Monthly Archives: March 2012

Έγκλημα και τιμωρία, του Ερρίκο Μαλατέστα

Κάθε αναρχικός που ασχολείται με την διάδοση των ιδεών μας έχει βρεθεί αντιμέτωπος με την συνήθη διαφωνία: “ποιός θα ελέγχει τους εγκληματίες σε μια αναρχική κοινωνία;”

Στο μυαλό μου η ανησυχία αυτή είναι υπερβολική μιας και η παραβατικότητα είναι ένα φαινόμενο ελάχιστης σημασίας συγκρινόμενο με το μέγεθος των διαρκών και γενικών κοινωνικών ανισοτήτων. Και κανείς δεν μπορεί να πιστέψει στην αυτόματη εξαφάνιση τους ως συνέπεια της αύξησης στην υλική ευμάρεια και την παιδεία, χωρίς να αναφερθώ καν στις εξελίξεις της παιδαγωγικής και της ιατρικής. Όσο αισιόδοξες και αν είναι οι ελπίδες μας όμως, και το μέλλον ρόδινο, παραμένει ως δεδομένο ότι η παραβατικότητα και ο φόβος του εγκλήματος εμποδίζουν σήμερα τις αρμονικές κοινωνικές σχέσεις, και σίγουρα τα φαινόμενα αυτά δεν θα εξαφανιστούν από την μια στιγμή στην άλλη μετά από την επανάσταση, όσο ριζοσπαστική και καθολική και αν αποδειχτεί αυτή. Θα μπορούσαν κάλλιστα να αποτελέσουν την αιτία για την αναστάτωση και την αποσύνθεση μιας κοινωνίας ελεύθερων ανθρώπων, όπως ακριβώς ένας ασήμαντος κόκκος άμμου μπορεί να σταματήσει το τελειότερο μηχάνημα.

