Monthly Archives: March 2011

Μέθοδοι Ψυχοκαταστολής σε ΗΠΑ και Μ. Βρετανία

Πρόθεση του κειμένου αυτού είναι να αναδείξει τις νέες μεθόδους που χρησιμοποιεί η εξουσία για να ελέγξει και να καταστείλει τη σκέψη. Οι στόχοι χειραγώγησης είναι ίδιοι με παλαιότερα, απλά σήμερα οι κρατιστές ενισχύουν το οπλοστάσιο τους, με μέτρα που θεωρητικά είχαν «απαγορευθεί» από την εποχή του διαφωτισμού και μετά. Προφανώς θεωρούν ότι είναι επιτακτική ανάγκη να εφαρμοστούν όλα αυτά τα μέτρα, φοβούμενοι πιθανότατα την αντίδραση, την αντίσταση, την εξέγερση.

Τρεις μήνες πριν το τέλος του 2005 είχε επανέλθει στη Μ. Βρετανία, προς συζήτηση νομοσχέδιο, που αφορά την ψυχική υγεία. Στοιχεία του, βγήκαν στη δημοσιότητα και προκάλεσαν αμηχανία ακόμα και στους ψυχιατρικούς κύκλους. Παρόμοιας έμπνευσης νομοθέτημα αποτελεί και το αντίστοιχο για την ψυχική υγεία στις ΗΠΑ. Είναι τέτοια η κατασταλτική λογική που διαπνέει το εφεύρημα των εξουσιαστών της Βρετανίας που πραγματικά αναρωτιέσαι, αν οι ΗΠΑ-Βρετανία συναγωνίζονται στην επίδειξη φασιστικών νομοσχεδίων. Μην ξεχνούμε ότι είναι εκείνες οι χώρες που οι κυβερνήσεις τους πρωτοστατούν στην «αντι-τρομοκρατική σταυροφορία» και επιδίδονται σε συνεχείς αναθεωρήσεις και μετατροπές των εσωτερικών τρομο-νόμων τους. Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά όμως.
Από τις πρώτες προτεραιότητες του Μπους μετά την επανεκλογή του ήταν η σύσταση μιας επιτροπής με την επωνυμία «Πρωτοβουλία Νέας Ελευθερίας» (New Freedom Initiative) με σκοπό την πλήρη μελέτη και καταγραφή του συστήματος παροχής υπηρεσιών ψυχικής υγείας στις ΗΠΑ. Η επιλογή αυτή μόνο τυχαία δεν ήταν, αφού το Ρεπουμπλικανικό κόμμα χρηματοδοτήθηκε με υπέρογκα ποσά από φαρμακευτικές εταιρίες κατά την τελευταία προεκλογική περίοδο. Είναι σαφές ότι οι εξουσιαστικοί σχεδιασμοί συμπίπτουν με τις κερδοσκοπικές εταιρικές βλέψεις. Η προσπάθεια για κοινωνικό έλεγχο και ρύθμιση της ζωής των ανθρώπων είναι διαρκής από την πλευρά του κράτους. Το θέμα λοιπόν είναι διττό. Από τη μια πλευρά, οι φαρμακοβιομηχανίες θέλουν να αυξήσουν τα πλούτη τους και απ’ την άλλη το κράτος να εντείνει με κάθε μέσο την καταστολή.
Τα αίτια τής κάθε ψυχοσωματικής διαταραχής δεν βρίσκονται σίγουρα σε βιολογικές και εγκεφαλικές ατέλειες ή αλλοιώσεις. Είναι το αποτέλεσμα της καταπίεσης που δέχεται ο άνθρωπος μέσα στην εξουσιαζόμενη κοινωνία και στις μικρές καθημερινές ιεραρχίες που τον περιτριγυρίζουν. Οικογένεια, σχολείο, στρατός, αφεντικά περιορίζουν την φυσική ελευθερία του ανθρώπου και προσπαθούν να ελέγξουν τη σκέψη, τη φαντασία, την επιλογή. Εμμονές, φοβίες, ψυχοσωματικές αντιδράσεις είναι το αποτέλεσμά τους. Μεγάλος αριθμός ασθενειών οφείλεται σε αυτές τις αντιδράσεις. Στην αντίδραση, δηλαδή του ανθρώπου απέναντι στην καταπίεση.
Ασφαλώς, τα σύγχρονα μοντέλα ζωής (δηλαδή κατανάλωση, πολλές ώρες εργασίας, κυνήγι χρήματος, καριέρα) δημιουργούν εκείνες τις συνθήκες, ώστε εκείνοι που έχουν αποδεχθεί αυτόν τον τρόπο ζωής, να γίνονται οι καλύτεροι πελάτες των φαρμακοβιομηχανιών και των ψυχιάτρων.
Στις ΗΠΑ, μέσω των ψυχοφαρμάκων, οι φαρμακοβιομηχανίες θησαυρίζουν, ενώ το κράτος και η κυβέρνηση επιβάλουν έναν αφόρητο κοινωνικό έλεγχο πάνω σε εκατομμύρια ανθρώπους. Θύματα είναι ακόμα και τα παιδιά που προβλέπεται ότι θα εμφανίσουν, προκαταβολικά, ψυχωτική συμπεριφορά. Έτσι, ένα υποχρεωτικό πρόγραμμα «ψυχικής υγείας», προβλέπει την υποχρεωτική χορήγηση ψυχοφαρμάκων, αντιψυχωτικών και αντικαταθλιπτικών, σε παιδιά προσχολικής ηλικίας με «προδιάθεση» σε ψυχικές διαταραχές.
Πριν από κάποια χρόνια περίπου επιτρεπόταν η χρήση του αντικαταθλιπτικού «πρόζακ» σε παιδιά άνω των επτά χρόνων, σήμερα η χορήγηση έχει διεισδύσει και στις μικρότερες ηλικίες. Σημειώνεται ότι η χορήγηση τέτοιων φαρμάκων μπορεί να προκαλέσει ανεπανόρθωτες βλάβες ακόμα και το θάνατο. Η επιθετικότητα που παρατηρείται σε ορισμένους μαθητές, οι οποίοι χρησιμοποιούν όπλα εναντίον των πάντων, χρεώνεται από τους αξιωματούχους αλλά και από την πλειοψηφία των ψυχιάτρων ως αποτέλεσμα βιολογικής αλλοίωσης. Σύμφωνα με τον ψυχίατρο Θ. Μεγαλοοικονόμου «το πρόβλημα αρχίζει από το σημείο που εγκαθιδρύεται και κυριαρχεί μια κακοήθης διαπλοκή ανάμεσα στην συγκρότηση και επικράτηση ενός «βιολογικού μοντέλου» στην ψυχιατρική (που μεταφράζεται, στο θεραπευτικό πεδίο, ως ένα «φαρμακευτικό μοντέλο») και στην επιδίωξη των φαρμακευτικών εταιρειών να αυξήσουν όσο γίνεται περισσότερο τις πωλήσεις και τα κέρδη τους, από την με κάθε τρόπο προώθηση των προϊόντων τους. Δεν είναι μόνο ότι οι πολυεθνικές τού φαρμάκου έχουν συμβάλλει στην πρωτοκαθεδρία, στις μέρες μας, της βιολογικής κατεύθυνσης στην ψυχιατρική, αλλά έχουν, επίσης, συμβάλλει και στον αποικισμό, της ίδιας, της λεγόμενης «κοινωνικής» ψυχιατρικής από την πρωτοκαθεδρία του φαρμάκου. Η πλειοψηφία των ψυχιάτρων, αλλά και των γιατρών άλλων ειδικοτήτων, είναι πεπεισμένη (και εκπαιδεύεται να είναι πεπεισμένη) για την μονοδιάστατη βιολογική βάση της ψυχικής δυσφορίας / αρρώστιας / διαταραχής, ως δυσλειτουργίας του εγκεφάλου, την οποία μπορεί κανείς να επιδιορθώσει διαμέσου του φαρμάκου». Αυτή η «προδιάθεση» (που στην ακραία, δογματική εκδοχή της, ισοδυναμεί με καθαρή δεισιδαιμονία και προκατάληψη) παγιώνεται από τη δράση των εταιρειών και των τεράστιων κονδυλίων που διαθέτουν για τον επηρεασμό των γιατρών.
Απ’ τη στιγμή που οι εταιρείες έχουν εισβάλλει στα πανεπιστήμια και πραγματοποιούν έρευνες είναι λογικό το μοντέλο το οποίο επιθυμούν να περάσουν στους γιατρούς να είναι το βιολογικό και όχι το κοινωνικό. Δεν βολεύει κανέναν, ούτε το κράτος ούτε τις εταιρείες αλλά ούτε και τους γιατρούς που αποκτούν bonus από την εκτεταμένη συνταγογράφηση. Τον Σεπτέμβριο του 2005 ήρθε να προστεθεί άλλη μια μελέτη του Δρ Graham Emslie, κομμένη και ραμμένη στους κρατικούς σχεδιασμούς, όπου προμοτάροταν η χρήση αντικαταθλιπτικών και συγκεκριμένα του «πρόζακ». Ποιος είναι ο χορηγός του συγκεκριμένου καθηγητή; Η εταιρεία Εli Lilly κατασκευαστής του Prozac. Και ασφαλώς δεν είναι ο μόνος που επιχορηγείται για να εκδίδει μελέτες καθ’ υπόδειξιν, προσδίδοντας την απαραίτητη επιστημοσύνη στις βλέψεις εταιρειών και κράτους.
Το ερώτημα που τίθεται, πάντως, είναι τί κάνουμε όταν κάποιος λόγω ψυχικών διαταραχών, παρουσιάζει μια επιθετική συμπεριφορά με πιθανά ενδεχόμενα την άσκηση βίας προς τους άλλους ή και προς τον εαυτό του. Πώς αντιμετωπίζονται αυτές οι καταστάσεις;
Σύμφωνα πάλι με τον Θ. Μεγαλοοικονόμου «το γεγονός ότι τα ψυχοφάρμακα είναι ένα σημαντικό εργαλείο για την θεραπευτική αντιμετώπιση της ψυχικής διαταραχής είναι πέραν πάσης αμφισβήτησης – αρκεί να είναι σαφές ότι είναι ένα εργαλείο ανάμεσα σε άλλα (που βοηθάει, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο) και όχι η μόνη απάντηση στο πρόβλημα της ψυχικής διαταραχής».
Στη συγκεκριμένη θέση προκρίνεται η άποψη, ότι σε ακραίες περιπτώσεις, η χορήγηση φαρμάκων δεν απαγορεύεται, αντίθετα λειτουργώντας επικουρικά, μπορεί να αποτρέψει αρνητικά συμβάντα και εν συνεχεία να επιτρέψει στο άτομο να αντιμετωπίσει το πρόβλημα.
Είναι σίγουρο, πάντως, ότι η χρήση ψυχοφαρμάκων καταστέλλει το σώμα και τη διάθεση και εν πολλοίς και τη σκέψη, χωρίς να μπορεί να παρέμβει στις αιτίες που μπλοκάρουν το μυαλό και το σώμα. Όσο ζούμε σε έναν κόσμο με διαχωρισμούς, κάθε μορφής και φύσεως, που κατασκευάζουν ντροπές και κουρελιάζουν αξιοπρέπειες, είναι σίγουρο ότι η ψυχική διαταραχή θα υπάρχει. Η μόνη φυγή από αυτή τη κατάσταση είναι η κατανόηση των διαχωρισμών, των δογματισμών και των εξουσιών που υπάρχουν και η πεποίθηση ότι η αντίσταση σε αυτούς είναι απαραίτητη για την απελευθέρωσή μας.

