Monthly Archives: November 2010

Kάποιες τάσεις του Αναρχισμού

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΑΡΧΙΣΜΟΥ
Αναρχοατομικισμός
Υποστηρίζει ως αναγκαία την αναγνώριση της «εμπράγματης ιδιοκτησίας» του κάθε ατόμου. Ο κύριος εκπρόσωπος αυτού του ρεύματος είναι ο Κάσπαρ Σμίντ, πιο γνωστός ως Μαξ Στίρνερ. Ο ατομικιστικός αναρχισμός είναι μια μορφή άκρατου φιλελευθερισμού, με κύρια στοιχεία του τον ακραίο ατομικισμό, τον εγωισμό, τη συμβατική υποχρέωση, την ατομική ιδιοκτησία κλπ. Καθώς ορισμένοι ατομικιστές αποδέχονταν την ελεύθερη αγορά, ο αναρχοκαπιταλισμός έχει περιγραφεί ως σύγχρονη απόρροια του αναρχοατομικισμού.


Αναρχοκολεκτιβισμός
Συνοπτικά ο κολεκτιβιστικός αναρχισμός (αναρχοκολεκτιβισμός) είναι μια μορφή άκρατου σοσιαλισμού (εξού και η άρνηση στη δικτατορία του προλεταριάτου), όπου κύρια στοιχεία της κοινωνικής οργάνωσης είναι η συλλογική κατοχή και διαχείριση των φυσικών πόρων και μέσων παραγωγής από κάθε κοινότητα, η έμφαση στο κοινωνικό καθήκον και η διανομή των παραγόμενων αγαθών στα άτομα αναλόγως με την εργασία που παρείχαν (μέσω ενός μισθολογικού συστήματος). Ο αναρχοκολεκτιβισμός στοχεύει στην εγκαθίδρυση της αναρχίας μέσω μίας κοινωνικής επανάστασης της εργατικής τάξης, η οποία θα καταργήσει τον καπιταλισμό. Απόρροια του αναρχοκολεκτιβισμού αποτελεί ο αναρχοκομμουνισμός, ο οποίος όμως δεν δέχεται καθόλου την ύπαρξη χρήματος ή μισθολογικού συστήματος.


Αναρχοκομμουνισμός
Φρονεί επίσης ότι τα μέσα παραγωγής (γαίες, εργοστάσια, μεγάλες επιχειρήσεις) πρέπει να τα κατέχουν και να τα διαχειρίζονται συνεργατικά εθελοντικές ομάδες στη βάση της άμεσης δημοκρατίας και της αμοιβαίας βοήθειας, συνήθως σε επίπεδο τοπικής κοινότητας[5]. Όμως ο αναρχοκομμουνισμός αντιτίθεται ρητά όχι μόνο στην αστική ελευθερία της νομής, κατοχής και εκμετάλλευσης ιδιωτικής ιδιοκτησίας, αλλά και στην ύπαρξη μισθολογικού συστήματος. Για τους αναρχοκομμουνιστές η διανομή των αγαθών στα άτομα πρέπει να γίνεται ελεύθερα αναλόγως με τις ανάγκες τους. Κύριος εκφραστής της θεωρίας αυτής ήταν ο Π. Κροπότκιν, ο οποίος επιχείρησε να τη στηρίξει επιστημονικά μελετώντας το εξελικτικό πλεονέκτημα που προσδίδουν στα μέλη μίας κοινότητας η αλληλοβοήθεια και η αλληλεγγύη.


Αναρχοσυνδικαλισμός
Αναπτύχθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα στη Γαλλία, Ισπανία και την Ιταλία, ενώ επεκτάθηκε και σε άλλες χώρες. Αντιτίθεται στο κράτος, στην κοινοβουλευτική πολιτική πάλη και στα πολιτικά κόμματα, αλλά δίνει τον πρώτο ρόλο στα συνδικάτα και θεωρεί την απεργία βασική μέθοδο πάλης ενάντια στην αστική τάξη. Έτσι για τους αναρχοσυνδικαλιστές η ταξική πάλη συνήθως περιορίζεται στους χώρους εργασίας, μα όσον αφορά τον τελικό στόχο της αναρχικής κοινωνίας δεν διαφέρουν από τους αναρχοκολεκτιβιστές ή τους αναρχοκομμουνιστές. Ο αναρχοσυνδικαλισμός απέκτησε ιδιαίτερη ισχύ στην Ισπανία, με αποκορύφωμα την Ισπανική Επανάσταση του 1936 κατά τον Ισπανικό Εμφύλιο.


Αναρχοχριστιανισμός
Αναρχοχριστιανισμός ή χριστιανικός αναρχισμός λέγονται οι διάφορες παραδόσεις που συνδυάζουν τον αναρχισμό με το χριστιανισμό. Οι αναρχοχριστιανοί ή xριστιανοί αναρχικοί πιστεύουν ότι η ελευθερία είναι δικαιολογημένη πνευματικά μέσω της διδασκαλίας του Ιησού. Όσον αφορά τη στάση των αναρχοχριστιανών απέναντι στην εξωτερική εκκλησιαστική ιεραρχία, δεν υπάρχει κοινή στάση,καθώς μερικοί στρέφονται κατά της εκκλησιαστικής ιεραρχίας ενώ άλλοι δεν την πολεμούν. Το έργο του Λέοντα Τολστόι Η βασιλεία του Θεού είναι μέσα σας είναι ένα βασικό κείμενο στο σύγχρονο xριστιανικό αναρχισμό. Επίσης υπάρχει μεγάλος σεβασμός στις κοινότητες μοναχών, ιδιαίτερα σε συγκεκριμένες του παρελθόντος (π.χ. ασκητές της ερήμου της Νιτρίας). Ο αναρχοχριστιανισμός είναι πιο κοντά στον «κοινωνικό» αναρχισμό από ό,τι στον αναρχοατομικισμό. Συχνά είναι πασιφιστικός και απορρίπτει τον πόλεμο και, γενικότερα, τη βία. Γνωστές αναρχοχριστιανικές κινήσεις είναι η Κίνηση των Καθολικών Εργατών (Catholic Worker Movement) και η Μαθητική Χριστιανική Κίνηση (Student Christian Movement).


Αναρχοκαπιταλισμός
Αναρχοκαπιταλισμός, ή αναρχισμός της ελεύθερης αγοράς, αποκλήθηκε η τάση εκείνη του αναρχοατομικισμού που αρνείτο μεν την ύπαρξη του κράτους, ως αυτόνομου μηχανισμού εξουσίας επί της κοινωνίας, αλλά δεχόταν την ύπαρξη του συστήματος της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς και του κινήτρου του χρηματικού κέρδους ως μοχλού της ανθρώπινης δραστηριότητας. Οι κύριοι θεωρητικοί του αναρχοκαπιταλισμού οραματίστηκαν ένα κοινωνικό μοντέλο στηριγμένο αποκλειστικά στην ατομική ιδιοκτησία και στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Οι βασικοί τους στόχοι ήταν η διαμόρφωση ενός δικαίου στηριγμένου στα αρνητικά δικαιώματα, η ιδιωτικοποίηση όλων των κρατικών θεσμών και η εξάλειψη κάθε μορφής άμεσου εξαναγκασμού έναντι οιουδήποτε πολίτη. Πίσω από τις αρχές τους υφέρπει μια προσήλωση στα φυσικά δικαιώματα και στη λοκιανή κοσμοθέαση. Πολλοί αναρχοκαπιταλιστές θεώρησαν ως εμβρυακό μοντέλο αναρχοκαπιταλιστικής κοινωνίας τη μισοδιαλυμένη από τους πολέμους και ουσιαστικά ακυβέρνητη επί χρόνια Σομαλία.


Αναρχοπρωτογονισμός (Πριμιτιβισμός)
Ο πριμιτιβισμός (αναφέρεται και ως πρωτογονισμός ενώ παλιότερα ονομαζόταν αναρχοπρωτογονισμός) είναι ένας κλάδος-τάση του αναρχισμού. Η τάση αυτή εστιάζει στο ρόλο της μετάβασης από τις πρώτες τροφοσυλλεκτικές και ασχολούμενες με το κυνήγι κοινωνίες στις αγροτικές κοινωνίες στην δημιουργία ιεραρχικών κοινωνιών και στην αλλοτρίωση των ανθρώπων. Από τους υποστηρικτές της θεωρίας αυτής προτείνεται η επιστροφή σε λιγότερο διαβρωμένους από τον πολιτισμό τρόπους ζωής μέσω της αποβιομηχάνισης, της κατάργησης του καταμερισμού της εργασίας και εγκατάλειψη της τεχνολογίας. Η επιστήμη και η τεχνολογία θεωρούνται ως μη ουδέτερες, και πιστεύεται ότι πάντα ενσωματώνουν τις αξίες και τους σκοπούς όσων τις παράγουν και τις ελέγχουν.
Ο πριμιτιβισμός ασκεί κριτική κυρίως σε δύο ζητήματα: στον πολιτισμό και την τεχνολογία. Είναι κατά του καταμερισμού εργασίας και κατά της εξειδίκευσης. Έπειτα από διάφορες διενέξεις, το πρόθεμα «αναρχο-» αφαιρέθηκε και ονομάζεται πλέον πρωτογονισμός ή πριμιτιβισμός. Πηγή έμπνευσης για τον πριμιτιβισμό αποτελούν οι Λουδδίτες.


