε πολλά της σημεία τα επιχειρήματα της οικονομικής θεωρίας του Adam Smith. Αντίστροφα, η εξήγηση της εξέλιξης μέσω της φυσικής επιλογής, χρησίμευσε ως ιδεολογική βάση για τον ανταγωνιστικό καπιταλισμό του laissez-faire και την αθέμιτη αποικιοκρατική κυριαρχία επί των υποδεέστερων φυλών. Τα παραδείγματα όμως της κοινωνιοβιολογίας, όπως και των επεμβάσεων της γενετικής μηχανικής, αλλά και της ιατρικής, αποδεικνύουν ότι το κυρίαρχο ακόμη και σήμερα επιστημονικό παράδειγμα βασίζεται στο μηχανιστικό μοντέλο. Όλοι οι κλάδοι θα λέγαμε της σύγχρονης εφαρμοσμένης επιστήμης, θα μπορούσαν να κατηγορηθούν ως νεώτερες εξειδικεύσεις της μηχανιστικής νοοτροπίας απέναντι στη φύση και τον άνθρωπο. Την εποχή της κατάρρευσης κάθε βεβαιότητας στις θεωρητικές επιστήμες, η τεχνοεπιστήμη θριαμβεύει χειραγωγώντας ό, τι θεωρεί χειραγωγίσιμο.

Όμως αν από τη μία η θεοποίηση της επιστήμης, ως ενσαρκωμένου μύθου της προόδου, οδηγεί σε έναν νέο σκοταδισμό, το ίδιο ισχύει και για πολλά από τα σύγχρονα νεομυστικιστικά και διάφορα πρωτογονιστικά αναθέματα εναντίον της επιστήμης. Τις περισσότερες φορές το παραδοσιακό δυιστικό σχήμα φύση/άνθρωπος αντιστρέφεται υπέρ του ενός ή του άλλου όρου.

Δεν δαιμονοποιούμε την επιστήμη και την τεχνολογία εν γένει. Το ζήτημα είναι πολύπλοκο και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αντιστρέφοντας απλώς τον κυρίαρχο δυισμό. Το ζήτημα είναι να βρούμε τους τρόπους να υπερβούμε τους διαχωρισμούς πάνω στους οποίους εδραιώνεται η κυριαρχία της σύγχρονης τεχνοεπιστήμης. Τους διαχωρισμούς που επιβάλλει στη φύση και την κοινωνία,για να τις χειραγωγήσει.

Αναφερόμενοι στη φύση και την κοινωνία πρέπει να εγκαταλείψουμε όλα τα απλοϊκά δυιστικά ή γραμμικά σχήματα που προσπαθούν να τις συνδέσουν ή να τις αποσυνδέσουν. Οι σχέσεις μέσα στη φύση, όπως και οι σχέσεις φύσης-κοινωνίας δεν είναι πλήρως εξορθολογίσιμες. Η πραγματικότητα διατρέχεται από συνέχειες και ασυνέχειες, αλληλεξαρτήσεις και ετερογένειες, δημιουργίες νέων μορφών και καταστροφή ή αλλοίωση παλαιότερων, τυχαιότητα, τάξη, αταξία, χάσματα, οργάνωση. Εκαταλείποντας τη δογματική τύφλωση του επιστημονισμού, πρέπει να βρούμε τους τρόπους με τους οποίους η αναζήτηση της γνώσης θα αναγνωρίσει την ανυπαρξία έσχατων θεμελίων που δήθεν τη θεμελιώνουν. Αυτή η παραδοχή μπορούμε να πούμε ότι υπήρξε τραυματική στον 20ο αιώνα και οδήγησε στον πεσιμισμό του μεταμοντέρνου σχετικιστικού λόγου, σε πλήρη συμφωνία με τον κομφορμισμό και την απάθεια των σύγχρονων κοινωνιών απέναντι στα προβλήματα που εγείρει η καπιταλιστική ανάπτυξη και πρόοδος.