Στη διάσταση του βιολογικού-φαρμακευτικού μοντέλου που αναπτύσσεται, η Αμερικάνικη Ψυχιατρική Ένωση ταξινομεί σε έκδοσή της, ως ψυχικές ασθένειες την ήπια κατάθλιψη (cyclothymia), την θλίψη, την πλήξη και τον θυμό, την αμνησία και τα προβλήματα ύπνου. Δηλαδή βαφτίζεται ψυχικά ασθενής ο οποιοσδήποτε δεν κυκλοφορεί με ένα χαμόγελο στα χείλη και δεν γελάει διαρκώς. Αλλά και εδώ οι φαρμακοβιομηχανίες έχουν τη λύση: «χάπι της ευτυχίας». Και επειδή ένας σκληρά εργαζόμενος πρέπει να είναι επί ένα 12ωρο και αποδοτικός, η γκάμα των προϊόντων αυξάνεται με βιταμίνες, αμφεταμίνες και άλλα σκευάσματα. Επίσης είναι χαρακτηριστικό ότι οι αμερικανικές αρχές ορίζουν τα αποκαλούμενα ψυχικά διαταραγμένα άτομα ως καταναλωτές.

 
Σύμφωνα όμως με αντι-ψυχιατρικές ομάδες που δραστηριοποιούνται στις ΗΠΑ, η πρώτη πληθυσμιακή ομάδα που γίνεται στόχος, των προτάσεων που συντάσσουν διάφορες κρατικοδιαίτες υπηρεσίες, είναι τα παιδιά. Ο κοινωνικός έλεγχος σήμερα, απ’ ότι φαίνεται, ξεκινά από πολύ νωρίς, απ’ την προσχολική ηλικία. Έτσι, από τον Απρίλιο του 2003 λαμβάνει χώρα στις ΗΠΑ μια μεγάλη έρευνα που την έχουν αναλάβει καθηγητές του Columbia University, υπό την καθοδήγηση του David Shaffer, εκπροσώπου της Εli Lilly. Η ίδια ομάδα επιστημόνων έχει αναλάβει να αναθεωρήσει δημοσιευμένες έρευνες που δείχνουν ότι τα SSRI-αντικαταθλιπτικά χάπια ευθύνονται για αυτοκτονίες παιδιών. Στοιχεία κλινικής δοκιμής των SSRI και των αποκαλούμενων άτυπων αντιψυχωτικών φαρμάκων απέτυχαν να καταδείξουν, είτε την ασφάλεια αυτών των φαρμάκων είτε οφέλη μεγαλύτερα από τα ψευδοφάρμακα (placebos).

Πενήντα δυο εκατομμύρια μαθητές και έξι εκατομμύρια προσωπικό είναι υποχρεωμένοι να περάσουν από εξετάσεις διάγνωσης κρυμμένης ψυχικής διαταραχής. Οι αρχές για να ξεπεράσουν τον σκόπελο της νομοθεσίας που λέει ότι απαιτείται γονική άδεια για την διεξαγωγή αυτών των τεστ εκτός σχολείου, τα εντάσσουν με διάφορα τεχνάσματα εντός του προγράμματος σπουδών. Στην ουσία μέσω της κατάρτισης ερωτηματολογίων γίνεται αυτή η διαδικασία και αποφασίζουν με διάφορα ψυχομετρικά τεστ αν είσαι διαταραγμένος ή όχι. Τόσο κυνικά!
Στην πολιτεία του Ιλλινόις νομοθέτημα τονίζει την επέμβαση και τη θεραπεία όλων των εγκύων μητέρων και των παιδιών έως 18 ετών που κατοικούν στην πολιτεία αυτή. Και αναφέρει επί λέξει: «οι επιλογές, οι εξετάσεις και οι θεραπείες πρόκειται να προσφέρονται στα σπίτια, σε παιδικούς σταθμούς και σε όλο το σύστημα των δημοσίων σχολείων. Ένα παιδί μετά τα 12 του χρόνια βρίσκεται υπό την επίβλεψη δυο ειδικών ψυχικής υγείας, χωρίς να χρειάζεται γονική συγκατάθεση». Είναι κατανοητό ότι οι μόνοι λόγοι ύπαρξης τέτοιων προγραμμάτων είναι η διάχυση του κοινωνικού ελέγχου και σε μικρότερες ηλικίες καθώς και η αύξηση κερδοφορίας των εταιρειών.
Οργουελιανής φαντασίας σενάρια λοιπόν έχουν απλωθεί στις ΗΠΑ αλλά αντίστοιχες καταστάσεις επιχειρείται να εφαρμοστούν και στη Βρετανία.
Από το 2002, λοιπόν, η βρετανική κυβέρνηση επιχειρεί να μεταρρυθμίσει τον νόμο του 1983, για την ψυχική υγεία. Απ’ τη πρώτη στιγμή οι αντιδράσεις ήταν έντονες και εν μέρει αποτελεσματικές, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι εδώ και τρία χρόνια δεν έχει ψηφιστεί ο νέος νόμος για το σύνολο της Βρετανίας. Στοιχεία του νομοσχεδίου ψηφίστηκαν σε νόμο της Σκοτίας αντικαθιστώντας νόμο μεσαιωνικού τύπου.
Το νομοσχέδιο του 2002 έδινε έμφαση στο φόβο και στον κίνδυνο πρόκλησης ανθρωποκτονίας από άτομα χαρακτηρισμένα ως «ψυχοπαθή», έτσι επέτρεπε την σύλληψη και κράτηση μερικών χιλιάδων ατόμων προληπτικά. Ενώ πολλοί περισσότεροι θα υποχρεώνονταν να πάρουν ψυχοφάρμακα παρά τη θέλησή τους. Είναι φανερό ότι όλα αυτά αποτελούν μια άλλη διάσταση του τρόμου και φόβου που θέλουν να κατασκευάσουν οι εξουσιαστές. Επιπρόσθετα διευρυνόταν ο ορισμός της ψυχικής διαταραχής έτσι ώστε όλο και περισσότερα άτομα να λαμβάνουν φάρμακα. Στις θεραπευτικές κοινότητες όποιος αρνιόταν να λάβει φαρμακευτική αγωγή, αυτή θα γινόταν με βίαιο τρόπο.
Επίσης το «φιλελεύθερο» μέτρο του 1983, σύμφωνα με το οποίο όποιος δεν θεωρείται «θεραπεύσιμος», δεν κλείνεται στο νοσοκομείο, τώρα καταργείται. Αντίθετα επιτρέπεται η χρήση του ηλεκτροσόκ ενώ οι γιατροί δεν θα έχουν καμία κύρωση εάν οι δόσεις που χορηγούν ξεπερνούν τα όρια!
Δυο χρόνια αργότερα (2004) το κράτος επιστρέφει με ένα νέο νομοσχέδιο που λίγο διαφέρει από το προηγούμενο. Σε αυτό δίνεται η ευχέρεια στους ψυχιάτρους να αποφασίσουν εάν θα κλείσουν ένα άτομο μέσα στη θεραπευτική κοινότητα ή στο νοσοκομείο και κάθε 28 ημέρες, δικαστήριο θα αποφασίζει για την συνέχιση της κράτησής του. Στους ψυχικά διαταραγμένους που είναι σε θέση να αποφασίσουν (ποιος το κρίνει και με τι κριτήρια, αλήθεια;) δίδεται το δικαίωμα να αρνηθούν το ηλεκτροσόκ. Δηλαδή επί της ουσίας το νομοσχέδιο είναι ίδιο με ελάχιστες ανώδυνες για τους κρατιστές τροποποιήσεις.
(Στο αντιτρομοκρατικό νομοσχέδιο που είχε φέρει στη βουλή ο Μπλέρ και πρώτη φορά καταψηφίστηκε, ζητούσε να κρατείται κάποιος επί 90 ημέρες χωρίς να του αποδίδονται κατηγορίες. Παρά το ότι καταψηφίστηκε, εν τούτοις κατόρθωσε να αυξήσει σε 28 τις μέρες που κάποιος θα βρίσκεται δέσμιος του κράτους χωρίς καμία απαγγελία κατηγορίας. Όσες δηλαδή είναι και οι ημέρες κράτησης για έναν ψυχικά «ασθενή»).
Αναρχικός Πυρήνας Χαλκίδας
[Από τη ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φύλλο 45, Δεκέμβριος 2005]