Πράσινος αναρχισμός
Ο πράσινος αναρχισμός δεν είναι μια συγκεκριμένη πολιτική θεωρία, αλλά ένα σύνολο διαφόρων φιλοσοφικών, οικολογικών και κοινωνικών κινημάτων με πολλά κοινά και κάποιες, όμως, διαφορές: αποτελεί ένα κράμα από κοινωνικούς οικολόγους, φεμινιστές, καταστασιακούς, αναρχοπρωτογονιστές, οικοαναρχικούς, υποστηρικτές του αντιβιομηχανισμού και μετααριστερούς. Η κριτική των πράσινων αναρχικών επικεντρώνεται κυρίως στους «οργανισμούς της εξουσίας» μέσα στην κοινωνία. Τέτοιοι οργανισμοί, για παράδειγμα, είναι: το κράτος, ο καπιταλισμός, η παγκοσμιοποίηση, η κτηνοτροφία, η πατριαρχία, η τεχνολογία ή / και η εργασία. Αυτοί οι οργανισμοί, σύμφωνα με τους πράσινους αναρχικούς, είναι εγγενώς καταστροφικοί και εκμεταλλευτικοί (στους ανθρώπους και στο περιβάλλον) οπότε δεν μπορούν να μεταρρυθμιστούν. Το κίνημα αυτό συνήθως υποστηρίζει την άμεση και αυτόνομη δράση, το σαμποτάζ, την εξέγερση, την επανασύνδεση με τη φύση και ιδίως τη βιοπεριοχή (π.χ. μία επικράτεια οικοκοινοτήτων με κοινό «οικολογικό πρότυπο»), ώστε να δημιουργηθεί σημαντική και πραγματική αλλαγή.


Μετααριστερός αναρχισμός
Ο μετααριστερός αναρχισμός σχηματίστηκε με επίκεντρο την κριτική στον «αριστερίστικο» κλασικό κοινωνικό αναρχισμό και τη σύνδεσή του με το εργατικό κίνημα και τις πρακτικές του. Οι μετααριστεροί συνήθως είναι θεωρητικά επηρεασμένοι τόσο από ορισμένες πτέρυγες του αναρχοκομμουνισμού, όσο και από κάποιους αναρχοατομικιστές (π.χ. τον Μαξ Στίρνερ). Κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η απόρριψη κάθε τύπου τυπικής οργάνωσης (π.χ. σε συνδικάτα) ως ιεραρχικής πρακτικής[6], η άρνηση της αρχής της πλειοψηφίας σε αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες χάριν της αρχής της συναίνεσης και η στηλίτευση της επικέντρωσης του κοινωνικού βίου στη λειτουργία της οικονομίας, μέσω καταπιεστικών θεσμών όπως η υποχρεωτική εργασία και το σύστημα αξιών που απορρέει από αυτήν[7]. Συνήθως στον λόγο τους απορρίπτουν τη δημοκρατία (είτε πλειοψηφική-άμεση, είτε αντιπροσωπευτική-φιλελεύθερη) ως εξουσιαστικό πολιτικό σύστημα, βασισμένο σε έναν εκ των προτέρων αποδεκτό διαχωρισμό μεταξύ των πολιτικών υποκειμένων ο οποίος κάνει απαραίτητη την ψηφοφορία, εφικτή τη «δικτατορία της πλειοψηφίας» και σχεδόν αδύνατη την πραγματική επαναστατική ανατροπή[8]. Αντιπροτείνουν δίκτυα αυτοτελών συνελεύσεων που λειτουργούν συναινετικά και χωρίς αυστηρές δεσμεύσεις δράσης για τις μειοψηφίες, συνήθως όμως με κάποιες πλειοψηφικές δικλείδες ασφαλείας[9]. Ο μετααριστερός αναρχισμός επικαλύπτεται σημαντικά με τον εξεγερσιακό αναρχισμό και με ορισμένες όψεις του πράσινου αναρχισμού.


Εξεγερσιακός αναρχισμόςς
Ο σύγχρονος εξεγερσιακός αναρχισμός εμφανίστηκε στην Ιταλία κατά τα μολυβένια χρόνια (περίπου από το 1968 ως τις αρχές της δεκαετίας του 1980). Έχει τις βάσεις του σε ορισμένες παλαιότερες αντιοργανωτικές τάσεις του αναρχοκομμουνισμού και στον ιλλεγκαλισμό των αρχών του εικοστού αιώνα. Στηρίζεται στην απόρριψη των μόνιμων δομών οργάνωσης και αντιπροτείνει τη δράση μέσα από ομάδες συνάφειας και αυτόνομες ζώνες στο εσωτερικό των αστικών κέντρων, εστίες κατανεμημένης αυτοδιαχείρισης. Κύριο χαρακτηριστικό του είναι η έμφαση στη διαρκή άμεση δράση και σύγκρουση με το κράτος αντί για τη ρητορική προπαγάνδα. Οι εξεγερσιακοί βλέπουν στην καθημερινή ανυπακοή και εξέγερση τον σπόρο της πραγματικής επανάστασης, στόχος της οποίας θα πρέπει να είναι η άνθιση της ατομικότητας του καθενός μέσα από συνθήκες ισότητας πρόσβασης στους οικονομικούς πόρους. Έτσι, σε αντίθεση με τον παραδοσιακό σοσιαλισμό, δεν γίνεται αυστηρός διαχωρισμός μεταξύ προεπαναστατικής και μετεπαναστατικής δράσης ή κοινωνικού γίγνεσθαι.

Δικαιοσύνη είπατε;

Οι ανώνυμοι και φτωχοί αντιμετωπίζονται πολύ χειρότερα από τους επώνυμους και πλούσιους όταν συλλαμβάνονται για τα ίδια αδικήματα

ΕΡΕΥΝΑ. Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΔΕΝ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΚΑΙ ΤΟΣΟ… ΤΥΦΛΗ
Οπου φτώχεια, και αδικία


Της ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΛΙΝΑΡΔΟΥ linardou@enet.gr


Οταν η Δικαιοσύνη διαχωρίζει τον φτωχό από τον πλούσιο, δίκαιη δεν είναι. Οταν ο δικαστής με ημίθεο ομοιάζει τον εαυτό του και τιμωρό, σωστές αποφάσεις δεν βγάζει. Κι όταν ακόμη και εισαγγελείς ομολογούν ότι ο ισχυρός αποτελεί δίκαιο και πως οι… φτωχοδιάβολοι είναι υποθέσεις «φασόν», κάτι βρομάει άσχημα σ’ αυτόν τον τόπο!


Ακόμη και εργαζόμενοι στον χώρο της Δικαιοσύνης παραδέχονται ότι οι φτωχοί καταλήγουν πολύ πιο εύκολα πίσω από τα κάγκελα των φυλακών. Αντίθετα, οι ισχυροί της κοινωνίας πέφτουν συνήθως στα μαλακά… Ακόμη και εργαζόμενοι στον χώρο της Δικαιοσύνης παραδέχονται ότι οι φτωχοί καταλήγουν πολύ πιο εύκολα πίσω από τα κάγκελα των φυλακών. Αντίθετα, οι ισχυροί της κοινωνίας πέφτουν συνήθως στα μαλακά… «Δυστυχώς, οι δικαστές δεν είναι όπως παλιά. Αντλούν μηχανογραφημένη πληροφόρηση. Εκδίδονται αποφάσεις copy paste με άλλες παρόμοιες. Ενας τέτοιος δικαστής και δη στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας με έναν φτωχό στο νου δικηγόρο, οδηγεί σε πλήρη αδικία έναν φτωχό», ομολογεί πρόεδρος εφετών!


Είναι μία από τις δεκάδες κυνικές μαρτυρίες που κατέγραψε σε έρευνα με θέμα «Φτώχεια και δικαιοσύνη, η πρακτική της ελληνικής ποινικής δικαιοσύνης»(2009), η Δήμητρα Σορβατζιώτη, δικηγόρος, διδάκτωρ του Τμήματος Κοινωνιολογίας στον τομέα εγκληματολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και καθηγήτρια στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου, με επιβλέποντα καθηγητή τον Αντ. Μαγγανά.