Αξίζει τον κόπο και είναι πράγματι απαραίτητο όπως οι αναρχικοί προβληματιστούν με τις λεπτομέρειες αυτού του προβλήματος περισσότερο από όσο προβληματίζονται συνήθως, όχι μόνο για να μπορούν να απαντούν καλύτερα στην συνηθισμένη “διαφωνία”, αλλά και για να εκτεθούν και οι ίδιοι σε δυσάρεστες εκπλήξεις και επικίνδυνες αντιφάσεις.
Φυσικά τα εγκλήματα στα οποία αναφερόμαστε είναι αντικοινωνικές πράξεις. Με άλλα λόγια τα εγκλήματα εκείνα που προσβάλλουν τα ανθρώπινα αισθήματα και περιορίζουν το δικαίωμα των άλλων στην ισότητα στην ελευθερία, και όχι οι πολλές πράξεις που τιμωρούνται από τον ποινικό κώδικα μόνο και μόνο επειδή πλήττουν τα προνόμια των κυρίαρχων τάξεων.
Το έγκλημα, κατά την γνώμη μας, είναι η μοναδική πράξη που τείνει στην συνειδητή αύξηση της ανθρώπινης καταπίεσης, είναι η παραβίαση του δικαιώματος όλων στην ισότιμη ελευθερία και την μεγαλύτερη δυνατή απόλαυση της υλικής και ηθικής ευτυχίας. Ξέρουμε ότι έχοντας πλέον ορίσει την παραβατικότητα, είναι πάντα δύσκολο σε όσους αποδέχονται τον ορισμό, να καθορίσουν με σαφήνεια τις πράξεις που είναι πράγματι εγκληματικές και εκείνες που δεν είναι. Και αυτό γιατί οι απόψεις των ανθρώπων διαφέρουν ως προς το τι προκαλεί την συμφορά ή την ευτυχία, τι είναι καλό και τι κακό, εκτός από εκείνα τα τερατώδη εγκλήματα που προσβάλλουν τα θεμελιώδη ανθρώπινα αισθήματα και είναι κατά συνέπεια καθολικά καταδικαστέα.
Φαντάζομαι ότι κανείς δεν είναι προετοιμασμένος, θεωρητικά έστω, να αρνηθεί ότι η ελευθερία κατανοητή μέσα από το πρίσμα της αμοιβαιότητας, αποτελεί την βασική προϋπόθεση οποιουδήποτε πολιτισμού, οποιασδήποτε “ανθρωπότητας”, και ότι μόνο η αναρχία εκφράζει την λογική και ολική πραγματοποίηση της. Βάση αυτής της υπόθεσης, δεν εγκληματεί ενάντια στην φύση ή ως συνέπεια κάποιου μεταφυσικού νόμου, αλλά ενάντια στους συνανθρώπους του μιας και πρόκειται για τα συμφέροντα και τα αισθήματα των άλλων που έχουν προσβληθεί – από οποιονδήποτε προσβάλλει την ισότιμη ελευθερία των άλλων. Και εφόσον υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι είμαστε υποχρεωμένοι να υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας.
Η απαραίτητη αυτή άμυνα εναντίον όσων δεν παραβιάζουν το status quo αλλά τα βαθύτερα αισθήματα που διακρίνουν τους ανθρώπους από τα κτήνη, είναι ένα από τα προσχήματα που χρησιμοποιεί η εξουσία προκειμένου να δικαιολογήσει την ύπαρξη της. Οφείλει κανείς να εξαφανίσει όλα τα κοινωνικά αίτια που οδηγούν στο έγκλημα, οφείλει επίσης να αναπτύξει τα ανθρώπινα αισθήματα της αδελφοσύνης και του αμοιβαίου σεβασμού, και οφείλει ακόμη, όπως το θέτει και ο Fourier, να αναζητήσει εναλλακτικές λύσεις αντί του εγκλήματος. Αλλά εάν, και εφόσον, υπάρχουν ακόμη εγκληματίες, είτε θα είναι οι άνθρωποι που θα βρουν τα μέσα και την ενέργεια να αμυνθούν οι ίδιοι άμεσα εναντίον τους, είτε η αστυνομία και οι δικαστικές αρχές θα επανεμφανιστούν, και μαζί με αυτές και οι κυβερνήσεις. Η λύση του προβλήματος δεν έγκειται στην άρνηση της ύπαρξης του. Θα μπορούσε κάποιος, και δικαιολογημένα, να φοβάται ότι η απαραίτητη αυτή άμυνα ενάντια στο έγκλημα θα μπορούσε να αποτελέσει την αρχή και το πρόσχημα για ένα νέο σύστημα καταπίεσης και προνομίων.
Η αποστολή των αναρχικών δεν είναι άλλη από την διασφάλιση ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί. Αναζητώντας τα αίτια κάθε εγκλήματος και καταβάλλοντας κάθε προσπάθεια να τα αφανίσει, καθιστώντας αδύνατο κάθε προσωπικό όφελος από την ανίχνευση του εγκλήματος, και επιτρέποντας στα ενδιαφερόμενα μέρη να λάβουν όποια μέτρα κρίνουν απαραίτητα για την υπεράσπιση τους, εξοικειώνοντας τους εαυτούς τους με την αντίληψη ότι οι εγκληματίες είναι αδέλφια μας που έχουν παραστρατήσει, και όπως οι άρρωστοι, χρειάζονται αγάπη και φροντίδα, με τον ίδιο τρόπο που θα φρόντιζαν κάποιον που φοβάται το νερό ή κάποιον επικίνδυνο παράφρονα – θα ήταν δυνατό να συμφιλιωθεί η απόλυτη ελευθερία όλων με την άμυνα από εκείνους που προφανώς και επικίνδυνα την απειλούν. Σαφώς και αυτό είναι δυνατό. Όταν το έγκλημα περιοριστεί σε σποραδικές, ατομικές και πραγματικά παθολογικές περιπτώσεις. Αν ήταν γεγονός ότι οι εγκληματίες ήταν πολλοί και ισχυροί. Αν, για παράδειγμα, ήταν ότι είναι η αστική τάξη και ο φασισμός σήμερα [1922], τότε δεν πρόκειται για ζήτημα συζήτησης το τι θα κάνουμε σε μια αναρχική κοινωνία. Με την ανάπτυξη του πολιτισμού και των κοινωνικών σχέσεων, με την αυξανόμενη συνειδητοποίηση της ανθρώπινης αλληλεγγύης που ενώνει όλη την ανθρωπότητα, με την ανάπτυξη της ευφυίας και της καλλιέργειας των αισθημάτων, θα προκύψει σίγουρα και η αντίστοιχη ανάπτυξη των κοινωνικών ευθυνών, και πολλές πράξεις που θεωρούνταν αυστηρά ατομικά δικαιώματα και ανεξάρτητες από οποιονδήποτε συλλογικό έλεγχο, θα αποτελέσουν θέμα συζήτησης. Πράγματι αυτό συμβαίνει ήδη, θέματα που απασχολούν τους πάντες, και για αυτό πρέπει να υλοποιηθούν με γνώμονα το γενικό συμφέρον. Για παράδειγμα, ακόμα και στις ημέρες μας, οι γονείς δεν έχουν δικαίωμα να κρατούν τα παιδιά τους στην άγνοια και να τα μεγαλώνουν με τρόπο επικίνδυνο για την ανάπτυξη τους και την μελλοντική τους ευτυχία. Κανείς δεν μπορεί να ζει σε άθλιες συνθήκες αδιαφορώντας για τους κανόνες της υγιεινής που θα μπορούσαν να βλάψουν την υγεία των άλλων, και κανείς δεν μπορεί να είναι φορέας μεταδοτικής ασθένειας και να μην την θεραπεύσει. Σε μια μελλοντική κοινωνία θα θεωρείται καθήκον του καθενός η αναζήτηση της διασφάλισης του καλού όλων, όπως και θα θεωρείται κατακριτέο αν υπάρχουν λόγοι να πιστεύει ότι οι απόγονοι του θα είναι άρρωστοι και δυστυχισμένοι. 