Περί αναρχικής συναίνεσης ο λόγος….

 


Ένα από τα ερωτήματα που τίθενται συχνά όσον αφορά τον ελευθεριακό χώρο είναι ο τρόπος λήψης αποφάσεων σε μία αντιιεραρχική και αταξική  κοινωνία, όπου έχει εκλείψει κάθε ολιγαρχική διαδικασία ανάδειξης αντιπροσώπων και δεσπόζει η εναντίωση σε κάθε τύπο θεσμικής ιεραρχίας. Δεδομένου ότι στον νεότερο αναρχισμό των τελευταίων σαράντα ετών έχει επικρατήσει η συναινετική άμεση δημοκρατία, τόσο ως διαδικασία μες στο υπάρχον όσο και ως καθολική πολιτική μορφή για το ευκταίο μέλλον, προκύπτει το εύλογο ερώτημα: σε μία τέτοια κοινωνία, αφού δεν ψηφίζουμε, πώς αποφασίζουμε;

Στο παρόν κείμενο επιχειρείται μία επισκόπηση των εν λόγω διαδικασιών λήψης αποφάσεων σε μία συλλογικότητα, όπως λειτουργούν στο εδώ και τώρα. Είναι μία μελέτη σε πρώτο επίπεδο και γι’ αυτό και ελαφρώς ελλιπής. Τυχόν παρατηρήσεις και προσθήκες είναι θεμιτές.