«Η φτώχεια είναι ισοπεδωτική σε όλα τα επίπεδα των σταδίων του συστήματος της ποινικής δικαιοσύνης», επισημαίνει η Δ. Σορβατζιώτη, η οποία κατέγραψε μαρτυρίες απ’ όσους πρωταγωνιστούν στην αλυσίδα απονομής του δίκιου: αστυνομικούς, ανακριτές, εισαγγελείς, δικηγόρους, δικαστικούς υπαλλήλους, σωφρονιστικούς υπαλλήλους και κρατούμενους.


Η πρώτη παραβίαση των δικαιωμάτων «ασήμαντων» γίνεται στο στάδιο της σύλληψης.


*Αστυνομικός, 23 χρόνια υπηρεσίας: «Η δικαιοσύνη είναι ένα δίχτυ από το οποίο όταν περνούν ελέφαντες το παρασέρνουν και όταν περνούν κουνούπια πιάνονται».


*Αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ., 31 χρόνια υπηρεσίας: «Οταν υπηρετούσα στην Ομόνοια, υπήρχε διαφορετική μεταχείριση στις προσαγωγές όσων ξέραμε ότι θα έρθει δικηγόρος. Ούτε καν τους ακουμπούσαμε. Αν ήταν κανείς άλλος δεν του δίναμε σημασία, ζητούσε δικηγόρο και του λέγαμε: “καλά μωρέ, θα τον φωνάξουμε αύριο”».


Οταν ένας παραβάτης δεν έχει χρήματα, η πολιτεία είναι υποχρεωμένη να του διορίσει αυτεπάγγελτα δικηγόρο. Στην πράξη, όμως, ελάχιστοι απολαμβάνουν το ευεργέτημα.


Ερωτάται από τη Δ. Σορβατζιώτη ο αξιωματικός:


-Τον ενημερώνετε ότι μπορεί να έχει νομική υπεράσπιση;


«Τον ενημερώνουμε».


-Του λέτε ότι είναι δωρεάν η υπεράσπιση;


«Οχι…»


*Αστυνομικός, 15 χρόνια υπηρεσίας: «Η συμπεριφορά των αστυνομικών είναι απαξιωτική, ταπεινωτική, μειωτική».


*Αστυνομικός, 22 χρόνια υπηρεσίας: «Είχαμε περιστατικά που συλλαμβάναμε παιδιά επιφανών πολιτών και επεμβαίναμε κι εμείς οι ίδιοι για να μην ασκηθεί ποινική δίωξη από κάποιον πολίτη και να λήξει η υπόθεση αθόρυβα. Σε αντίστοιχα περιστατικά που αφορούσαν φτωχούς πολίτες, φτάναμε μέχρι τα άκρα».


Οταν οι υποθέσεις των… «άκρων» φτάσουν στη Δικαιοσύνη, δυστυχώς είναι χαμένες από χέρι. «Η μη εφαρμογή όσων με νόμο ισχύουν, είναι χειρότερο ανοσιούργημα από το κοινό έγκλημα του ποινικού νόμου. Η ευθύνη της διαστρέβλωσης του νομικού πολιτισμού για τον οποίον έγιναν αγώνες αποτελεί εξαιρετική ύβρη για την ανθρωπότητα», επισημαίνει η Δ. Σορβατζιώτη.


Ως κοινωνία θα μπορούσαμε να είχαμε καταταγεί στους… «διαστροφικά κολασμένους», διότι όπως πιστεύει η ίδια: «Χρειάζεται σοβαρή ηθική διαστροφή για να παραβιάσεις όσα με αγώνες και απέραντη δυσκολία κατακτήθηκαν».


Είναι να απορεί κανείς όταν διαπιστώνει πως ένα από τα μέχρι προ τινος ισχυρά προπύργια της δημοκρατίας, ο θεσμός της Δικαιοσύνης, λειτουργεί κατά πού πέφτει το πορτοφόλι και κατά πού τα φώτα της δημοσιότητας.


*«Οταν σου πουν ότι συνέλαβαν τον Χ (γνωστός επιχειρηματίας) και είσαι εισαγγελέας υπηρεσίας, θα τον συλλάβεις; Επηρεάζεσαι. Μπορεί να μη σου τον φέρουν καν στην Ασφάλεια. Ενώ ένας φτωχός, για παράδειγμα, δεν έχει ποτέ κάποιον άλλον ως αγορανομικώς υπεύθυνο. Αν είναι λοιπόν κάποιος τέτοιος του τραβάνε και το μπουφάν για να τον δει και η τηλεόραση, αν είναι επώνυμος και πλούσιος θα τον περάσουν από την πίσω πόρτα των δικαστηρίων σε ώρα μη αιχμής και δίχως χειροπέδες. Ομως άλλο επώνυμος και άλλο πλούσιος επώνυμος. Μπορεί να είναι ένας νομπελίστας επιστήμονας, εάν όμως είναι ο… (γνωστός τραγουδιστής) που είναι δημόσιο πρόσωπο, είναι αλλιώς. Παίζει ρόλο η αναγνωρισιμότητα. Αυτό μετρά κυρίως», καταθέτει εισαγγελέας εφετών με 30 χρόνια υπηρεσίας!


*«Εχω γνωρίσει δικαστές που όταν ανεβαίνουν στην έδρα μεταμορφώνονται. Θεωρούν τους εαυτούς τους ημίθεους, συμπεριφέρονται αλαζονικά και φυσικά όχι με γνώμονα τη Δικαιοσύνη. Η ορολογία στις διασκέψεις είναι: “τον πιάνουμε, τον αφήνουμε, του ρίχνουμε μια ψιλή!”. Θεωρούν τον φτωχό εύκολο αντίπαλο, ενώ αν είναι ισχυρός κοιτάζουν να είναι δεμένοι απ’ όλες τις πλευρές. Στον φτωχό και δέκα χρόνια παραπάνω να ρίξουν, δεν τρέχει και τίποτα. Δεμένοι στις προαγωγές και τη φιλοδοξία τους. Θυμάμαι στην ίδια δικάσιμο, ένας μηχανικός με παράβαση για αλκοόλ (άρθρο 42) κηρύχθηκε ένοχος με ελαφρυντικό και 30 ευρώ πρόστιμο, ο επόμενος για το ίδιο αδίκημα που ήταν στο επίδομα της πρόνοιας, πήρε 300 ευρώ πρόστιμο. Αν σε βρουν σε αδύναμο σημείο θα σε διαλύσουν», αναφέρει προϊστάμενος δικαστικός υπάλληλος σε εφετείο κακουργημάτων.


*«Βοηθός γιατρού πήρε 20 χρόνια κάθειρξη χωρίς αναστολή και ο γιατρός 13 χρόνια με αναστολή. Σε μια φτωχή έγκυο με 4 χρόνια ποινή δεν έδωσαν αναστολή μέχρι την εκδίκαση της έφεσης! Τον φτωχό οι δικαστές δεν τον υπολογίζουν, γιατί τον θεωρούν ασήμαντο», υποστηρίζει γραμματέας έδρας ποινικού δικαστηρίου.


Οι μαρτυρίες των «φτωχοδιαβόλων» δεν είναι κυνικές, αλλά τραγικές. Ο επίλογος δικός τους: «Κοίτα, όταν μπεις στη φυλακή, είτε πλούσιος είτε φτωχός, το σίγουρο είναι ότι θα βγεις φτωχότερος»…