Όμως αυτή η αίσθηση ευθύνης προς τους άλλους, και εκείνων προς εμάς, πρέπει, σύμφωνα με τις κοινωνικές έννοιες στις οποίες συμφωνούμε, να αναπτυχθεί χωρίς την παραμικρή εξωτερική ποινή, παρά μόνο με την εκτίμηση ή την απόρριψη των συμπολιτών μας. Ο σεβασμός και η επιθυμία για την ευημερία των άλλων, πρέπει να εισαχθούν στα έθιμα μας, και να εκδηλωθούν όχι ως καθήκοντα, αλλά ως η φυσιολογική ικανοποίηση των κοινωνικών μας ενστίκτων.

Υπάρχουν εκείνοι που θα βελτίωναν την ηθική των ανθρώπων με την βία, που θα ήθελαν να εισάγουν ένα ακόμη άρθρο στον ποινικό κώδικα για κάθε πιθανή ανθρώπινη πράξη, που θα τοποθετούσαν έναν χωροφύλακα δίπλα από κάθε γαμήλιο κρεβάτι και κάθε τραπεζαρία. Αλλά αυτοί οι άνθρωποι όταν δεν διαθέτουν τις δυνατότητες επιβολής των ιδεών τους καταφέρνουν μόνο να γελοιοποιούν τα καλύτερα πράγματα. Και αν διαθέτουν την ισχύ των εντολών, θα καταστήσουν ότι είναι καλό μισητό, προκαλώντας την αντίδραση όλων. Για εμάς η τήρηση των κοινωνικών μας υποχρεώσεων πρέπει να είναι εθελοντική πράξη, και να έχει κανείς το δικαίωμα να παρέμβει με υλική δύναμη μόνο εναντίον εκείνων που προσβάλλουν άλλους, εμποδίζοντας τους από το να ζήσουν ειρηνικά. Η βία, ο φυσικός περιορισμός, πρέπει να χρησιμοποιηθεί μόνο ενάντια σε βίαιες επιθέσεις και για κανέναν άλλο λόγο πέρα από εκείνον της αυτοάμυνας. Ποιός θα το κρίνει αυτό όμως; Ποιός θα παρέχει την απαραίτητη άμυνα; Ποιός θα καθορίσει τα μέτρα περιορισμού; Δεν βλέπουμε άλλον καλύτερο τρόπο από το αφήσουμε το θέμα στα ενδιαφερόμενα μέρη, τους ανθρώπους, δηλαδή την μάζα των ανθρώπων, που θα πράξουν με διαφορετικούς τρόπους σύμφωνα με τις συνθήκες και ανάλογα με τους διαφορετικούς βαθμούς της κοινωνικής τους ανάπτυξης. Πρέπει κανείς, πάνω από όλα, να αποφύγει την δημιουργία σωμάτων εξειδικευμένων στην αστυνόμευση, ίσως κάτι χαθεί με την καταπιεστική τους αποτελεσματικότητα, αλλά θα αποφύγει και την δημιουργία των μέσων που ευνοούν την άνοδο της τυραννίας.
Δεν πιστεύουμε στο αλάθητο, ούτε καν στην γενική καλοσύνη των μαζών, κάθε άλλο. Αλλά πιστεύουμε ακόμη λιγότερο στο αλάθητο και την καλοσύνη εκείνων που καταλαμβάνουν την εξουσία και νομοθετούν, που εφαρμόζουν και αναπαράγουν τις κυρίαρχες ιδέες και τα συμφέροντα που επικρατούν, οποιαδήποτε στιγμή. Από κάθε άποψη η αδικία και η μεταβατική βία των ανθρώπων είναι προτιμότερη από τον απόλυτο κανόνα, την νομιμοποιημένη Κρατική βία των δικαστικών αρχών και της αστυνομίας. Είμαστε, άλλωστε, μια μόνο από τις κοινωνικές δυνάμεις που δρουν μέσα στην κοινωνία, και η ιστορία θα εξελιχθεί, όπως πάντα, στην κατεύθυνση του συνόλου όλων των [κοινωνικών] δυνάμεων. Οφείλουμε να συμφιλιωθούμε με τα απομεινάρια της παραβατικότητας, τα οποία ελπίζουμε πως θα περιοριστούν λίγο πολύ σύντομα, αλλά υποχρεώνουν τις μάζες των εργαζομένων να αναλάβουν αμυντική δράση. Απορρίπτωντας κάθε έννοια τιμωρίας και εκδίκησης, που κυριαρχεί ακόμη στον ποινικό κώδικα, και καθοδηγούμενοι μόνο από την ανάγκη για αυτοάμυνα και την επιθυμία να αποκαταστήσουμε την αρμονία, οφείλουμε να αναζητήσουμε τα μέσα για την επίτευξη του στόχου μας, χωρίς να πέφτουμε στις παγίδες του αυταρχισμού, φέρνοντας κατά συνέπεια τον εαυτό μας σε αντίφαση με το σύστημα της ελευθερίας και της ελεύθερης βούλησης, πάνω στο οποίο προσπαθούμε να οικοδομήσουμε την νέα κοινωνία.