Πώς είναι επομένως δυνατή η λήψη αποφάσεων, έτσι ώστε οι τελευταίες: α) να είναι ανεξάρτητες από οποιασδήποτε μορφής εξουσίας, β) να προϋποθέτουν την ισότιμη συμμετοχή όλων των ατόμων που απαρτίζουν τη συλλογικότητα και γ) να εκφράζουν το σύνολο των συμμετεχόντων στις διαδικασίες διαμόρφωσής τους.
Η αναρχική συναίνεση (αγγλ: «anarchist consensus», επίσης στα ελληνικά και «αναρχική ομοφωνία») είναι η επικρατούσα μέθοδος διαμόρφωσης των αποφάσεων σε μία αυτοοργανούμενη συλλογικότητα, η οποία λειτουργεί με αμεσοδημοκρατικές, πρόσωπο-με-πρόσωπο συνελεύσεις των μελών της. Προέκυψε σε σημαντικό βαθμό – με τη σύγχρονη μορφή της – μέσα από τα νέα κοινωνικά κινήματα του ’60 και στηρίζεται σε μία προσπάθεια «θωράκισης» της ατομικής ελευθερίας απέναντι στη βούληση της συλλογικότητας. Αφορμή για την εμφάνισή της ήταν οι «αυταρχικές» πολιτικές διαδικασίες ριζοσπαστικών ομάδων μαρξιστικής καταβολής, στηριζόμενες – κατά τους οπαδούς της συναίνεσης – στη «δικτατορία της πλειοψηφίας». Αντιθέτως, για τους επικριτές της δεν συνιστά παρά ένα «μεταμοντέρνων» καταβολών επινόημα που προτάσσει αναίτια τον σεβασμό στην ποικιλομορφία ως αυτοσκοπό, προωθώντας από την άλλη έναν υπέρμετρο «ατομικισμό», πρόθυμο να θυσιάσει την ίδια την πολιτική στο όνομα της ατομικής αυτονομίας. Ακολουθεί μία συνοπτική περιγραφή της διαδικασίας.
Στην έναρξη της συνέλευσης τίθενται τα θέματα προς συζήτηση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αν στη συνέχεια προκύψουν και άλλα ζητήματα δεν θα τεθούν επί τάπητος. Βασική προϋπόθεση λειτουργίας του μοντέλου της συναίνεσης είναι η μαζική συμμετοχή στις διαδικασίες διαμόρφωσης αποφάσεων, όλων των ατόμων που πιστεύουν πως επηρεάζονται από τις τελευταίες. Στη συνέχεια ακολουθεί συζήτηση για το κάθε θέμα και όποιος συμμετέχων ζητήσει τον λόγο έχει το δικαίωμα να πει την άποψή του, αλλά και να εκφράσει τις διαφωνίες του ως προς ήδη διατυπωμένα συμπεράσματα, προτάσεις ή διαπιστώσεις. Η διεξοδική (και συνήθως χρονοβόρα) συζήτηση είναι ένα θεμιτό στοιχείο στις αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων καθώς: α) αναλύονται όλες οι πτυχές ενός θέματος και β) κάθε άτομο που συμμετέχει στη συζήτηση εκφράζει την πραγματική του γνώμη. Το προσδοκώμενο αποτέλεσμα είναι μία απόφαση η οποία – κατά το δυνατόν – να εκφράζει το σύνολο των συμμετεχόντων στη συλλογικότητα.
Αφού η συζήτηση για κάποιο ζήτημα φτάσει στο τέλος της, ως τελική απόφαση επ’ αυτού κατακυρώνεται κατά κανόνα η πρόταση που διατυπώθηκε περισσότερες φορές (από τα περισσότερα άτομα δηλαδή). Στο τελικό στάδιο λήψης μιας απόφασης κατά τη διαδικασία της συναίνεσης δεν υπάρχει ψηφοφορία. Και σε αυτό ακριβώς το σημείο τίθεται ένας διαχωρισμός ανάμεσα στην αναρχική συναίνεση και στις πιο συνηθισμένες αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, αυτές οι οποίες περιλαμβάνουν ψηφοφορία και «δικαίωση» της πλειοψηφίας.
Από τους υποστηρικτές της ομοφωνίας, η ψηφοφορία απορρίπτεται ως εξουσιαστικό μέσο επιβολής της πλειοψηφίας σε μια μειοψηφία που τυχαίνει να έχει διαφορετική γνώμη. Θεωρούν ότι δημιουργούνται τεχνητοί διαχωρισμοί μεταξύ των συμμετεχόντων στη συλλογικότητα, καθώς και υποβιβασμός των διαφωνούντων οι οποίοι βρίσκονται ξαφνικά σε μειονεκτική θέση. Ορισμένες φορές υπάρχει επιπροσθέτως εκ μέρους τους και μία ρητορική, η οποία κατά βούληση ταυτίζει ουσιαστικά την αμεσοδημοκρατική ψηφοφορία στο πλαίσιο μίας αυτοοργανούμενης συλλογικότητας με την «ψηφοφορία»  της φιλελεύθερης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας (τις εκλογές ανάδειξης αντιπροσώπων), προκειμένου να τη δαιμονοποιήσει περαιτέρω (παρόμοια είναι και η ρητορική ταύτισης μεταξύ «πολιτικής» και «εξουσίας»), αλλά το επιχείρημα αυτό μάλλον στερείται οποιασδήποτε σοβαρότητας.
Η απόρριψη της ψηφοφορίας έχει περιγραφεί από διαφωνούντες με τη συναίνεση ως έχουσα διαφορετικά εγγενή αίτια. Αίτια τα οποία πηγάζουν από τη λανθασμένη, κατ’ αυτούς, αντίληψη ότι η ψηφοφορία ταυτίζεται με την αντιπροσώπευση – μία σχέση που έχει κατά κανόνα ως συνέπεια την εμφάνιση θεσμικών ή άτυπων ιεραρχιών. Επίσης, οι μειοψηφούντες συμμετέχοντες σε μία αμεσοδημοκρατική ψηφοφορία είναι ανά πάσα στιγμή σε θέση να ανατρέψουν, να μεταπείσουν και τελικά να κερδίσουν με το μέρος τους την πλειοψηφία, μέσω του διαλόγου και της επιχειρηματολογίας τους, ενώ σε κάθε περίπτωση έχουν συμμετάσχει ενεργά και ελεύθερα στη διαμόρφωση της απόφασης. Εξάλλου οι πλειοψηφίες και οι μειοψηφίες δεν είναι κάτι δεδομένο και σταθερό, αλλά μεταβάλλονται αναλόγως με τη μέρα και το θέμα συζήτησης. Οι οπαδοί της συναίνεσης κατά κανόνα αγνοούν αυτή τη διάσταση του ζητήματος, φτάνοντας πολλές φορές στο σημείο να ταυτίζουν την αναρχία… με τη συναίνεση!
Πρόβλημα όμως, υποστηρίζουν οι διαφωνούντες με τη συναίνεση, δημιουργείται και με το πώς λαμβάνεται η τελική απόφαση. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει ψηφοφορία κάποιος ή κάποιοι από τους συμμετέχοντες θα πρέπει να συνοψίσουν τα όσα συζητήθηκαν και να πουν ποιο είναι το τελικό συμπέρασμα. Ποιος όμως θα αναλάβει να το κάνει αυτό; Με τι κριτήρια θα μπορέσει να καταλάβει, να συνοψίσει και να εκφράσει τις πραγματικές επιθυμίες της συλλογικότητας; Θα ψυχανεμιστεί το γενικότερο κλίμα που έχει επικρατήσει κατά τη διάρκεια της συζήτησης, ή θα ρωτήσει από την αρχή έναν-έναν (διενεργώντας κάποιου είδους άτυπη ψηφοφορία) τους συμμετέχοντες περί της γνώμης τους; Και μήπως με αυτόν τον τρόπο αυτόματα δημιουργείται κάποιου είδους ιεραρχία, όπου ο πιο ευφράδης, ή ο λιγότερο ντροπαλός, ή ο πιο «μπασμένος στα κόλπα» (δεδομένου ότι συνήθως υπάρχουν διαφορετικά επίπεδα αντίληψης και πρακτικής εμπειρίας περί πολιτικής στα μέλη μιας συλλογικότητας), αυτόκλητα αποφασίζει να οργανώσει και να καθοδηγήσει την διαδικασία;
Είναι λογικό, όπως ήδη αναφέρθηκε, οι περισσότερες συλλογικότητες να αποτελούνται από άτομα διαφορετικά μεταξύ τους – και μάλιστα σε πολλαπλά επίπεδα. Μπορεί κάποιοι να έχουν περισσότερες γνώσεις ή να είναι πιο ευφράδεις. Άλλοι ίσως είναι πιο κοινωνικοί, ενώ άλλοι πιο εσωστρεφείς. Είναι λογικό πως σε κάποιες περιπτώσεις, όσοι νιώθουν πως βρίσκονται σε «μειονεκτική» θέση, μπορεί να σιωπούν, να μην εκφράζουν την άποψή τους ή τις διαφωνίες τους κλπ. Με άλλα λόγια, η ίδια η ανθρώπινη πολλαπλότητα την οποία η συναίνεση υποστηρίζει πως υπερασπίζεται καθίσταται λόγος για την εμφάνιση άτυπων, προσωρινών και αναπόφευκτων «ιεραρχιών» κατά τη διάρκεια μίας συνέλευσης, γεγονός που σαμποτάρει απρόβλεπτα το σκεπτικό πίσω από τη συναίνεση.
Αναλυτικότερα, οι λόγοι για τους οποίους μπορεί κάποιος να αισθάνεται ότι βρίσκεται σε μειονεκτική θέση είναι δεκάδες: ίσως κάποιος να θεωρεί πως δεν έχει το κατάλληλο μορφωτικό ή εμπειρικό επίπεδο, ή μπορεί να αισθάνεται άβολα επειδή δεν γνωρίζει τα άτομα που συμμετέχουν στη συλλογικότητα, κλπ. Αυτή η ανομοιογένεια όμως μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα τη μονοπώληση της συζήτησης από άτομα τα οποία, χωρίς να στοχεύουν σε κάτι τέτοιο, καταλήγουν να καθοδηγούν προς συγκεκριμένη κατεύθυνση τη διαδικασία. Ως συνέπεια αυτού, η τελική απόφαση της συλλογικότητας ταυτίζεται ουσιαστικά με την άποψη συγκεκριμένων ατόμων, χωρίς να εκπροσωπεί το σύνολο των συμμετεχόντων. Υπάρχει επομένως μία έμμεση επιβολή κάποιας μερίδας ατόμων σε μία άλλη (ανεξάρτητα με το αν η πρώτη είναι πλειοψηφία ή μειοψηφία). Πώς λοιπόν μπορούν να εκφραστούν όλα τα άτομα χωρίς να υπάρξει κάποιου είδους «καπέλωμα» στην όλη διαδικασία;
Εμείς πιστεύουμε πως η διενέργεια ψηφοφορίας στην τελική ευθεία της διαδικασίας θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μέσο έκφρασης όλων των ατόμων που συμμετέχουν στη συλλογικότητα. Φυσικά, η ψήφος του καθενός μπορεί να είναι επηρεασμένη από τα όσα περιγράψαμε παραπάνω, αλλά τουλάχιστον υπάρχει μία δικλείδα μέσω της οποίας μπορούν να εκφραστούν όλα τα άτομα,  αν για τον οποιονδήποτε λόγο δεν επιθυμούν να εκφραστούν δημόσια με λεκτικό τρόπο. Σε καμία περίπτωση δεν προτάσσουμε την ψηφοφορία ως εναλλακτική μορφή έκφρασης αντί του διαλόγου και της συζήτησης, ενώ φυσικά το ιδανικότερο κατά την άποψή μας θα ήταν να εκφράζουν όλοι οι συμμετέχοντες ελεύθερα την άποψή τους και τις διαφωνίες τους. Κατά τη διάρκεια ψηφοφορίας θα τίθενται προς ψηφοφορία προτάσεις που έχουν ακουστεί, χωρίς φυσικά να προσωποποιούνται έτσι ώστε να αποφευχθούν οποιασδήποτε μορφής διαχωρισμοί, ιεραρχίες και αντιπαλότητες (π.χ. ο Α πρότεινε το τάδε και τον ψήφισαν 10 άτομα, ενώ τον Β που πρότεινε το δείνα τον ψήφισαν 12 άτομα).
Σε περίπτωση που κάποιος διαφωνεί με την τελική απόφαση μπορεί εθελοντικά να αποχωρήσει από τη διαδικασία, χωρίς φυσικά σε καμία περίπτωση να είναι υποχρεωμένος να συμμετάσχει στην υλοποίηση του αποτελέσματος της συνέλευσης. Οι διαφωνούντες-αποχωρούντες μπορούν να σχηματίσουν μία δική τους συλλογικότητα ή να συμμετάσχουν σε κάποια άλλη. Εκτός αυτών των επιλογών όμως, κάποιος ο οποίος διαφωνεί ριζικά μπορεί να θέσει βέτο στη ληφθείσα απόφαση. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η απόφαση ακυρώνεται, ενώ η διαδικασία επανεκκινείται από την αρχή μέχρι να βρεθεί ένας ελάχιστος κοινός παρανομαστής τον οποίον μπορούν να ανεχθούν όλοι.
Το να αποχωρήσουν οι διαφωνούντες από τη συλλογικότητα είναι κατά τη γνώμη μας εξουσιαστικό και αντικατοπτρίζει μία έμμεση επιβολή των αποφάσεων της πλειοψηφίας στη μειοψηφία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο απομονώνονται οι διαφωνούντες και διασπάται η δομή της συλλογικότητας (δημιουργώντας πρόβλημα στην ίδια τη συλλογικότητα). Το βέτο και η επανεκκίνηση της διαδικασίας μπορεί να προκαλέσει έναν ατέρμονα βρόχο. Τίθεται το εξής ερώτημα: αν τελικά δεν βρεθεί κοινή αποδεκτή λύση τι θα γίνει; Μήπως καταλήξει τελικά η συλλογικότητα να μην πάρει καμία απόφαση; Και αν τελικά ληφθεί μία απόφαση, πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι αυτή δεν είναι κατευθυνόμενη από την αμηχανία και τελικά την υποχώρηση του ατόμου που έχει θέσει βέτο, αισθανόμενο ότι αναγκάζεται να υποχωρήσει προκειμένου να μην μπλοκάρει τις διαδικασίες; Αλλά και σε περίπτωση που δεν συμβεί κάτι τέτοιο, η τελική απόφαση θα είναι ο ελάχιστος κοινός παρανομαστής στον οποίο συμφωνούν όλοι, με αποτέλεσμα να μην είναι ευχαριστημένη η πλειοψηφία και να υποτάσσεται ουσιαστικά στη μειοψηφία.
Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η αναρχική συναίνεση/ομοφωνία, σε ένα πλαίσιο συνελεύσεων της κοινωνικής βάσης, είναι ένας καθ’ όλα αμεσοδημοκρατικός τρόπος λήψης αποφάσεων που αναδεικνύει το άτομο και ταυτόχρονα τη συλλογικότητα, σέβεται τις μειοψηφίες και προωθεί το δικαίωμα πραγματικής έκφρασης όλων (ουδεμία σχέση με την τυπική «ελευθερία του λόγου» ή «ελευθερία του Τύπου», του φιλελευθερισμού). Δημιουργούνται ωστόσο προβλήματα, στο όνομα του σεβασμού της ατομικής αυτονομίας και του πλουραλισμού ως αυτοσκοπού, τα οποία πιστεύουμε ότι σε κάποιο σημείο θα μπορούσαν να επιλυθούν με χρήση ψηφοφορίας στο τελικό στάδιο.
 