http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=21/11/2010&id=226030




Δεν θέλει και πολύ για να φανταστούμε τι γίνεται με τις πολιτικές διώξεις…

Κόλιν Γουώρντ : Ο αναρχισμός ως μια θεωρία οργάνωσης

Είναι η αρχή μιας προσπάθειας για τη μετάφραση κειμένων, θεωρητικού περιεχομένου, αλλά σχετικά με θέματα που αφορούν την απτή καθημερινότητα μας. Το συγκεκριμένο κείμενο μου τράβηξε τη προσοχή μιας και το θέμα με της δημόσιες συγκοινωνίες και το ξεπούλημα του ΟΣΕ, θεωρώ ότι είναι άκρως σημαντικό. Ο Κόλιν Γουώρντ έγινε γνωστός αλλά και πολύ αγαπητός από την εμπλοκή του και την ενασχόληση του με θέματα της καθημερινότητας(every day anarchism). Στα ελληνικά μπορεί να διαβάσει κανείς το επίκαιρο: “Ελευθερία της κίνησης μετά το αυτοκίνητο” από τις εκδόσεις Άρδην, στο οποίο ο Γουώρντ μεταξύ άλλων καταγράφει και την εμπειρία του από τους αγώνες των τοπικών συμβουλίων στην Αγγλία,υπέρ του σιδηρόδρομου και των δημόσιων συγκοινωνιών.
Κόλιν Γουώρντ – Ο Αναρχισμός ως μια θεωρία οργάνωσης
Σημείωση: Αυτό το κείμενο δείχνει τις ομοιότητες μεταξύ του αναρχισμού και των αρχών των περίπλοκων συστημάτων που αποτελούνται από πολλές αλληλένδετες μονάδες. Ίσως, μόνο όταν αντικατασταθεί η μηχανιστική θεώρηση του κόσμου από μια κυβερνητική [1] , ο αναρχισμός ως οργάνωση να αναγνωρισθεί τελικά και να γίνει αποδεκτός.
Ίσως σκεφτείτε, ότι με το να περιγράφω τον αναρχισμό σαν μια θεωρία οργάνωσης ηθελημένα να προτείνω ένα παράδοξο: «αναρχία» μπορεί να θεωρείται από εσάς το αντίθετο της οργάνωσης. ‘Όμως, στη πραγματικότητα η «αναρχία» σημαίνει απουσία κυβέρνησης, απουσία εξουσίας.
Μπορεί να υπάρξει κοινωνική οργάνωση δίχως εξουσία, δίχως κυβέρνηση; Οι αναρχικοί ισχυρίζονται πως μπορεί να υπάρξει και ισχυρίζονται επίσης ότι είναι επιθυμητό να υπάρξει. Ισχυρίζονται, ότι στη βάση των κοινωνικών μας προβλημάτων είναι η αρχή της κυβέρνησης. Είναι, άλλωστε, οι κυβερνήσεις που ετοιμάζονται για πόλεμο και εξαπολύουν τον πόλεμο, ακόμα και αν είστε υποχρεωμένοι να πολεμήσετε σε αυτόν και να τον πληρώσετε. Οι βόμβες για τις οποίες ανησυχείτε δεν είναι αυτές με τις οποίες οι καρτουνίστες σχεδιάζουν τους αναρχικούς, αλλά οι βόμβες που οι κυβερνήσεις τελειοποίησαν με δικά σας έξοδα. Είναι, τελικά, οι κυβερνήσεις που φτιάχνουν και επιβάλουν τους νόμους που δίνουν τη δυνατότητα στους «έχοντες» να έχουν τον έλεγχο των κοινωνικών πόρων παρά να τους μοιράζονται με τους «μη έχοντες». Είναι, τελικά, η αρχή της εξουσίας που διασφαλίζει ότι οι άνθρωποι θα δουλέψουν για κάποιον άλλο για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους, όχι γιατί το απολαμβάνουν η έχουν τον έλεγχο επάνω στη δουλειά τους, αλλά γιατί το βλέπουν ως το μόνο μέσο βιοπορισμού.
Είπα ότι είναι οι κυβερνήσεις που κάνουν πολέμους και ετοιμάζουν πολέμους, αλλά προφανώς δεν είναι από μόνες τους. Η δύναμη μιας κυβέρνησης, ακόμα και της ποιο απόλυτης δικτατορίας, εξαρτάται από τη σιωπηρή συγκατάθεση των κυβερνωμένων.
Γιατί οι άνθρωποι συναινούν στο να κυβερνώνται; Δεν είναι μόνο ο φόβος: τι μπορεί να έχουν να φοβηθούν εκατομμύρια ανθρώπων από μια μικρή ομάδα πολιτικών; Είναι γιατί ενστερνίζονται τις ίδιες αξίες με τους κυβερνήτες τους. Κυρίαρχοι και κυριαρχούμενοι πιστεύουν στις αρχές της εξουσίας, της ιεραρχίας, της δύναμης. Αυτά είναι τα χαρακτηριστικά της πολιτικής αρχής. Οι αναρχικοί, η οποίοι πάντα έκαναν τον διαχωρισμό μεταξύ τους κράτους και της κοινωνίας, εμμένουν στην κοινωνική αρχή, η οποία μπορεί να ιδωθεί όποτε οι άνθρωποι ενώνονται σε σχέσεις βασισμένες στην κοινή ανάγκη η το κοινό συμφέρον. «Το Κράτος» είπε ο Γερμανός αναρχικός Γκούσταβ Λαντάουερ, «δεν είναι κάτι που μπορεί να καταστραφεί από μια επανάσταση, αλλά είναι μια συνθήκη, μια συγκεκριμένη σχέση μεταξύ των ανθρώπινων όντων, ένας τρόπος ανθρώπινης συμπεριφοράς. Το καταστρέφουμε με το να συνάπτουμε άλλες σχέσεις, με το να συμπεριφερόμαστε διαφορετικά.»
Ο καθένας μπορεί να δει ότι υπάρχουν τουλάχιστον δύο είδη οργάνωσης. Υπάρχει το είδος που σας επιβάλουν, το είδος που προέρχεται από τα επάνω και υπάρχει το είδος το οποίο πηγάζει από τα κάτω, στο οποίο κανένας δεν μπορεί να σας επιβάλει να κάνετε οτιδήποτε και στο οποίο είστε ελεύθεροι να συμμετέχετε η να φύγετε από μόνοι σας. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι αναρχικοί είναι άνθρωποι που θέλουν να μεταμορφώσουν όλα τα είδη της ανθρώπινης οργάνωσης στο είδος της καθαρά εθελοντικής ένωσης όπου οι άνθρωποι μπορούν να τη διακόψουν και να ξεκινήσουν μια δικιά τους αν δεν τους αρέσει. Εγώ, κάποτε, κάνοντας μια επισκόπηση αυτού του επιπόλαιου αλλά χρήσιμου μικρού βιβλίου με τίτλο «Ο νόμος του Πάρκινσον»(*), προσπάθησα να διατυπώσω τέσσερις αρχές μιας αναρχικής θεωρίας της οργάνωσης:
ότι θα πρέπει να είναι:
(1) Εθελοντική
(2) Λειτουργική
(3) Προσωρινή
(4) Μικρού μεγέθους.
Θα πρέπει να είναι εθελοντική για προφανείς λόγους. Δεν υπάρχει κανένα νόημα στη συνηγορία μας στην ατομική ελευθερία και υπευθυνότητα αν είναι να συνηγορούμε για θεσμούς στους οποίους η συμμετοχή είναι υποχρεωτική.
Θα πρέπει να είναι λειτουργική και προσωρινή ακριβώς γιατί η μονιμότητα είναι ένας από τους παράγοντες που σκληραίνουν τις αρτηρίες ενός οργανισμού, κάνοντας τον να ενδιαφέρεται για την επιβίωση του ιδίου, υπηρετώντας τα συμφέροντα των γραφειοκρατών παρά τη λειτουργία του.