Για τους εξουσιαστές και τους κρατιστές το ζήτημα είναι απλό: ένα νομοθετικό σώμα που κατηγοριοποιεί τα εγκλήματα και καθορίζει τις ποινές, μια αστυνομική δύναμη για την καταδίωξη των παραβατών, ένα δικαστικό σώμα για την δίκη τους, και ένα σύστημα εγκλεισμού για να υποφέρουν. Και, όπως είναι κατανοητό, το νομοθετικό σώμα που αναζητά μέσα από τους ποινικούς του κώδικες να υπερασπιστεί, πάνω από όλα το συμφέρον του κατεστημένου το οποίο εκπροσωπεί, και να προστατεύσει το Κράτος από όσους επιδιώκουν την “ανατροπή” του. Η αστυνομική δύναμη υφίσται για την καταστολή του εγκλήματος, και άρα έχοντας συμφέρον από την συνεχιζόμενη ύπαρξη του εγκλήματος γίνεται προκλητική αναπτύσσοντας στα μέλη της επιθετικά και διεστραμμένα ένστικτα. Ο δικαστικός επίσης ζεί και πλουτίζει χάρη στο έγκλημα και τους παραβάτες, και υπηρετεί τα συμφέροντα της κυβέρνησης και της άρχουσας τάξης, ενώ αποκτά, κατά την διάρκεια της άσκησης των καθηκόντων του, μια ειδική συλλογιστική, που τον καθιστά ένα μηχάνημα απόδοσης των μεγαλύτερων δυνατών ποινών στον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ανθρώπων. Οι δεσμοφύλακες είναι, ή εξελίσσονται σε, αναίσθητοι ως προς την δυστυχία των κρατούμενων και στην καλύτερη περίπτωση, εφαρμόζουν παθητικά τους κανόνες χωρίς ένα έστω ίχνος ανθρώπινου συναισθήματος. Μπορεί κανείς να διαπιστώσει τις συνέπειες στα στατιστικά της παραβατικότητας.
Οι νόμοι αλλάζουν, η αστυνομία και το δικαστικό σώμα αναδιοργανώνονται, το σωφρονιστικό σύστημα αναμορφώνεται, κι όμως, η παραβατικότητα επιμένει και αντιστέκεται σε όλες τις προσπάθειες καταστροφής ή μείωσης της. Αληθεύει αυτό για το παρελθόν και το παρόν, και νομίζουμε ότι θα ισχύει και στο μέλλον αν δεν αλλάξει όλη η έννοια του εγκλήματος, και όλοι οι οργανισμοί που επιβιώνουν από την αποτροπή και την καταστολή της παραβατικότητας δεν καταργηθούν!
Στην Γαλλία υφίστανται αυστηροί νόμοι ενάντια στο εμπόριο ναρκωτικών καθώς και εναντίον όσων τα χρησιμοποιούν. Και όπως συμβαίνει πάντα, η πανούκλα αναπτύσσεται και εξαπλώνεται παρά τους νόμους αυτούς, και ίσως ακριβώς εξαιτίας τους. Το ίδιο συμβαίνει και στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Αμερική. Ο γιατρός Courtois Suffit, της Γαλλικής Ακαδημίας Ιατρικής, ο όποιος μόλις πέρυσι [το 1921] είχε κρούσει τον κώδωνα για τους κινδύνους της κοκαΐνης, παρατηρώντας την αποτυχία του ποινικού κώδικα, απαιτεί τώρα νέους και αυστηρότερους νόμους. Πρόκειται για το παλιό σφάλμα των νομοθετών, παρά την εμπειρία που αποδεικνύει αλάνθαστα ότι οι νόμοι, όσο βάρβαροι και αν είναι, δεν έχουν ποτέ καταφέρει να καταστείλλουν τα πάθη ή να αποθαρρύνουν την παραβατικότητα. Όσο πιο