Παραθέτουμε αποσπάσματα από το βιβλίο του David Graeber «Fragments of an Anarchist Anthropology» (μετάφραση δική μας, το βιβλίο όμως υπάρχει και μεταφρασμένο):
«….. Οι περισσότερες αναρχικές συλλογικότητες λειτουργούν με βάση την διαδικασία της συναίνεσης (consensus), η οποία έχει αναπτυχθεί έτσι ώστε να λειτουργεί ως αντίβαρο (το ακριβώς αντίθετο) στις αυταρχικές, διχαστικές, και σεχταριστικές διαδικασίες οι οποίες είναι δημοφιλείς στις υπόλοιπες ριζοσπαστικές ομάδες. Εφαρμοσμένη στη θεωρία, σημαίνει αποδοχή της ανάγκης για ποικιλομορφία στις θεωρητικές προσεγγίσεις, και ένωση των ατόμων που τις εκφράζουν κάτω από συγκεκριμένες κοινές δεσμεύσεις και αντιλήψεις. Στη διαδικασία της συναίνεσης, όλοι συμφωνούν από την αρχή σε συγκεκριμένες αρχές ενότητας και λόγους για την συμμετοχή τους στη συλλογικότητα. Αλλά πέρα από αυτό οι συμμετέχοντες επιπλέον αποδέχονται ότι κανένας δεν θα επιβάλλει στον άλλο την δική του άποψη και ούτε θα προσπαθήσουν να κάνουν κάτι τέτοιο. Έτσι η συζήτηση θα πρέπει να παραμένει εστιασμένη στις δράσεις της συλλογικότητας,  και να αποφασίσει ένα πλάνο με το οποίο όλοι μπορούν να ζήσουν και να συμφωνούν, χωρίς να αισθάνεται κάποιο μέλος της ομάδας ότι παραβιάζονται(violation) οι αρχές του. Ο οποιοσδήποτε μπορεί να παρατηρήσει έναν παραλληλισμό εδώ πέρα: ένα σύνολο από άτομα με διαφορετικές προσεγγίσεις, ενωμένο υπό την κοινή τους επιθυμία για κατανόηση της κοινωνικής κατάστασης και κατεύθυνσής αυτής σε μεγαλύτερη ελευθερία. Παρά να προσπαθούν να αποδείξουν τις θέσεις και τις αρχές των υπολοίπων ως λανθασμένες, προσπαθούν να βρουν ανάλογες δράσεις έτσι ώστε να στηρίξουν/ενισχύσουν(reinforce) τις ανάγκες και τις αρχές των άλλων
«….. η παραδοχή πίσω από την ομαλή εφαρμογή της ομοφωνίας είναι ότι κανένας από τους συμμετέχοντες δεν θα πρέπει καν να προσπαθήσει να αλλάξει τη γενικότερη άποψη κάποιου άλλου. Το νόημα της διαδικασίας της ομοφωνίας είναι να δοθεί η δυνατότητα στη συλλογικότητα να αποφασίσει μία κοινή δράση. Αντί να ψηφίζονται προτάσεις, συζητιούνται, επεξεργάζονται και τροποποιούνται οι ήδη υπάρχουσες (ή τίθενται νέες προτάσεις από την αρχή) έτσι ώστε να καταλήξει η συλλογικότητα σε κάποιες προτάσεις με τις οποίες όλοι οι συμμετέχοντες μπορούν να ζήσουν (εννοεί μάλλον, να καταλήξουν σε κάποια απόφαση η οποία ικανοποιεί όλους τους συμμετέχοντες). Στο τελικό στάδιο της διαδικασίας, «ανακαλύπτοντας την συναίνεση/ομοφωνία» (“finding consensus”) υπάρχουν δύο διαφορετικοί τρόποι με τους όποιους κάποιος μπορεί να εκφράσει τυχόν ενστάσεις για τις αποφάσεις της συλλογικότητας: ο πρώτος τρόπος είναι το άτομο που ενίσταται να αποχωρήσει από την διαδικασία, όπου με αυτόν τον τρόπο δηλώνει ότι  διαφωνεί με τις αποφάσεις της συνέλευσης και δεν θα συμμετέχει αλλα ταυτόχρονα δεν θα εμποδίσει κάποιον από το να συμμετέχει στις αποφάσεις αυτές, και ο δεύτερος τρόπος είναι να μπλοκάρει την διαδικασία θέτοντας βέτο. Οποιοσδήποτε έχει το δικαίωμα να μπλοκάρει την διαδικασία σε περίπτωση που θεωρήσει ότι παραβιάζονται οι θεμελιώδεις αρχές και οι λόγοι για τους όποιους είναι μέλος της συλλογικότητας.
Κάποιος θα μπορούσε να μελετήσει πιο βαθειά τις εκπληκτικά πολύπλοκες μεθόδους που έχουν αναπτυχθεί για να διασφαλιστεί το εγχείρημα της ομοφωνίας. Θα μπορούσε να το μελετήσει υπό την σκοπιά της προσαρμογής της διαδικασίας της ομοφωνίας όταν η συλλογικότητα έχει πολύ μεγάλο αριθμό ατόμων. Ή θα μπορούσε να μελετήσει τον τρόπο με τον οποίο η ίδια η ομοφωνία ενισχύει την θεμελιώδη αρχή της αποκέντρωσης, διασφαλίζοντας ότι κάποιος δεν θα φέρει προτάσεις ενώπιον μιας πολύ μεγάλης συλλογικότητας, εκτός και αν είναι αναγκασμένος να το κάνει για λόγους εξασφάλισης της ισότητας των δύο φύλων και της επίλυσης των συγκρούσεων. Το νόημα σε αυτήν την μορφή άμεσης δημοκρατίας είναι ότι είναι πολύ διαφορετική σε σχέση με τις μορφές που συνήθως συσχετίζουμε τον όρο της άμεσης δημοκρατίας
«… σε όλον τον κόσμο παρατηρούμε ότι οι κοινότητες(communities) ισότητας, έχουν προτιμήσει να αποφασίζουν χρησιμοποιώντας κάποια μορφή της διαδικασίας της ομοφωνίας. Γιατί όμως; Η εξήγηση που προτείνω εγώ είναι η εξής: είναι ευκολότερο, σε μία κοινότητα όπου τα μέλη της βρίσκονται πρόσωπο με πρόσωπο, να ανακαλύψεις τι θέλουν να κάνουν τα περισσότερα μέλη της κοινότητας, παρά να προσπαθήσεις να ανακαλύψεις πώς θα πείσεις αυτούς που διαφωνούν με τις αποφάσεις. Η λήψη αποφάσεων με την διαδικασία της ομοφωνίας είναι συνηθισμένη στις κοινωνίες όπου δεν υπάρχει περίπτωση να εξαναγκαστεί  μία μειοψηφία(μειονότητα) να συμφωνήσει με τις αποφάσεις της πλειοψηφίας (και αυτό είτε γιατί δεν υπάρχει κράτος(state)  το οποίο έχει μονοπώλιο στις δυνάμεις εξαναγκασμούς είτε γιατί το κράτος δεν έχει καμία σχέση με τις αποφάσεις που παίρνονται σε τοπικό επίπεδο). Από τη στιγμή λοιπόν που δεν υπάρχει περίπτωση να εξαναγκαστεί κάποιος που διαφωνεί με τις αποφάσεις της πλειοψηφίας να τις ακολουθήσει, τότε το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε κάποιος(που συμμετέχει στη συλλογικότητα) να κάνει, είναι να αποφασίσει με ψήφο: ένας δημόσιος διαγωνισμός κατά τον οποίο κάποιος φαίνεται να χάνει(τον διαγωνισμό). Η ψηφοφορία είναι το μέσο το οποίο μπορεί να εγγυηθεί ταπεινώσεις, δυσαρέσκειες, μίση και στο τέλος την καταστροφή των κοινοτήτων. Η διαδικασία λήψης αποφάσεων με ομοφωνία μπορεί να φαίνεται περίπλοκη και δύσκολη, αλλά επί της ουσίας είναι μία μακρά διαδικασία η οποία εξασφαλίζει ότι κανένας δεν θα φύγει από τη διαδικασία αισθανόμενος ότι οι απόψεις του έχουν αγνοηθεί παντελώς. »