Θα πρέπει να είναι μικρού μεγέθους ακριβώς γιατί σε μικρά γκρουπ «πρόσωπο με πρόσωπο», οι γραφειοκρατικές και οι ιεραρχικές τάσεις που είναι έμφυτες σε οργανισμούς θα έχουν τη μικρότερη πιθανότητα να αναπτυχθούν. Είναι όμως από το τελευταίο σημείο από το οποίο οι δυσκολίες πηγάζουν. Αν πάρουμε ως δεδομένο ότι ένα μικρό γκρουπ μπορεί να λειτουργήσει αναρχικά, είμαστε ακόμα αντιμέτωποι με το πρόβλημα όλων εκείνων των κοινωνικών λειτουργιών για τις οποίες είναι απαραίτητη η οργάνωση αλλά σε μια πολύ μεγαλύτερη κλίμακα. «Καλά», μπορεί να απαντήσουμε, όπως κάποιοι αναρχικοί έχουν κάνει, «αν μεγάλοι οργανισμοί είναι απαραίτητοι, μη μας υπολογίζετε. Θα τα καταφέρουμε και χωρίς αυτούς». Μπορούμε να το πούμε αυτό φυσικά, αλλά αν προπαγανδίζουμε τον αναρχισμό ως μια κοινωνική φιλοσοφία πρέπει να συνυπολογίζουμε και όχι να αποφεύγουμε τα κοινωνικά γεγονότα. Είναι καλύτερα για εμάς να πούμε «αφήστε μας να βρούμε τρόπους με τους οποίους μεγάλης κλίμακας λειτουργίες μπορούν να διασπαστούν σε λειτουργίες ικανές να οργανωθούν από μικρά λειτουργικά γκρουπ και τότε συνδέστε όλα αυτά τα γκρουπ με ομοσπονδιακό τρόπο.» Οι κλασικοί αναρχικοί στοχαστές, οραματιζόμενοι τη μελλοντική οργάνωση της κοινωνίας, σκέπτονταν με όρους δύο ειδών κοινωνικών θεσμών: Σαν μια γεωγραφική μονάδα, τη κομμούνα, μια Γαλλική λέξη που μπορείτε να τη θεωρήσετε ως ισοδύναμη της λέξης «κοινότητα» η της Ρωσικής λέξης «σοβιέτ» στη αυθεντική σημασία της, αλλά που έχει επίσης και τη χροιά των αρχαίων οργανωμένων χωριών για τη καλλιέργεια γης από κοινού. Και το συνδικάτο, μια άλλη Γαλλική λέξη από την ορολογία των σωματίων εμπορίου, η το συμβούλιο των εργατών σαν μονάδα βιομηχανικής οργάνωσης. Και τα δύο έχουν οραματισθεί σαν μικρές μονάδες που θα μπορούσαν να ομοσπονδοποιηθούν μεταξύ τους για τις μεγαλύτερες υποθέσεις της ζωής, διατηρώντας την αυτονομία τους, η μια ομοσπονδοποιούμενη γεωγραφικά και η άλλη βιομηχανικά.
Το πλησιέστερο πράγμα στην καθημερινή πολιτική εμπειρία, στην ομόσπονδη αρχή που προτάθηκε από τον Προυντόν και τον Κροπότκιν θα ήταν το Ελβετικό, παρά το Αμερικάνικο, πολιτικό σύστημα. Και χωρίς να θέλω να υμνήσω το Ελβετικό πολιτικό σύστημα, μπορούμε να δούμε ότι τα είκοσι δύο ανεξάρτητα καντόνια της Ελβετίας είναι μια επιτυχημένη ομοσπονδία. Είναι μια ομοσπονδία όμοιων μονάδων, μικρών πυρήνων, και τα σύνορα των καντονιών διασχίζουν ενδιάμεσα τα γλωσσολογικά και εθνικά όρια έτσι ώστε, σε αντίθεση με πολλές ανεπιτυχείς ομοσπονδίες, η συνομοσπονδία δεν κυριαρχείται από μια η κάποιες πολιτικές μονάδες. Γιατί το πρόβλημα της ομοσπονδίας, όπως το θέτει ο Λέοπολντ Κόρ στο «Η κατάρρευση των Κρατών», είναι πρόβλημα διαχωρισμού και όχι ενότητας.
Ο Herbert Luethy γράφει για το πολιτικό σύστημα της χώρας του:
«Κάθε Κυριακή, οι κάτοικοι πολυάριθμων κοινοτήτων, προσέρχονται στις κάλπες για εκλέξουν δημόσιους λειτουργούς, να επικυρώσουν κονδύλια, η να αποφασίσουν αν θα χτιστεί ένα σχολείο η ένας δρόμος. Αφού κανονίσουν τις δουλειές της κομμούνας, ασχολούνται με τις εκλογές στα καντόνια και ψηφίζουν για θέματα των καντονιών. Στο τέλος..παίρνονται οι αποφάσεις που αφορούν την ομοσπονδία. Σε κάποια από τα καντόνια, οι κυρίαρχοι άνθρωποι ακόμα συναντιούνται σε στυλ Ρουσώ, για να συζητήσουν θέματα κοινού ενδιαφέροντος. Αυτή η μορφή συγκέντρωσης μπορεί να ειδωθεί σαν μια σεβαστή παράδοση με μια κάποια τουριστική αξία. Αν είναι έτσι αξίζει να δει κανείς τα αποτελέσματα της τοπικής δημοκρατίας. Το πιο απλό παράδειγμα είναι το Ελβετικό σιδηροδρομικό δίκτυο, το οποίο είναι το πιο πυκνό στο κόσμο. Με μεγάλο κόστος και προβλήματα, έχει φτιαχτεί για εξυπηρετεί τις ανάγκες των πλέον μικρών κοινοτήτων και των πιο απομακρυσμένων κοιλάδων, όχι σαν μια πρόταση κέρδους αλλά γιατί έτσι ήθελε ο λαός. Είναι το αποτέλεσμα μανιασμένων πολιτικών αγώνων. Το 19ο αιώνα, το «δημοκρατικό σιδηροδρομικό κίνημα» έφερε τις μικρές Ελβετικές κοινότητες σε σύγκρουση με τις μεγάλες πόλεις οι οποίες είχαν συγκεντρωτικά σχέδια…
Και αν συγκρίνουμε το Ελβετικό δίκτυο με το Γαλλικό το οποίο, με αξιέπαινη γεωμετρική κανονικότητα, είναι εξ ολοκλήρου επικεντρωμένο στο Παρίσι ώστε η ευημερία ή η παρακμή μια περιοχής, η ζωή ή ο θάνατος ολόκληρων περιοχών να έχει εξαρτηθεί από τη ποιότητα της σύνδεσης με τη πρωτεύουσα, βλέπουμε τη διαφορά μεταξύ του συγκεντρωτικού κράτους και της ομόσπονδης συμμαχίας. Ο σιδηροδρομικός χάρτης είναι ο ευκολότερος να διαβάσει κανείς με μια ματιά, αλλά ας υπερθέσουμε επάνω του μια άλλη οικονομικά δραστηριότητα καθώς και τη μετακίνηση πληθυσμών.. Η διανομή της βιομηχανικής δραστηριότητας σε όλη την Ελβετία, ακόμα και στις απομακρυσμένες περιοχές μαρτυρεί για την δύναμη και τη σταθερότητα της κοινωνικής δομής της χώρας και απέτρεψε όλες τις φρικτές συγκεντρώσεις της βιομηχανίας, με τα γκέτο και το ξεριζωμένο προλεταριάτο.»
Τα παραθέτω όλα αυτά, όπως είπα, όχι για να υμνήσω την Ελβετική δημοκρατία, αλλά για να υποδείξω ότι η ομοσπονδιακή αρχή η οποία βρίσκεται στη καρδία της αναρχικής κοινωνικής θεωρίας, είναι άξια περισσότερης προσοχής από ότι της έχει δοθεί στα συγγράμματα της πολικής επιστήμης. Ακόμα και στο πλαίσιο των συνήθων πολιτικών θεσμών η υιοθέτηση της έχει εκτεταμένα αποτελέσματα. Μια άλλη αναρχική θεωρία οργάνωσης είναι αυτό που θα αποκαλούσαμε «αυθόρμητη τάξη»: Δεδομένης μιας κοινής ανάγκης, μιας συλλογικότητα ανθρώπων, μέσω της δοκιμής και του λάθους, με αυτοσχεδιασμό και πειραματισμό, θα εξελίξει τη τάξη από το χάος. Μια τάξη πιο συνεχή και πιο στενά συνδεδεμένη στις ανάγκες τους από οποιοδήποτε άλλο είδος εξωτερικά επιβεβλημένης τάξης. Ο Κροπότκιν παρήγαγε αυτή τη θεωρία από τις παρατηρήσεις του πάνω στην ιστορία της ανθρώπινης κοινωνίας και της κοινωνικής βιολογίας που οδήγησαν στο βιβλίο του «Αλληλοβοήθεια» και έχει παρατηρηθεί στις ποιο επαναστατικές καταστάσεις, σε όλους τους ad hoc οργανισμούς που ξεφυτρώνουν μετά από φυσικές καταστροφές, η σε οποιαδήποτε δραστηριότητα όταν δεν υπάρχουν οργανωτικές φόρμες η ιεραρχική εξουσία. Το όνομα που έχει δοθεί σε αυτή την έννοια είναι «Κοινωνικός Έλεγχος» στο ομότιτλο βιβλίο του Έντουαρντ Άλσγουωρθ Ρος, ο οποίος παρέθεσε στιγμές από «συνοριακές» κοινωνίες όπου, μέσω ανοργάνωτων η άτυπων μέτρων, η τάξη διατηρείται χωρίς να ωφελείται η θεσμοποιημένη εξουσία. «Η συμπάθεια, η κοινωνικότητα, η αίσθηση δικαιοσύνης και η δυσαρέσκεια, είναι αρμόδιες, κάτω από ευνοϊκές συνθήκες, να επεξεργαστούν για τον εαυτό τους μια αληθινή, φυσική τάξη, δηλαδή μια τάξη δίχως σχεδιασμό η τέχνη