σοβαρές είναι οι ποινές που επιβάλλονται στους καταναλωτές και στους διακινητές κοκαΐνης, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η έλξη που ασκούν τα απαγορευμένα φρούτα και ο θαυμασμός των κινδύνων που διατρέχει ο καταναλωτής, καθώς και μεγαλύτερο θα είναι το κέρδος των καιροσκόπων, άπληστων πάντα για χρήμα. Είναι μάταιο λοιπόν να προσδοκούμε οτιδήποτε από τον νόμο. Οφείλουμε να προτείνουμε κάποια άλλη λύση. Να καταστήσουμε την χρήση και την πώληση της κοκαΐνης ελεύθερη [από περιορισμούς], και να ανοίξουμε κιόσκια όπου θα πωλείται σε τιμή κόστους ή ακόμη και φθηνότερα. Αλλά και να εξαπολύσουμε μια τεράστια καμπάνια με την οποία θα εξηγούμε στους ανθρώπους, και θα τους αφήνουμε να δουν οι ίδιοι, τις συνέπειες της κοκαΐνης – κανείς δεν θα ασχοληθεί με την αντιπροπαγάνδα μιας και κανείς δεν θα είναι σε θέση να εκμεταλλευτεί την δυστυχία των εθισμένων στην κοκαΐνη. Σίγουρα η επιβλαβής χρήση της κοκαΐνης δεν θα εξαφανιστεί εντελώς, επειδή τα κοινωνικά αίτια που οδηγούν αυτούς τους φτωχοδιάβολους στην χρήση των ναρκωτικών θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Αλλά σε κάθε περίπτωση η βλάβη θα μειωθεί, μιας και κανείς δεν θα κερδοσκοπεί από τις πωλήσεις της, και κανείς δεν θα κερδοσκοπεί από το κυνηγητό των καιροσκόπων. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο η πρόταση μας δεν θα ληφθεί υπόψη, ή θα θεωρηθεί ανεδαφική και τρελή. Ωστόσο έξυπνοι και ψύχραιμοι άνθρωποι ίσως να πουν στους εαυτούς τους: Μιας και ο ποινικός κώδικας έχει αποδειχτεί ανίκανος, δεν θα ήταν ίσως καλύτερο, ως πείραμα έστω, να προσπαθήσουμε με την αναρχική μέθοδο; Δεν θα επαναλάβουμε τα κλασικά επιχειρήματα ενάντια στην θανατική ποινή. Μοιάζουν με ψέματα όταν ακούμε να τα χρησιμοποιούν εκείνοι που ευνοούνται από τις ποινές ισόβιας κάθειρξης και άλλα απάνθρωπα υποκατάστατα της θανατικής ποινής. Ούτε και θα μιλήσουμε για την “ιερότητα της ανθρώπινης ζωής”,την οποία όλοι αποδέχονται αλλά και παραβιάζουν όποτε τους βολεύει, είτε σκοτώνοντας, είτε φερόμενοι προς τους ανθρώπους με τέτοιο τρόπο είτε για να τους βασανίσουν, είτε για να συντομεύσουν τις ζωές τους.
Ευτυχώς λίγοι μόνο άνθρωποι γεννιούνται, ή γίνονται, αιμοδιψή και σαδιστικά τέρατα, τον θάνατο των οποίων δεν θα ξέραμε πως να θρηνήσουμε. Αν αυτοί οι φτωχοδιάβολοι ήταν μια συνεχής απειλή για όλους και δεν υπήρχε άλλος τρόπος να αμυνθούμε εναντίον τους παρά με τον φόνο τους, τότε θα μπορούσαμε να παραδεχτούμε την θανατική ποινή. Όμως το πρόβλημα με την θανατική ποινή είναι πως χρειάζεται έναν εκτελεστή. Ο εκτελεστής είναι, ή γίνεται τότε, ένα κτήνος, και εξισορροπητικά, είναι καλύτερο να αφεθούν τα κτήνη να συνεχίσουν να ζουν, από το να δημιουργήσουμε κι άλλα. Και αυτό ισχύει και για τους πραγματικούς παραβάτες, τα αντικοινωνικά όντα που δεν εμπνέουν καμία συμπάθεια και δεν προκαλούν καμία λύπηση. Όταν το θέμα αφορά την θανατική ποινή ως μέσο πολιτικού αγώνα, τότε μόνο η ιστορία μπορεί να μας διδάξει ποιές είναι οι συνέπειες της.