Παραθέτουμε αποσπάσματα από το κείμενο του Ralf Burnicki «Anarchist Consensual Democracy» (είναι απομαγνητοφωνημένο κείμενο, μετάφραση δική μας):
«Εάν ήθελα να περιγράψω την αναρχική θεμελιώδη αρχή ή αλλιώς το μοντέλο της συναίνεσης, ίσως να ήταν βοηθητικό να την περιγράψω στην αρχή ως μοντέλο λήψης ανεξάρτητων αποφάσεων ή ως θεωρία άμεσης δημοκρατίας. Το μοντέλο αναφέρεται στην εγγενή αξία των πολιτικών αποφάσεων, και με αυτό εννοούμε ότι ο τρόπος με τον οποίο λαμβάνεται μία πολιτική απόφαση τίθεται στο επίκεντρο. Η «συναίνεση/ομοφωνία» ετυμολογικά κατάγεται από τις έννοιες της «συμφωνίας» και της «ομόνοιας/συνεννόησης». Η συναίνεση, επειδή είναι ανεξάρτητη(η διαδικασία λήψης αποφάσεων) από οποιαδήποτε κυριαρχία και αναφέρεται σε μία διαδικασία λήψης αποφάσεων η οποία προκύπτει από την πραγματική επικοινωνία, είναι σημαντική για την λήψη σοβαρών/συμπαγών(concrete) αποφάσεων(μάλλον εννοεί τις αποφάσεις που αφορούν σημαντικά ζητήματα ή ζητήματα τα οποία δεν αφορούν πχ το τι φάμε σήμερα). Στην θεωρία της άμεσης δημοκρατίας, διαδικασίες λήψεων «συμπαγών» αποφάσεων αφορούν για παράδειγμα, ερωτήματα για το πώς μπορούμε να παράγουμε κάτι. Παραδείγματα: πώς μπορούμε να κατασκευάσουμε έναν δρόμο; Πώς μπορούμε να δημιουργήσουμε μία κολεκτίβα; Μελετώντας την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, μία μορφή πολιτεύματος της οποίας κύριο χαρακτηριστικό είναι τα αντιπροσωπευτικά συστήματα, φαίνεται ξεκάθαρα ότι οι μεγάλες μάζες του λαού  οι οποίες επηρεάζονται άμεσα από αυτού του είδους τα συστήματα και τις αποφάσεις, αγνοούνται.
Αντίθετα, η θεμελιώδης αναρχική αρχή της δημοκρατίας με ομοφωνία προβλέπει μία πολύ διαφορετική αρχή η οποία είναι γίνεται αντιληπτή/κατανοητή με δύο τρόπους. Πρώτον, στην αναρχική συναινετική δημοκρατία, τα άτομα τα οποία επηρεάζονται από τις αποφάσεις λαμβάνονται υπόψη σε αυτές(δηλαδή μπορούν να συμμετέχουν στις διαδικασίες λήψης αυτών και να συνδιαμορφώνουν με τους υπόλοιπους). Δεύτερον, όλα τα άτομα τα οποία δυσαρεστούνται από μία απόφαση, τους αποκαλώ αμφισβητίες, έχουν το δικαίωμα να θέσουν βέτο κατά τη διάρκεια της διαδικασίας λήψης αποφάσεων. Αυτό το δικαίωμα τους επιτρέπει να ακυρώσουν μία απόφαση έτσι ώστε η συζήτηση(και η όλη διαδικασία) να ξεκινήσει από την αρχή. ……. Ο στόχος της συναίνεσης είναι να εκλείψουν οι υπερισχύουσες/κυριαρχικές(overriding) αποφάσεις της πλειοψηφίας (εννοεί μάλλον, να εκλείψει το φαινόμενο της επιβολής των αποφάσεων της πλειοψηφίας στη μειοψηφία)
«… Επομένως αυτό που μας ενδιαφέρει είναι μία κριτική στο Κράτος(το γράφω με κεφαλαίο «Κ» γιατί έτσι το έχει και στο κείμενο δηλαδή ως State) που απαιτεί, όπως και η δημοκρατία, ο κύριος στόχος της πολιτικής να είναι τα συμφέροντα του λαού. Επειδή όμως αυτό δεν ισχύει στην πραγματικότητα, οι αναρχικοί ασκούν κριτική αντίστοιχα στο Κράτος. Επιπλέον, αυτό το Κράτος το οποίο σταθερά παράγει κυβερνήσεις, επιπλέον έχει μονοπώλιο στη βία. Αυτό εκδηλώνεται  με το ότι επιτρέπει στο ίδιο να χρησιμοποιήσει βία εναντίον των εχθρών του ή εναντίον των ανθρώπων που δεν ανταποκρίνονται στις «δεοντολογικές/κανονιστικές(normative)» ιδέες, ενώ ταυτόχρονα απαγορεύει σε οποιονδήποτε άλλο να χρησιμοποιήσει βία. Το πλήθος είναι εντελώς εκτεθειμένο χωρίς να κατέχει κανένα μέσο άμυνας. Η άσκηση βίας είναι μοναδικό προνόμιο του Κράτους, και αυτό είναι άδικο. Η αναρχία είναι εμπνευσμένη ως μία μορφή οργάνωσης της κοινωνίας, αντί-κυβερνητική και αντί-καπιταλιστική, και ασχολείται/ενδιαφέρεται μόνο με την βάση του λαού(base level of population). Κάθε λαός/πλήθος παίρνει αποφάσεις οι οποίες βασίζονται στις ανάγκες των ανθρώπων και παίρνονται από αυτούς που επηρεάζονται από αυτές τις αποφάσεις. Έτσι, αν είναι αναγκαίο να παρθεί μία απόφαση, τότε αυτή λαμβάνεται σε μικρό-επίπεδο(micro level), και η διαδικασίας λήψης αυτής της απόφασης οργανώνεται από τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους(αυτούς που επηρεάζονται από την απόφαση αυτήν)
«…. Μία συναινετική δημοκρατία δεν μπορεί να λειτουργήσει εφαρμοζόμενη σε πληθυσμό εκατομμυρίων. Η αποκεντρωμένη οργάνωση της κοινωνίας είναι απαραίτητη, η επιστροφή της πολιτικής και των αποφάσεων που αφορούν τοπικές και κοινοτικές συνθήκες πίσω στις κολεκτίβες. Αυτό διασφαλίζει ότι οι αποφάσεις κάθε φορά θα ελέγχονται από τα άτομα και ότι θα είναι προσβάσιμες οποιαδήποτε στιγμή. Οι αποφάσεις μπορούν να αλλάξουν εάν οι ανάγκες των ατόμων αλλάξου, μπορούν να ανακληθούν οποιαδήποτε στιγμή. Θα πρέπει όμως να έχουμε κατά νου, ότι μπορούν να παρθούν και αποφάσεις μεταξύ διαφορετικών περιφερειών/κολεκτίβων(interregional decisions), όπως είναι για παράδειγμα η κατασκευή ενός δρόμου ή το δίκτυο ηλεκτροδότησης. …… ……..
Για να συντονιστούν τα κοινά ενδιαφέροντα(τα τρέχοντα ζητήματα, αυτά τα θέματα που απασχολούν πολύ κόσμο και χαίρουν λύσης) των ανθρώπων, μπορούν να αναδειχθούν κάποιες επιτροπές διαμεσολάβησης μεταξύ των διαφορετικών κοινοτήτων ή περιοχών. Αυτές οι επιτροπές προσπαθούν να παρουσιάσουν λύσεις ή να κάνουν συστάσεις για την λύση ενός προβλήματος. Αυτές οι συστάσεις έρχονται κατευθείαν από τις ρίζες των ομάδων και των κολεκτίβων(δηλαδή κατευθείαν από τα άτομα αυτά καθαυτά). Αυτό είναι σημαντικό μόνο όταν, οι υποδείξεις/προτάσεις αυτές έχουν συναποφασιστεί από όλους τους συμμετέχοντες(στην κολεκτίβα), από όλα τα άτομα. Με αυτόν τον τρόπο μία ομάδα η οποία εκφράζει διαφωνίες δεν θα αγνοηθεί. Οι ενδιάμεσες επιτροπές δεν έχουν κανένα δικαίωμα να υποβάλουν ως αποφάσεις ή υποδείξεις την κολεκτίβας που εκπροσωπούν τις δικές τους αποφάσεις(των συγκεκριμένων ατόμων που απαρτίζουν την επιτροπή εκπροσώπησης), όπως επίσης δεν έχουν κάποιο δικαίωμα στο να αποφασίσουν αυτές για το τι θα γίνει τελικά όσον αφορά το ζήτημα που συζητιέται (η παραπάνω πρόταση δεν αποτελεί αυτούσια μετάφραση κάποιας πρότασης αλλά μία περίληψη μερικών προτάσεων του κειμένου)

Ολόκληρο το κείμενο (στο οποίο υπάρχουν και παραδείγματα, και περιγράφονται πιο αναλυτικά κάποια πράγματα) μπορείτε να το βρείτε στο παρακάτω link: http://www.republicart.net/disc/aeas/burnicki01_en.htm