´Ενα ενδιαφέρον παράδειγμα άσκηση αυτής της θεωρίας ήταν το Πρωτοπόρο Κέντρο Υγείας στο Peckham του Λονδίνου, που ξεκίνησε στη δεκαετία πρίν τον πόλεμο από μία ομάδα γιατρών και βιολόγων που ήθελαν να μελετήσουν τη φύση της υγείας και την υγιή συμπεριφορά αντί για τη μελέτη της άρρωστης-υγείας όπως οι υπόλοιποι του επαγγέλματος τους. Αποφάσισαν ότι ο τρόπος για να το κάνουν αυτό ήταν να ξεκινήσουν μία κοινωνική λέσχη τα μέλη της οποίας συμμετείχαν ως οικογένειες και μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν διάφορες εγκαταστάσεις μεταξύ των οποίων η πισίνα, το θέατρο, τον παιδικό σταθμό και την καφετέρια, με αντάλλαγμα για την εγγραφή των μελών της οικογένειας και τη συμφωνία τους για περιοδικές ιατρικές εξετάσεις. Δινόταν συμβουλές και όχι θεραπευτική αγωγή. Με σκοπό να είναι ικανοί να αντλήσουν έγκυρα συμπεράσματα οι βιολόγοι του Peckman σκέφτηκαν ότι ήταν αναγκαίο να μπορούν να παρατηρούν τα ανθρώπινα όντα που ήταν ελεύθερα – ελεύθερα να δράσουν όπως επιθυμούσαν και να εκφράζουν τις επιθυμίες τους. Έτσι δεν υπήρχαν ούτε κανόνες ούτε αρχηγοί. “Ήμουν το μοναδικό πρόσωπο με εξουσία” έλεγε ο Δρ Scott Williamson, ο ιδρυτής, “και τη χρησιμοποιούσα για να σταματήσω κάποιον ο οποίος χρησιμοποιούσε οποιαδήποτε εξουσία” Για τους πρώτους οχτώ μήνες υπήρχε χάος. “Με τα πρώτα μέλη των οικογενειών” λέει ένας παρατηρητής, “κατέφθασε μία ορδή από απείθαρχα παιδιά που χρησιμοποιούσαν ολόκληρο το κτίριο όπως θα είχαν, πιθανά, χρησιμοποιήσει έναν τεράστιο δρόμο του Λονδίνου. Ουρλιάζοντας και τρέχοντας σαν χούλιγκανς μέσα σε όλα τα δωμάτια, σπάζοντας εξοπλισμό και έπιπλα”, έκαναν τη ζωή ανυπόφορη για όλους. Ο Scott Williamson ωστόσο, “επέμενε ότι η ηρεμία θα αποκαθιστώνταν μόνο από την αντίδραση των παιδιών στην ποικιλία των ερεθισμάτων που τοποθετήθηκαν στο δρόμο τους” και “σε λιγότερο από ένα χρόνο το χάος μειώθηκε σε μία τάξη όπου οι ομάδες των παιδιών καθημερινά μπορούσαν να βρεθούν να κολυμπάνε, να πατινάρουν, να κάνουν ποδήλατο, να χρησιμοποιούν το γυμναστήριο ή να παίζουν κάποιο παιχνίδι, περιστασιακά να διαβάζουν κάποιο βιβλίο στη βιβλιοθήκη… το τρέξιμο και η κραυγή ήταν πράγματα του παρελθόντος.
Περισσότερο δραματικά παραδείγματα του ίδιου φαινόμενου αναφέρονται από εκείνους τους ανθρώπους που ήταν αρκετά γενναίοι, ή σίγουροι να θεσμίσουν αυτοκυβερνώμενες μη-πειθαρχικές κοινότητες παραβατικών ή απροσάρμοστων παιδιών: οι August Aichorn και Homer Lane είναι τέτοια παραδείγματα. Ο Aichorn διεύθυνε αυτό το διάσημο ινστιτούτο στη Βιέννη, που περιέγραψε στο βιβλίο του Wayward Youth. Ο Homer Lane ήταν ο άνθρωπος που, μετά από τα πειράματα στην Αμερική ξεκίνησε στη Βρετανία μία κοινότητα από νέους παραβάτες, αγόρια και κορίτσια, που την αποκαλούσε Μικρή Κοινοπολιτεία. Ο Lane συνήθιζε να διακηρύσσει ότι “Η ελευθερία δεν μπορεί να δοθεί. Παίρνεται από το παιδί μέσα στην ανακάλυψη και την εφεύρεση”. Πιστός σε αυτή την αρχή, σημειώνει ο Howard Jonew, “αρνήθηκε να επιβάλει πάνω στα παιδιά ένα σύστημα διακυβέρνησης που αντέγραφε τους θεσμούς του κόσμου των ενήλικων. Η δομή αυτοκυβέρνησης της Μικρής Κοινοπολιτείας αναπτύχθηκε από τα ίδια τα παιδιά, σιγά και με πόνο για να ικανοποιήσει τις δικές τους ανάγκες.”
Οι αναρχικοί πιστεύουν στις ομάδες χωρίς ηγέτες, και εάν αυτή η φράση είναι οικεία σε εσάς είναι λόγω του παράδοξου που ήταν γνωστό στην τεχνική της ομάδας χωρίς ηγέτες που υιοθετήθηκε στο Βρετανικό και Αμερικανικό στρατό κατά τη διάρκεια του πολέμου – ως μέσο επιλογής των ηγετών. Οι στρατιωτικοί ψυχίατροι έμαθαν ότι τα γνωρίσματα του ηγέτη ή του ακόλουθου δεν εκτίθενται σε απομόνωση. Όπως έγραψε κάποιος από αυτούς “ανάλογα με τη συγκεκριμένη κοινωνική κατάσταση –η ηγεσία ποικίλει από κατάσταση σε κατάσταση και από ομάδα σε ομάδα.” Ή όπως το είχε θέσει ο Mihael Bakunin εκατό χρόνια πριν, “Παίρνω- δίνω, έτσι είναι η ανθρώπινη ζωή. Καθένας κατευθύνει και κατευθύνεται με τη σειρά του. Επομένως δεν υπάρχει σταθερή και συνεχής εξουσία, αλλά μία διαρκής ανταλλαγή αμοιβαίας, προσωρινής και πάνω από όλα, εθελοντικής εξουσίας και υποταγής
Το σημείο αυτό για την ηγεσία τέθηκε καλά στο βιβλίο του John Comerford, Health the Unknown, για το πείραμα του Peckham:
Συνηθισμένος όπως είναι σε αυτή την ηλικία στην τεχνική ηγεσία… είναι δύσκολο να συνειδητοποιήσει την αλήθεια πως οι ηγέτες δεν χρειάζονται εκπαίδευση ή καθορισμό, αλλά αναδύονται αυθόρμητα όταν το απαιτούν οι συνθήκες. Μελετώντας τα μέλη στο ελεύθερο για όλου Κέντρο του Peckham, οι παρατηρητές επιστήμονες είδαν ξανά ξαν ά πως ένα μέλος ενστικτωδώς έγινε, και αναγνωρίσθηκε ενστικτωδώς αλλά όχι επίσημα, ηγέτης για να συναντηθεί με τις ανάγκες τις συγκεκριμένης στιγμής. Τέτοιοι ηγέτες εμφανίζονται και εξαφανίζονται όπως απαιτούσε η ροή του Κέντρου. Επειδή δεν ήταν συνειδητά καθορισμένοι, ούτε (όταν είχαν ικανοποιήσει το σκοπό τους) ανατρεπόταν συνειδητά. Ούτε εκδηλωνόταν οποιαδήποτε ευγνωμοσύνη από τα μέλη στον ηγέτη είτε στο χρόνο των υπηρεσιών του ή μετά την παράδοση τους. Αυτοί ακολουθούσαν την καθοδήγηση τους όσο αυτή ήταν χρήσιμη και την ήθελαν. Σκορπίζαν μακριά του χωρίς συγγνώμη όταν κάποια ευρύτερη εμπειρία τους έκανε νόημα σε μία ποιο φρέσκια περιπέτεια, που με τη σειρά της θα ξερνούσε τον αυθόρμητο ηγέτη της, ή όταν η αυτοπεποίθηση ήταν τέτοια που κάθε μορφή εξαναγκαστικής ηγεσίας θα ήταν περιορισμός για αυτούς. Μία κοινωνία, επομένως, εάν αφεθεί στις κατάλληλες συνθήκες να εκφράσει τον εαυτό της αυθόρμητα δοκιμάζει τη σωτηρία της και πετυχαίνει την αρμονία της δράσης της που η επιβεβλημένη ηγεσία δεν μπορεί να τη συναγωνιστεί.