Απόσπασμα, από το βιβλίο Προς μια ελεύθερη κοινωνία
Εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος

Πηγή

Σόρτλινκ: http://wp.me/p1Eqy9-dz

ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΤΗΣ ΨΥΧΙΚΗΣ ΥΓΕΙΑΣ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΕΜΠΡΑΚΤΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΜΝΗΜΟΝΙΟΥ

Η Ψυχική Υγεία είναι από τα πρώτα και πιο ‘εύκολα’ θύματα της οικονομικής κρίσης και του μνημονίου. Δεν περνάει μέρα που η κυβέρνηση των εντολοδόχων της τρόικας, με άμεσο εκτελεστή τον Λοβέρδο και το επιτελείο του, να μην επινοούν, προς άμεση εφαρμογή, σωρεία μέτρων που παράγουν αρρώστια αντί για υγεία, που φράζουν το δρόμο στους πολλούς για λήψη βοήθειας, κάνοντάς την προνόμιο όσων έχουν να πληρώσουν, οδηγώντας συχνά, αντί στη φροντίδα και στη θεραπεία, στην εξόντωση και στο θάνατο.
undefined
Η Ψυχική Υγεία, όπως και η Υγεία γενικά, έχει μετατραπεί, πλέον, σε ένα ζωτικό ζήτημα προς άμεση αντιμετώπιση. Η ραγδαία αποδόμηση του μέχρι τώρα βιοτικού επιπέδου, των εργασιακών σχέσεων και του όποιου κράτους πρόνοιας υπήρχε, έχει σπρώξει εκατοντάδες χιλιάδες σε καταστάσεις απελπισίας και ποικίλες μορφές ψυχικής οδύνης. Οι πάσχοντες από σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας βλέπουν τους στοιχειώδεις κοινωνικούς (και τους, συνδεδεμένους με αυτούς, υπαρξιακούς) όρους, που τους κρατούσαν εντός, ή στα όρια, του κοινωνικού ιστού, να καταρρέουν και να σπρώχνονται σ΄ ένα πραγματικό (και όχι μεταφορικό) Καιάδα. Και την ίδια στιγμή που το αίτημα για παροχή υπηρεσιών εκρήγνυται και γίνεται πιο πολύπλοκο, η ίδια ακριβώς πολιτική του μνημονίου, που το προκαλεί και το συγκροτεί, είναι αυτή που ταυτόχρονα διαλύει και μεταλλάσσει το δημόσιο σύστημα της Υγείας και της Ψυχικής Υγείας σε μια κατεύθυνση αχαλίνωτης ιδιωτικοποίησης, από τη μια και επιβολής κατασταλτικών πρακτικών, δομών και υπηρεσιών, από την άλλη.
Με μια πολιτική για το φάρμακο υποταγμένη στις επιταγές για θηριώδεις περικοπές, από τη μια, και στο πώς, από την άλλη, θα μοιραστεί αυτό που απομένει ως κερδοφορία των φαρμακοβιομηχάνων – κάνοντας, έτσι, το φάρμακο, δυσεύρετο, που συχνά, όταν το βρεις, πρέπει να το πληρώσεις και επιπλέον, αναξιόπιστο.
Με ραγδαία αυξανόμενο τον αριθμό των ανασφάλιστων, που μάλιστα καλούνται να πληρώσουν ακόμα και για την (συχνά ακούσια) νοσηλεία τους, που προμηθεύονται με όλο και μεγαλύτερη δυσκολία τα εκάστοτε αναγκαία φάρμακα, με τα γλίσχρα επιδόματα των πιο φτωχών περικομμένα, με δυσπρόσιτες γραφειοκρατικές διαδικασίες για να τους χορηγηθούν, ή για να τα ανανεώσουν και με τον άμεσο κίνδυνο να τα χάσουν τελείως.
Με όλες τις υπηρεσίες στο δρόμο της ιδιωτικοποίησης: ακόμα και τα, μέχρι τώρα δημόσια, Κέντρα Ψυχικής Υγείας παραδίδονται στις ΜΚΟ, ενώ, την ίδια στιγμή που συρρικνώνεται η κρατική χρηματοδότηση των ΜΚΟ για την λειτουργία των ξενώνων και των οικοτροφείων που τους έχουν ανατεθεί από το κράτος (με επικρεμάμενο τον κίνδυνο επιστροφής των φιλοξενουμένων στα ψυχιατρεία), ανοίγει ο δρόμος για την μετατροπή τους σε καθαρά κερδοσκοπικές οργανώσεις με τη ρύθμιση που πρόσφατα πέρασε από τη Βουλή ο Λοβέρδος να κατακρατείται (υψηλό) ποσοστό της σύνταξης των φιλοξενούμενων στις στεγαστικές δομές. Δεν ξεχνάμε ότι αντίστοιχη διάταξη έχει ψηφιστεί και για τις στεγαστικές δομές του δημόσιου από πέρσι και απλώς δεν έχει εφαρμοστεί ακόμα. Προφανώς, όποιος δεν έχει σύνταξη ή δεν συναινεί να πληρώσει, θα πετιέται στο δρόμο. Στην ίδια κατεύθυνση λειτουργούν προτάσεις για απαίτηση, από τις ΜΚΟ, χρημάτων από τους συγγενείς για την ‘φιλοξενία’ του ασθενούς στη στεγαστική δομή,