Ο κυρίαρχος επιστημονικός λόγος προτάσσοντας την ουδετερότητά του ως εργαλείου, οδηγεί στη συγκάλυψη και απόκρυψη της πολιτικής ρίζας του προβλήματος. Στη συγκάλυψη των δικών του πολιτικών προεκτάσεων καθώς αποτελεί το ΄΄λογικό΄΄ θεμέλιο της καπιταλιστικής κοινωνίας, συμβάλλοντας καθοριστικά στην ετερόνομη θέσμιση της. Δεν μπορούμε να αναμένουμε καμία πραγματική λύση όσο οι σημερινές κοινωνίες δεν αναλαμβάνουν ρητά το ζήτημα του αυτομετασχηματισμού τους. Γιατί περί αυτού πρόκειται. Όσο θα κυριαρχεί η ιδιώτευση και ο ατομικισμός, οι οικονομικές-πολιτικές-επιστημονικές ολιγαρχίες θα επεκτείνουν τη λεηλασία τους στη φύση και την ανθρώπινη κοινωνία. Δεν μπορεί να σημαίνει τίποτα λοιπόν η αμφισβήτηση της σύγχρονης επιστήμης χωρίς την αμφισβήτηση της θεσμισμένης κοινωνίας. Κι αυτή η αμφισβήτηση θα είναι ριζική μόνο αν συμβάλλει σε μια βαθιά κριτική της οργάνωσης της επιστημονικής γνώσης και της επιστημονικής πρακτικής που τη συνοδεύει. Χρειαζόμαστε ένα ήθος της θνητότητας για να απεγκλωβιστούμε από την τυραννία της θρησκείας και μια αυθυπέρβαση του λόγου που θα μας οδηγεί πέρα από τον αναγωγισμό και τον ντετερμινισμό, αναλαμβάνοντας την πρόκληση να σκεφτούμε κριτικά και αναστοχαστικά την πολυπλοκότητα του υπάρχοντος, εγκαταλείποντας την προσπάθεια να την εγκλείσουμε μέσα σε μια καλά περιφραγμένη και εξορθολογισμένη επιστημονική εξήγηση.

Είναι επιτακτική η ανάγκη, από την πλευρά του προτάγματος της αυτονομίας να ανανεώσουμε το πάθος για τα κοινά και το πάθος για γνώση, που δεν μπορούν να έχουν άλλη ΄΄θεμελίωση΄΄ από τη βούλησή μας για ελευθερία, την αμφισβήτηση των παραδεδομένων αληθειών και τη συνεχή διερώτηση γύρω από τα ζητήματα της γνώσης και της εξουσίας της μέσα στην κοινωνία.

Μαύρο Πιπέρι

[1] Αυτή η κριτική ξεσπάει στο εσωτερικό της ίδιας της επιστήμης από τα τέλη του 19ου αιώνα και κορυφώνεται στις αρχές του 20ου αιώνα με τη θεωρία της σχετικότητας, την ανάδειξη της δημιουργικής παρέμβασης του παρατηρητή, την αρχή της απροσδιοριστίας και όλων των θεωριών που ανέτρεψαν το κλασικό μηχανιστικό μοντέλο εκ θεμελίων. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ( κάτι που π. χ ο Φουκό αγνοεί στις αναλύσεις του) ότι η κριτική στον εργαλειακό ορθολογισμό στην ουσία πρωτοεμφανίζεται και συγκροτείται μέσα στους κόλπους του φιλοσοφικού μοντερνισμού από τα τέλη του 18ου αιώνα, με την αντικαρτεσιανή επανάσταση που ξεκινάει από τον Καντ και συνεχίζεται από τους επιγόνους του, τον Φίχτε, τον Χέγκελ, τους αριστερούς χεγκελιανούς, τον Μαρξ.

http://www.anarkismo.net/article/19930