Παραθέτουμε απόσπασμα από το βιβλίο του Murray Bookchin «Κοινωνικός Αναρχισμός ή Life Style Αναρχισμός: Ένα αγεφύρωτο χάσμα»:
«……..Αν η ατομική «αυτονομία» προέχει οποιασδήποτε στράτευσης σε μια «συλλογικότητα», δεν υπάρχει οποιαδήποτε βάση για έναν κοινωνικά θεσπισμένο συντονισμό λήψης αποφάσεων ή ακόμη και διοικητικό συντονισμό. Το κάθε άτομο, που περιέχεται στη δική του «αυτονομία» είναι ελεύθερο να κάνει ότι θέλει – προφανώς, ακολουθώντας την παλιά φιλελεύθερη φόρμουλα, αν δεν εμποδίζει την «αυτονομία» των άλλων. Ακόμη και η δημοκρατική λήψη αποφάσεων απορρίπτεται ως εξουσιαστική. «Η δημοκρατική διακυβέρνηση παραμένει διακυβέρνηση» προειδοποιεί η Brown. «Ενώ επιτρέπει μεγαλύτερη συμμετοχή των ατόμων στην κυβέρνηση απ’ ότι επιτρέπεται στη μοναρχία ή στην ολοκληρωτική δικτατορία, αφορά εγγενώς ακόμη την καταπίεση των βουλήσεων κάποιων ανθρώπων. Αυτό έρχεται ξεκάθαρα σε ρήξη με το υπαρξιακό άτομο, που πρέπει να διατηρήσει την ακεραιότητα της βούλησής του ώστε να είναι υπαρξιακά ελεύθερο». Όντως, τόσο υπερβατολογικά ιερή είναι η βούληση του αυτόνομου ατόμου, κατά την άποψη της Brown που παραθέτει επιδοκιμάζοντας τον ισχυρισμό του Peter Marshall ότι, σύμφωνα με τις αναρχικές αρχές, «η πλειοψηφία δεν έχει πλέον δικαίωμα να επιβάλλεται στη μειοψηφία, ακόμη και στην μειοψηφία του ενός, παρά η μειοψηφία στην πλειοψηφία».
Υποτιμώντας τις ορθολογικές, διαμεσολαβητικές από το λόγο και άμεσο-δημοκρατικές διαδικασίες για τη συλλογική λήψη αποφάσεων ως «επιβολή» και «διακυβέρνηση», επιβραβεύει το δικαίωμα μιας μειοψηφίας ενός ηγεμονικού εγώ να απορρίπτει την απόφαση της πλειοψηφίας. Αλλά το γεγονός παραμένει ότι μία ελεύθερη κοινωνία είτε θα είναι δημοκρατική ή δεν θα επιτευχθεί καθόλου. Στην ίδια την υπαρξιακή κατάσταση, αν θέλετε, μιας αναρχικής κοινωνίας – μια άμεση ελευθεριακή δημοκρατία – οι αποφάσεις θα παίρνονταν σίγουρα ακολουθώντας μια ανοιχτή συζήτηση. Έπειτα η μειοψηφία που θα καταψηφίζονταν – ακόμη και η μειοψηφία του ενός – θα είχε όσες ευκαιρίες ήθελε να αντιπαραθέσει επιχειρήματα για να προσπαθήσει να αλλάξει αυτή την απόφαση. Η λήψη αποφάσεων με ομοφωνία, από την άλλη μεριά, καθιστά αδύνατο ένα συνεχιζόμενο διάλογο – την πολύ σημαντική διαδικασία της συνεχούς ανταλλαγής απόψεων, της διαφωνίας, της πρόκλησης και της αντί-πρόκλησης, χωρίς τις οποίες η κοινωνική καθώς και η ατομική δημιουργικότητα θα ήταν αδύνατες.
Το να λειτουργείς στη βάση της ομοφωνίας, αν σημαίνει κάτι για τη σημαίνουσα λήψη αποφάσεων είναι το εξής: είτε θα χειραγωγηθεί από μία μειοψηφία είτε θα καταρρεύσει εντελώς. Και οι αποφάσεις που παίρνονται ενσωματώνουν το χαμηλότερο κοινό παρανομαστή απόψεων και συγκροτούν το ελάχιστο δημιουργικό επίπεδο συμφωνίας. Μιλώ εδώ μέσα από μακρές και επίπονες διαδικασίες με τη χρήση της ομοφωνίας στην Clamshell Alliance της δεκαετίας του 1970. Ακριβώς τη στιγμή που το ημι-αναρχικό αντί-πυρηνικό κίνημα ήταν στην ακμή του, με χιλιάδες ακτιβιστές, καταστράφηκε μέσα από τη χειραγώγηση της ομοφωνίας από μία μειοψηφία. Η «τυραννία της απουσίας δομών» που η ομόφωνη λήψη αποφάσεων επέτρεψε σε κάποιους λίγους που ήταν καλά οργανωμένοι να ελέγξουν τους δυσκίνητους, αποθεσμοποιημένους και ευρέως ανοργάνωτους πολλούς μέσα στο κίνημα.
Η εμμονή για την επίτευξη της ομοφωνίας εμπόδιζε την ανταλλαγή απόψεων και τη δημιουργική τόνωση της συζήτησης, μέσα από ιδέες που θα μπορούσαν να αποφέρουν νέες προοπτικές για εξέλιξη. Σε οποιαδήποτε κοινότητα, ο διάλογος – και τα αντιφρονούντα άτομα – εμποδίζουν την κοινότητα να μένει στάσιμη. Υποτιμητικές λέξεις όπως «επιβάλλομαι» και «κυριαρχώ» κανονικά αναφέρονται στη σιωπή των διαφωνούντων, όχι στην εφαρμογή της δημοκρατίας. ειρωνικά θα έλεγα,  ότι είναι η ομόφωνη «γενική βούληση» που θα μπορούσε, κατά την αξιομνημόνευτη φράση του Ρουσσώ από το Κοινωνικό Συμβόλαιο, «να εξαναγκάσει τους ανθρώπους να είναι ελεύθεροι»……»

Βιβλιογραφία:
[1] Ralf Burnicki, «Anarchist Consensual Democracy» , http://www.republicart.net/disc/aeas/burnicki01_en.htm
[2] David Graeber, «Fragments of an Anarchist Anthropology», http://periferiesurbanes.org/wp-content/uploads/2010/10/paradigm14.pdf
[3] Murray Bookchin «Κοινωνικός Αναρχισμός ή Life Style Αναρχισμός: Ένα αγεφύρωτο χάσμα»
[4] http://p2pfoundation.net/Consent_vs._Consensus
[5] http://en.wikipedia.org/wiki/Anarchist_law#Consensus-based_social_contracts
[6] http://www.anarchy.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=272&Itemid=66&limit=1&limitstart=2

 
Πηγή: Φόρουμ athens.indymedia.org

Το μεγάλο κόλπο της ταχείας απεξάρτησης

Η έλλειψη Εθνικού Σχεδίου Δράσης κατά των ναρκωτικών, παρά τις κατά καιρούς εξαγγελίες, έχει αφήσει ορθάνοιχτες τις πόρτες σε κάθε είδους τσαρλατανισμούς.

Η μέθοδος ταχείας απεξάρτησης από ναρκωτικά με την χορήγηση ναλτρεξόνης και άλλων σκευασμάτων απαγορεύεται να εφαρμόζεται σε ιδιωτικές κλινικές.

Παρά το γεγονός ότι υπήρξε πρόβλεψη εφαρμογής της μεθόδου σε δημόσια νοσοκομεία, λόγω των αμφισβητούμενων αποτελεσμάτων δεν εφαρμόσθηκε ποτέ. Χρόνια τώρα πάμπολλες ιδιωτικές κλινικές απρόσκοπτα έχουν ριχτεί στο «κυνήγι θησαυρού» με εύκολη λεία τους χρήστες.

Στη Θεσσαλονίκη πάνω από 17 κέντρα εφαρμόζουν διάφορες μεθόδους αποτοξίνωσης. Η «θεραπεία» προσφέρεται όχι μόνο σε ιδιωτικές κλινικές αλλά και σε ιδιωτικές βίλες και φάρμες. Η ταρίφα αρχίζει από 1.200 ευρώ και ξεπερνά μηνιαίως τις 3.000. Στο κέντρο της συμπρωτεύουσας, κλινική προσφέρει αιμοκάθαρση και κατόπιν χορήγηση nalorex με κόστος 14.000 ευρώ τη φορά. Στην περιοχή Σίνδο σε ιδιωτικό κέντρο η απεξάρτηση στοιχίζει 2.500 μηνιαίως, σε αγρόκτημα δυναμικότητας 30 ατόμων 3.000 ευρώ, ενώ στους Ταγαράδες ιδιωτική βίλα προσφέρει «ολοκληρωμένη θεραπεία» ενός έτους με 30.000 ευρώ.