Από την άλλη, με δεδομένη την «κοινωνική ανάθεση» για την διατήρηση της κατεστημένης κοινωνικής τάξης, στη βάση της οποίας λειτουργεί, η ψυχιατρική, που πάντα συνέχεε την θεραπεία με τον κοινωνικό έλεγχο, ωθείται, προγραμματίζεται, αλλά και επιλέγει να γράψει, σ΄ αυτή την περίοδο, νέες, χωρίς προηγούμενο, σελίδες στην ιστορία της ψυχιατρικής καταστολής. Από τα ψυχιατρικά τμήματα νοσηλείας στα γενικά νοσοκομεία, όπου προγραμματίζεται η ίδρυση, εντός αυτών, κλειδωμένων τμημάτων (με ‘λευκά κελιά’ κλπ), όπου θα μπορούν να εγκλείονται ακόμα και νοσηλευόμενοι εκουσίως, μέχρι τα (εισαγόμενα από την Μ. Βρετανία) ‘υψηλής’ και ‘μέσης’ ασφαλείας δικαστικά ψυχιατρεία (με υψηλούς τοίχους, συρματοπλέγματα, κάμερες κλπ) για τον έλεγχο και τον εγκλεισμό των ανθρώπων που κρίνονται ως οι φορείς αυτού που κατασκευάζεται και εν συνεχεία ορίζεται και αναλόγως αντιμετωπίζεται, ως ‘κοινωνική επικινδυνότητα’.
Η ψυχική υγεία πρέπει να τεθεί ως ένα ζήτημα (εξίσου με άλλα) άμεσης προτεραιότητας παντού, για μια διαδικασία που θα ενώσει, σε κοινό αγώνα στους δρόμους, χρήστες των υπηρεσιών, οικογένειες, λειτουργούς ψυχικής υγείας στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, φοιτητές, συνδικαλιστικές οργανώσεις, κοινωνικές συλλογικότητες που μάχονται για την κοινωνική χειραφέτηση.
Για να δημιουργήσουμε τους κοινωνικούς και κινηματικούς όρους (αλλά και της εναλλακτικής κουλτούρας), που θα επιτρέψουν ν΄ ακουστεί η φωνή της ψυχικής οδύνης, η διαφορετική εμπειρία, αλήθειες και λογικές καταπιεσμένες και ακυρωμένες από την κατεστημένη «κανονικότητα», ν΄ αναδειχτεί η σημασία μιας εναλλακτικής προσέγγισης σε μια «κανονικότητα» πιο άρρωστη από αυτό που, αυτή η «κανονικότητα» (του μνημονίου, της εξαθλίωσης και της κοινωνικής εξόντωσης), ορίζει ως «αρρώστια».
Για να μπει φρένο στις πολιτικές του κοινωνικού Καιάδα και της εξόντωσης των πιο ευάλωτων και αποκλεισμένων στρωμάτων αυτής της κοινωνίας.
Καλούμε όλους να συμμετάσχουν στην διαδήλωση στο Υπουργείο Υγείας, στις 13 Μαρτίου, ώρα 10 πμ. Μια διαδήλωση – στιγμή ενός αγώνα διαρκείας.
Στο πλαίσιο της διαδήλωσης έχει προγραμματιστεί να συμμετάσχουν και να αναδείξουν τα περιεχόμενά της με τον δικό τους τρόπο :
Τα συγκροτήματα Active Member, Lost Bodies, Chewing Gun.
Η τραγουδίστρια Μάρθα Φριντζήλα.
Η θεατρική ομάδα Playback Ψ, σ’ ένα διαδραστικό δρώμενο.
Η θεατρική ομάδα Mute, που θα παρουσιάσει τον Ντελάλη’.
Το ‘Θέατρο Σκιών’ Αθως Δανέλης.
Η συλλογική κουζίνα στεκιoύ μεταναστών «el chef».
Δίκτυο Ανθρώπων που ακούνε φωνές
Πανελλαδική Συσπείρωση για την Ψυχιατρική Μεταρρύθμιση
Ομάδα Αυτοεκπροσώπησης ΚΨΥ Αγίων Αναργύρων
Σωματείο Νοσηλευομένων Δρομοκαιτείου «Αυτονομία»
Επικοινωνία
τηλ. 6944302577, 6945801233 Κατέβαστε εδώ την αφίσα σε pdf

Το Πείραμα Συμμόρφωσης – The Asch Conformity Experiment

One of the pairs of cards used in the experime...

Από το 1950 και έπειτα ο κοινωνικός ψυχολόγος Solomon Asch ξεκίνησε μια σειρά από πειράματα πάνω στην συμπεριφορά των ανθρώπων υπό την κοινωνική πίεση, γνωστά και Asch Conformity Experiments.
 
Αυτό το πείραμα πραγματοποιήθηκε χρησιμοποιώντας 123 άνδρες. Κάθε συμμετέχοντας τοποθετήθηκε σε μια ομάδα με 5 έως 7  “συνεργάτες” (ανθρώπους που γνώριζαν τον πραγματικό σκοπό του πειράματος, αλλά παρουσιάστηκαν ως απλοί συμμετέχοντες στον εν αγνοία “πραγματικό” συμμετέχοντα).  Στους συμμετέχοντες παρουσιάστηκε μια κάρτα με μια γραμμή, ακολουθούμενη από  μια άλλη κάρτα με 3 γραμμές, a, b και c. Ζητήθηκε τότε από τους συμμετέχοντες να πουν ποια γραμμή ταίριαζε σε μήκος με την γραμμή στην πρώτη κάρτα. Κάθε ερώτηση με γραμμή αποκαλέστηκε “δοκιμή”. Ο “πραγματικός” συμμετέχοντας απαντούσε κατά σειρά τελευταίος ή μια θέση πριν. Για τις πρώτες δύο δοκιμές, το “υποκείμενο” θα ένιωθε άνετα στο πείραμα, διότι αυτός μαζί με τους υπόλοιπους “συμμετέχοντες” έδιναν την προφανή, σωστή απάντηση. Στην τρίτη δοκιμή, οι συνεργάτες άρχιζαν να δίνουν όλοι την ίδια λανθασμένη απάντηση. Υπήρξαν 18 δοκιμές στο σύνολο και οι συνεργάτες απάντησαν λανθασμένα στις 12 από αυτές. Αυτές ήταν γνωστές ως “κριτικές δοκιμές”. Ο σκοπός ήταν να ερευνηθεί εάν ο πραγματικός συμμετέχοντας θα άλλαζε την απάντηση του και θα αποκρινόταν με τον ίδιο τρόπο όπως οι συνεργάτες, παρόλο που ήταν η λάθος απάντηση.
 
Ο Solomon Asch θεώρησε αρχικά ότι η πλειοψηφία των ανθρώπων δε θα συμφωνούσαν με κάτι φανερά λάθος, αλλά τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι συμμετέχοντες συμμορφώθηκαν με την πλειοψηφία στο 37% των κριτικών δοκιμών. Ωστόσο, 25% των συμμετεχόντων δεν συμμορφώθηκαν σε καμία δοκιμή. 75% συμμορφώθηκαν τουλάχιστον μία φορά, και 5% κάθε φορά. 

 

 
 
 
 από http://narcohypnosis.wordpress.com/2011/06/24/the-asch-conformity-experiment/

To Πείραμα Φυλάκισης του Stanford (Κατάχρηση Εξουσίας) – Stanford Prison Experiment

“Τι Δεσμοφύλακας θα ήσουν; Σαδιστής ή συμπονετικός;”
“Τι Φυλακισμένος θα ήσουν; Συμβιβασμένος ή αγωνιστής;”

Το Πείραμα φυλάκισης του Στάνφορντ ήταν ένα πείραμα πάνω στις ψυχολογικές επιπτώσεις που επιφέρει η μετατροπή ενός ατόμου σε φυλακισμένο ή δεσμοφύλακα. Το πείραμα διεξήχθη το 1971 από την ερευνητική ομάδα του Καθηγητή Ψυχολογίας Φίλιπ Ζιμπάρντο του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ.
Εικοσιτέσσερις φοιτητές επιλέχθηκαν από 70 για να παίξουν τους ρόλους των φυλακισμένων και των δεσμοφυλάκων και να ζήσουν σε μια υποτιθέμενη φυλακή που είχε δημιουργηθεί για τους σκοπούς του πειράματος στο υπόγειο του κτιρίου της Επιστήμης της Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ. Η επιλογή των υποψηφίων έγινε με βάση την απουσία ψυχολογικών και ιατρικών προβλημάτων, αλλά και ποινικού μητρώου, έτσι ώστε να αποτελούν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα για την επιστημονική παρατήρηση. Οι ρόλοι μοιράστηκαν μετά από ρίψη κέρματος (κορώνα ή γράμματα).
Οι φυλακισμένοι και οι δεσμοφύλακες μπήκαν κατευθείαν στους ρόλους τους προχωρώντας τους ρόλους του όμως πέρα από τις προβλέψεις, οδηγούμενοι σε επικίνδυνες και ψυχολογικά καταστροφικές καταστάσεις. Το ένα τρίτο από τους φρουρούς κρίθηκε ότι επέδειξαν “γνήσια” σαδιστικές τάσεις, με αποτέλεσμα αρκετοί φυλακισμένοι να τραυματιστούν ψυχολογικά και δύο από τους φοιτητές να αποχωρήσουν νωρίς από το πείραμα. Μετά την κατάρρευση ενός φοιτητή από τις απάνθρωπες συνθήκες που επικρατούσαν στη φυλακή, και συνειδητοποιώντας ότι είχε παθητικά επιτρέψει ανάρμοστες συμπεριφορές να λάβουν χώρα κάτω από την εποπτεία του, ο Ζιμπάρντο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τόσο οι φυλακισμένοι όσο και οι δεσμοφύλακες είχαν ταυτιστεί υπερβολικά με τους ρόλους τους, με αποτέλεσμα να τερματίσει το πείραμα μετά από έξι μέρες. (http://en.wikipedia.org/wiki/Stanford_prison_experiment)
http://www.prisonexp.org/