Στην Αθήνα η απεξάρτηση δεν μεγαλουργεί μόνο στις ιδιωτικές κλινικές, αλλά επεκτείνεται και σε μεγαλογιατρούς του Κολωνακίου, που προσφέρουν αδρά τις πολύτιμες υπηρεσίες τους. Γνωστή είναι η δράση της κλινικής «Αγίου Νικολάου» στον Πειραιά, όπου με «εργαλείο» την οργάνωση «Μέριμνα ζωής» που έχουν συστήσει υπό μορφή ΜΚΟ, οι ιδιοκτήτες της δραστηριοποιούνται ποικιλοτρόπως.

Να θυμίσουμε ότι στη συγκεκριμένη κλινική («Κ.Ε.» 11.10.2009) απεβίωσε το 2009 ο τριαντάχρονος Ροδίτης Κώστας Σταυριανάκης στη διάρκεια χορήγησης ανταγωνιστών ηρωίνης υπό ύπνωση. Του χορηγήθηκε κοκτέιλ φαρμάκων, ενώ λίγες ώρες πριν είχε κάνει χρήση ηρωίνης.

Η ιατροδικαστική έκθεση ήταν σαφής: «Η κατασταλτική δράση αυτών των φαρμάκων και η κατασταλτική δράση των οπιούχων είναι συνεργιστική και θεωρείται εξόχως επικίνδυνη». Οι γονείς του άτυχου χρήστη έκαναν μήνυση κατά παντός υπευθύνου, όμως η δικογραφία βρίσκεται από τις 16/9/2010 στον τακτικό ανακριτή Πειραιά περιμένοντας τους μάρτυρες να εξετασθούν.

Παρά τις έντονες αντιδράσεις των επιστημονικών φορέων και της έκθεσης του σώματος Επιθεωρητών Υπηρεσιών Υγείας η λειτουργία της κλινικής συνεχίζεται ανενόχλητα. Μια υπόθεση που κρατάει χρόνια. Ηδη από το 2005 υπάρχει καταγγελία κατά των υπευθύνων της κλινικής «Αγ. Νικόλαος» από την πρόεδρο του ΟΚΑΝΑ Μένη Μαλλιώρη, που εκδικάζεται τρίτη φορά στις 22 Μαρτίου από την εισαγγελία Πειραιώς, έπειτα από δύο αναβολές που επέτυχαν οι κατηγορούμενοι.

Τι απαντά σε όλα αυτά ο αρμόδιος σε θέματα ναρκωτικών υφυπουργός Υγείας Μ. Τιμοσίδης; «Κάθε ονομαζόμενο θεραπευτικό πρόγραμμα που λειτουργεί χωρίς την εκ του νόμου προβλεπόμενη έγκριση και άδεια λειτουργίας είναι παράνομο. Βεβαίως γνωρίζουμε κάποια που λειτουργούν χωρίς τις προβλεπόμενες διαδικασίες και οποτεδήποτε κάτι τέτοιο έχει γίνει γνωστό από τις αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου εκδίδεται απόφαση βάσει της οποίας οι αρμόδιες υπηρεσίες της Νομαρχίας κάνουν τον έλεγχο προκειμένου να γίνει η διακοπή λειτουργίας της συγκεκριμένης δραστηριότητας. Ο Εθνικός Σχεδιασμός έχει ολοκληρωθεί και πριν την ανακοίνωσή του από τον ίδιο τον πρωθυπουργό θα εξασφαλισθούν τα μέσα υλοποίησης, κυρίως πόροι και προσλήψεις. Σε αυτή τη φάση βρισκόμαστε».

Υπό τη σκιά, όμως, του μνημονίου και των περικοπών κανείς δεν γνωρίζει πότε θα υλοποιηθούν όλα όσα αναφέρει ο υφυπουργός. Ο Χαράλαμπος Πουλόπουλος, διευθυντής ΚΕΘΕΑ, τονίζει χαρακτηριστικά: «Η οικονομική κρίση, που καθυστερεί το Εθνικό Σχέδιο Δράσης και περιορίζει το κράτος πρόνοιας, αλλά και τα νομικά κενά επιτρέπουν σε επιτήδειους να εκμεταλλεύονται την αγωνία των εξαρτημένων και των οικογενειών τους. Χρειάζεται να ελεγχθεί η λειτουργία όχι μόνο του συγκεκριμένου προγράμματος (σ.σ.: που εφαρμόζεται στην κλινική “Αγιος Νικόλαος”) αλλά και πολλών ακόμα ιδιωτικών κέντρων σε όλη τη χώρα που κερδοσκοπούν εις βάρος όσων έχουν ανάγκη, με αμφιλεγόμενες και συχνά επικίνδυνες μεθόδους».
«Τα χάπια της αποτοξίνωσης ήταν υπνωτικά και βιταμίνες!»

Ο θάνατος του Κώστα Σταυριανάκη στην κλινική «Αγιος Νικόλαος», που είχε σοκάρει τη ροδιακή κοινωνία, δεν ήταν αρκετός για να σταματήσει την απόγνωση και άλλων τοξικομανών, που καταφεύγουν για να «σωθούν» σε διάφορα ιδιωτικά κέντρα αποτοξίνωσης.

Η ιστορία της Μαρίας που συναντήσαμε στο νησί αποδεικνύει την αδυναμία της πολιτείας να αντιμετωπίσει τη γάγγραινα των ναρκωτικών:

«Μικροπαντρεύτηκα. Χωρίζοντας, οι δυσκολίες για να ορθοποδήσω με έριξαν στα ναρκωτικά. Παθολόγος του Νοσοκομείου Ρόδου με μύησε στην ηρωίνη. Η απάθεια κυρίεψε την ψυχή μου, ο πόνος χάθηκε. Οταν δεν την έβρισκα, κατέφευγα στο υποκατάστατο του ΟΚΑΝΑ. Τα 8 mg τα αγόραζα από χρήστες της μονάδας προς 100-200 ευρώ. Κατάλαβα ότι έβαλα την κόλαση στη ζωή μου, χρειαζόμουν βοήθεια, έτσι αφέθηκα στα χέρια μιας ψυχολόγου στην περιοχή Μήδεια που, όπως έμαθα στην πιάτσα, “σε αποτοξινώνει με αιμοκάθαρση”.

»Στην αρχή με έστειλε σε ροδίτη ψυχίατρο στο Κολωνάκι. Δεν θα ξεχάσω τα χιλιάδες μπουκαλάκια που αντίκρισα στο ιατρείο του και τα αμέτρητα άτομα που περίμεναν. Ακούσαμε μια μητέρα να αναφέρει ότι πούλησε το σπίτι της, αλλά δεν το βάλαμε στα πόδια. Μου υποσχέθηκε ότι με μια ένεση και με τα χάπια που θα έπαιρνα θα καθάριζα. Με την ένεση βυθίστηκα. Δεκαεπτά ημέρες έπινα φάρμακα και κοιμόμουν συνεχώς. Οταν συνήλθα δεν ήξερα ποια ήμουν, αν ζούσα ή αν έχω πεθάνει. Η “ένεση αποτοξίνωσης” στοίχισε 7.000 ευρώ. Σύντομα ξανακύλησα στην ηρωίνη. Η ψυχολόγος μού πρότεινε μια κλινική κοντά στο λιμάνι του Πειραιά. Ηρθε ο ψυχίατρος και με πήρε από το αεροδρόμιο και με πήγε καρφί στον Πειραιά. Κατάλαβα ότι συνεργαζόταν με την κλινική. Παρ’ ότι είχα πάρει ηρωίνη άρχισαν την “αποτοξίνωση”, βάζοντάς μου ορούς· μετά έχασα τον κόσμο. Οταν ξύπνησα, υπέφερα από στερητικά, εμετούς και διάρροιες. Ο ψυχίατρος μου έγραψε τα χάπια του για να μην τα ξεχνάω και με έβαλε να δώσω και φάρμακα στην ψυχολόγο στη Ρόδο για να “σωθούν” κι άλλοι.

»Η αιμοκάθαρση κόστισε και χωρίς απόδειξη 17.000 ευρώ. Τα χρήματα τα έδωσα στην ψυχολόγο στη Ρόδο. Αρκετά και για τους τρεις. Για ένα χρόνο τα χάπια που μου έδιναν στοίχισαν 24.000 ευρώ. Σήμερα, οι γονείς μου χρωστούν 300.000 ευρώ. Γλίτωσα το 2008, όταν γιατρός του Νοσοκομείου Ρόδου ανέλυσε τα χαπάκια και βρήκε ότι ήταν υπνωτικά και βιταμίνες που πουλιούνται τρία ευρώ. Κάναμε φασαρία, μας απείλησαν, έτσι οι δικοί μου εγκατέλειψαν τη μήνυση.

»Κανείς δεν ενδιαφέρεται για μας και είναι περίεργο που σας ενδιαφέρει η ιστορία μου! Αν ο υπουργός Υγείας είχε παιδί ναρκομανή τότε θα έπραττε ουσιαστικά. Αφήνουν τους κομπογιαννίτες να πλουτίζουν από την απελπισία μας. Μας αντιμετωπίζουν σαν νάιλον σακούλες. Δεν ξέρουν ότι οι σακούλες κρύβουν τα καλύτερα παιδιά».


ΡΟΥΛΑ ΠΑΠΠΑ-ΣΟΥΛΟΥΝΙΑ

http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=259020 

13-3-2011