Μην ξεγελιέστε από το γλυκό εύλογο όλων αυτών. Αυτή η αναρχική έννοια της ηγεσίας είναι αρκετά επαναστατική στις συνέπειες της όπως μπορείς να δεις εάν κοιτάξεις γύρω σου, βλέπεις παντού σε λειτουργία την αντίθετη έννοια: της ιεραρχικής, εξουσιαστικής, προνομιούχας και μόνιμης ηγεσίας. Υπάρχουν ελάχιστες συγκριτικές έρευνες διαθέσιμες για τις επιδράσεις των δύο αντίθετων προσεγγίσεων στην οργάνωση της εργασίας. Δύο από αυτές θα τις αναφέρω αργότερα· μία άλλη, σχετική με την οργάνωση των αρχιτεκτονικών γραφείων παράχθηκε το 1962 για το ινστιτούτο των Βρετανών Αρχιτεκτόνων κάτω από τον τίτλο The Architect and His Oflice. Η ομάδα που ετοίμασε αυτή την αναφορά θεμελίωσε δύο διαφορετικές προσεγγίσεις στη διαδικασία σχεδιασμού, που οδήγησε στην ανάδειξη διαφορετικών τρόπων εργασίας και μεθόδων οργάνωσης. Η μία κατηγοριοποιήθηκε ως κεντροποιημένη, και χαρακτηριζόταν από αυτοκρατικές μορφές ελέγχου, και την άλλη την αποκάλεσαν διάχυτη, που παρείχε αυτό που αποκαλούσαν “μία άτυπη ατμόσφαιρα ελεύθερης-ροής ιδεών” Αυτό είναι ένα πολύ ζωντανό θέμα ανάμεσα στους αρχιτέκτονες. Ο κύριος W.D Pile, με επίσημη ιδιότητα βοήθησε στην εγγύηση της κύριας επιτυχίας της μεταπολεμικής βρετανικής αρχιτεκτονικής, το πρόγραμμα κατασκευής σχολείων, καθορίζει ανάμεσα στα πράγματα που κοιτάει σε ένα μέλος της ομάδας κατασκευής αυτό: “πρέπει να έχει μία πίστη σε αυτό που αποκαλώ μη-ιεραρχική οργάνωση της εργασίας. Η εργασία οφείλει να οργανώνεται όχι στο σύστημα των άστρων αλλά στο σύστημα του ρεπερτορίου. Ο ηγέτης της ομάδας μπορεί συχνά να είναι ένας νέο μέλος της ομάδας. Αυτό μπορεί να γίνει αποδεκτό εάν είναι κοινά αποδεκτό πως η ανωτερότητα βρίσκεται στην καλύτερη ιδέα και όχι στον παλαιότερο άνθρωπο” Και ένας από τους μεγαλύτερους αρχιτέκτονες μας, ο Walter Gropius, διακήρυττε ότι αυτό που αποκαλούσε τεχνική “της συνεργασίας ανάμεσα σε ανθρώπους, που μπορούσε να απελευθερώσει τα δημιουργικά ένστικτα του ατόμου αντί να τα καταπνίξει. Η ουσία της τεχνικής αυτής όφειλε να δίνει έμφαση στην ατομική ελευθερία για πρωτοβουλία, αντί στην εξουσιαστική καθοδήγηση ενός αφεντικού… συγχρονίζοντας την ατομική προσπάθεια μέσω ενός συνεχούς δίνω-παίρνω των μελών του…
Αυτό μας οδηγεί σε έναν άλλον ακρογωνιαίο λίθο της αναρχικής θεωρίας, την ιδέα του εργατικού ελέγχου της βιομηχανίας. Πολλοί μεγάλοι άνθρωποι πιστεύουν ότι ο εργατικός έλεγχος είναι μία ελκυστική ιδέα, αλλά δεν μπορεί να υλοποιηθεί (και επομένως ανάξια να αγωνιστεί κανείς για αυτή) λόγω της κλίμακας και της πολυπλοκότητας της νεωτερικής βιομηχανίας. Πώς μπορούμε να τους πείσουμε διαφορετικά; Εκτός από το να επισημάνουμε πως η αλλαγή των πηγών της εξουσίας των κινήτρων κάνει τη γεωγραφική συγκέντρωση της βιομηχανίας απαρχαιωμένη, και το πως οι αλλαγές στις μεθόδους παραγωγής κάνουν τη συγκέντρωση μεγάλων αριθμών ανθρώπων περιττή, ίσως η καλύτερη μέθοδος να πείσουμε τους ανθρώπους ότι ο εργατικός έλεγχος είναι μία εφικτή πρόταση στη βιομηχανία μεγάλης κλίμακας είναι δείχνοντας τα επιτυχημένα παραδείγματα αυτού που οι συντεχνιακοί σοσιαλιστές αποκαλούσαν “έλεγχο οικειοποίησης” Αυτοί ήταν μερικοί και περιοριστικοί στην πραγματικότητα, όπως ήταν υποχρεωμένοι, αλλά έδειξαν πως οι εργαζόμενοι είχαν την οργανωτική ικανότητα στη βάση τους, που οι περισσότεροι άνθρωποι αρνούνται ότι την κατέχουν.
Επιτρέψτε μου να το εξηγήσω μέσα από δύο στιγμές τις νεωτερικής μεγάλης κλίμακας βιομηχανίας. Το πρώτο είναι το σύστημα της ομάδας εργατών, και περιγράφηκε από έναν Αμερικανό καθηγητή της βιομηχανικής και διευθυντικής μηχανικής, Seymour Melman, στο βιβλίο του Decision-Making and Productivity. Αναζητούσε, μέσω μία λεπτομερούς σύγκρισης της μανιφακτούρας του ίδιου προϊόντας, του τρακτέρ Ferguson, στο Detroit και το Coventry, Αγγλία, “να αποδείξει ότι υπήρχαν πραγματικές εναλλακτικές στον κανόνα της διεύθυνσης της παραγωγής” Η έκθεση του για τη λειτουργία του συστήματος της ομάδας εργατών επιβεβαιώθηκε από έναν μηχανικό στο Coventry, τον Reg Wright, σε δύο άρθρα της Αναρχίας. Στη βιομηχανία τρακτέρ του Standard στην περίοδο μέχρι το 1956 που πουλήθηκε, ο Melman γράφει: “Σε αυτή την εταιρεία θα δούμε ότι την ίδια στιγμή: χιλιάδες εργάτες λειτουργούσαν δυνητικά χωρίς επιτήρηση όπως συμβατικά κατανοείται, και σε πολύ υψηλή παραγωγικότητα· πληρωνόταν ο μεγαλύτερος μισθός στη βρετανική βιομηχανία· παραγόταν υψηλής ποιότητας προϊόντα σε αποδεκτές τιμές σε εργοστάσια εκτατικής μηχανοποίησης· η διεύθυνση διεξήγαγε τις υποθέσεις της σε ασυνήθιστα χαμηλό κόστος· οι επίσης οργανωμένοι εργάτες είχαν ένα ουσιαστικό ρόλο στην παραγωγή της λήψης των αποφάσεων
Από την πλευρά της παραγωγής οι εργάτες, “το σύστημα της ομάδας εργασίας οδηγούσε στην παρακολούθηση των αγαθών και όχι στην παρακολούθηση των ανθρώπων” Ο Melman παραβάλει τον “αρπαχτικό ανταγωνισμό” που χαρακτηρίζει το διευθυντικό σύστημα λήψης αποφάσεων με το εργατικό σύστημα λήψης αποφάσεων στο οποίο “το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα της διαδικασίας διαμόρφωσης της απόφασης είναι αυτό της αμοιβαιότητας της λήψης της απόφασης με την τελική εξουσία που βρίσκεται στα χέρια των ομαδοποιημένων εργατών καθεαυτά.” Το σύστημα ομάδας όπως περιγράφεται από τον Melman είναι πολύ όμοιο με το συλλογικό σύστημα συμβολαίου που επινοήθηκε από τον G.D.H Cole, που ισχυριζόταν ότι “το αποτέλεσμα θα ήταν να συνδέσει τα μέλη της ομάδας εργασίας μαζί σε μία κοινή επιχείρηση κάτω από την αιγίδα και τον έλεγχο τους, και να τα απελευθερώσει από την εξωτερικά επιβλημένη πειθαρχία σε σχέση με τη μέθοδο τους να γίνει η δουλειά.
Το δεύτερο μου παράδειγμα αντλείται πάλι από μία συγκριτική μελέτη των διαφορετικών μεθόδων της εργατικής οργάνωσης, που έγινε από το ινστιτούτο του Tavistock στα τέλη της δεκαετίας του 50, και αναφέρεται στο Organisational Choice του E. L. Trist, και το Autonomous Group Functioning του P. Herbst. Η σημασία του μπορεί να φανεί από τις εισαγωγικές λέξεις του πρώτου: “Η έρευνα αυτή αφορά μία ομάδα ανθρακωρύχων που ήρθαν μαζί για να αναπτύξουν έναν νέο τρόπο ομαδικής εργασίας, σχεδιάζοντας τον τύπο της αλλαγής που ήθελαν να φέρουν σε πέρας, και την ελέγχουν σε πρακτικό επίπεδο. Ο νέος τύπος της εργατικής οργάνωσης που έχει μείνει γνωστή στη βιομηχανία ως σύνθετη εργασία, έχει σε μερικά χρόνια αναδυθεί αυθόρμητα σε έναν αριθμό διαφορετικών λάκκων στο βορειοδυτικό πεδίο άνθρακα του Durham. Οι ρίζες της πάνε πίσω σε μία παλιά παράδοση η οποία έχει σχεδόν αντικατασταθεί ολοκληρωτικά στην πορεία του τελευταίου αιώνα από την εισαγωγή των τεχνικών εργασίας που βασίζονται στον τεμαχισμό καθηκόντων, τη διαφορά στο στάτους και το μισθό, και τον εξωτερικό ιεραρχικό έλεγχο.” Η άλλη αναφορά σημειώνει πως η μελέτη έδειξε “την ικανότητα των αρκετά μεγάλων ομάδων εργασίας των 40-50 μελών να δρουν αυτορυθμιζόμενοι, αυτοαναπτυσσόμενοι κοινωνικοί οργανισμοί ικανοί να συντηρούνται αφεαυτοί σε μία σταθερή κατάσταση υψηλής παραγωγικότητας” Οι συγγραφείς περιγράφουν το σύστημα με έναν τρόπο που δείχνει τη σχέση του με την αναρχική σκέψη:
Η σύνθετη οργάνωση της εργασίας μπορεί να περιγραφεί ως μία στην οποία η ομάδα παίρνει τη συνολική ευθύνη για ολόκληρο τον κύκλο των εγχειρημάτων που περιλαμβάνονται στη εξόρυξη του άνθρακα. Κανένα μέλος της ομάδας δεν έχει σταθερό εργατικό ρόλο.
Αντί για αυτό, οι άνθρωποι αναπτύσσουν οι ίδιοι, εξαρτώμενοι από τις απαιτήσεις του εν κινήσει ομαδικού καθήκοντος. Μέσα στα όρια των απαιτήσεων της τεχνολογίας και της ασφάλειας είναι ελεύθεροι να αναπτύξουν τον δικό τους τρόπο οργάνωσης και της εκτέλεσης του καθήκοντος τους. Δεν είναι το υποκείμενο σε καμιά εξωτερική αρχή σε σχέση με αυτή, ούτε υπάρχει μέσα στην ομάδα κάποιο μέλος που αναλαμβάνει την τυπική διευθυντική λειτουργία της ηγεσίας. Ενώ στη long wall συμβατική εργασία το καθήκον της εξόρυξης του άνθρακα διαχωρίζεται σε τέσσερις με οχτώ ρόλους εργασίας, που εκτελούνται από διαφορετικές ομάδες, με καθεμία να πληρώνεται σε διαφορετική τιμή, στις σύνθετες ομάδες εργασίας τα μέλη δεν πληρώνονται απευθείας για κάθε καθήκον που εκτελείται. Η συμφωνία για το μισθό όλων, αντί για αυτό, βασίζεται στη διαπραγμάτευση της τιμής για τόνους παραγόμενου κάρβουνου από την ομάδα. Το εισόδημα που αποκτάται χωρίζεται ισότιμα ανάμεσα στα μέλη της ομάδας.
Τα έργα στα οποία παραπέμπω έχουν γραφτεί για ειδικούς στην παραγωγικότητα και τη βιομηχανική οργάνωση, αλλά τα μαθήματα τους είναι καθαρά για ανθρώπους που ενδιαφέρονται για την ιδέα του εργατικού ελέγχου. Αντιμέτωποι με την αντίρρηση ότι ακόμα και αν μπορούν να εμφανιστούν αυτόνομες ομάδες που μπορούν να οργανωθούν οι ίδιες σε μεγάλη κλίμακα και πολύπλοκα καθήκοντα, δεν έχει ακόμα φανεί ότι μπορούν να συντονιστούν επιτυχώς, καταφεύγουμε ξανά στη αρχή της ομοσπονδίας. Δεν υπάρχει τίποτα παράξενο σχετικά με την ιδέα ότι μεγάλες μονάδες αυτόνομων βιομηχανικών μονάδων μπορούν να οργανωθούν ομοσπονδιακά και να συντονίσουν τις δραστηριότητες τους. Εάν ταξιδέψετε στην Ευρώπη πάτε πάνω από τις γραμμές μίας ντουζίνας συστημάτων σιδηρόδρομων – καπιταλιστικών και κομμουνιστικών – στις οποίες φτάνουν μέσα από την ελεύθερη συμφωνία ανάμεσα σε διάφορες αναλήψεις χωρίς κεντρική αρχή. Μπορείς να στείλεις ένα γράμμα οπουδήποτε στον κόσμο, αλλά δεν υπάρχει καμία ταχυδρομική αρχή – οι αντιπρόσωποι των διαφορετικών ταχυδρομικών αρχών απλά έχουν ένα συμβούλιο περίπου κάθε πέντε χρόνια.
Υπάρχουν ρεύματα, που παρατηρούνται σε αυτά τα περιστασιακά πειράματα στη βιομηχανική οργάνωση, σε νέες προσεγγίσεις προβλημάτων παραβατικότητας και εθισμού, στην εκπαιδευτική και κοινοτική οργάνωση, και στην “απο-ιδρυματοποίηση” νοσοκομείων, άσυλων, παιδικών σταθμών και πάει λέγοντας, που έχουν πολλά κοινά μεταξύ τους, και που λειτουργούν ενάντια στις γενικά αποδεκτές ιδέες για την οργάνωση, την εξουσία και την κυβέρνηση. Η κυβερνητική θεωρία με την έμφαση της στα συστήματα αυτοοργάνωσης, οδηγεί σε μία παρόμοια επαναστατική κατεύθυνση. Οι George και Louise Crowley, για παράδειγμα, στα σχόλια τους στην έκθεση τους Ad Hoc Committee on the Triple Revolution, (Monthly Review, Nov. 1964) σημειώνουν ότι, “Δεν το βρίσκουμε λιγότερο λογικό να αξιώσουμε μία λειτουργική κοινωνία χωρίς εξουσία από το να αξιώσουμε ένα τακτικό σύμπαν χωρίς θεό. Επομένως η λέξη αναρχία δεν πρέπει να μας φοβίζει με συνειρμούς για αταξία, χάος ή σύγχυση. Για τον άνθρωπο, που ζει σε μη ανταγωνιστικές συνθήκες ελευθερίας από τον μόχθο και την καθολική αφθονία, η αναρχία είναι απλά η ενδεδειγμένη κατάσταση της κοινωνίας.” Στη Βρετανία ο καθηγητής Richard Titmuss σημειώνει ότι οι κοινωνικές ιδέες μπορούν να είναι το ίδιο σημαντικές στο επόμενο μισό αιώνα ως τεχνολογική καινοτομία. Πιστεύω ότι οι κοινωνικές ιδέες του αναρχισμού: αυτόνομες ομάδες, αυθόρμητη τάξη, εργατικός έλεγχος, η αρχή της ομοσπονδιοποίησης, αθροίζονται σε μία συνεκτική θεωρία της κοινωνικής οργάνωσης που είναι έγκυρη και ρεαλιστικά εναλλακτική στην εξουσιαστική, ιεραρχική και θεσμική κοινωνική φιλοσοφία που τις βλέπουμε να εφαρμόζονται παντού γύρω μας. Ο άνθρωπος θα υποχρεωθεί, διακήρυττε ο Κροπότκιν, “να βρει νέες μορφές οργάνωσης για τις κοινωνικές λειτουργίες που το Κράτος ικανοποιεί μέσω της γραφειοκρατίας” και επέμενε ότι “όσο καιρό αυτό δεν γίνεται τίποτα δεν θα γίνεται” Νομίζω ότι οφείλουμε να ανακαλύψουμε πως πρέπει να είναι αυτές οι νέες μορφές της οργάνωσης. Τώρα πρέπει να κάνουμε τις ευκαιρίες πράξη.
Σημειώσεις:
[1](Σ.τ.Μ.)Με τον όρο “κυβερνητική” εννοούμε την : “επιστήμη συστημάτωνσυστημική)Eνα διεπιστημονικό γνωστικό πεδίο το οποίο παρέχει έναν κοινό τρόπο σκέψης με στόχο την ανάπτυξη μεθοδολογικών πλαισίων για τη μελέτη συστημάτων με εσωτερική δομή (π.χ. κοινωνικά, ηλεκτρονικά, βιολογικά, γνωσιακά ή μεταφυσικά συστήματα).( http://en.wikipedia.org/wiki/Cybernetics )
Για τη ζωή , τη προσφορά και το έργο του Γουώρντ :

από panarchy.org 

ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΙΠΟΤΑ ΑΣ ΓΙΝΟΥΜΕ ΤΑ ΠΑΝΤΑ

ΑΝΤΙΕΞΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Η μεταπολίτευση μαζί με την αποκατάσταση της «δημοκρατίας» που ποτέ δεν εφαρμόστηκε ως άμεση όπως ορίστηκε εξαρχής, έφερε μαζί και την παλινόρθωση του καπιταλιστικού συστήματος, εξυπηρετώντας τα συμφέροντα της εκάστοτε άρχουσας τάξης, ξεπουλώντας το μόχθο του λαού στις διεθνείς αγορές και δανείζοντάς τον σε αετονύχηδες και αφεντικά παγκοσμίως.
Η νεοελληνική κοινωνία κατόρθωνε να επιβιώνει μέσα σε ένα πελατειακό δίκτυο σχέσεων συναλλαγής και διαφθοράς. Οι εκλογές ήταν πάντα το εργαλείο για τη συντήρηση της «δημοκρατίας τους», μιας κοινοβουλευτικής ολιγαρχίας που βασίζεται ανέκαθεν στην παθητικότητα του λαού, επιβάλλοντας εκβιαστικά ψευτοδιλήμματα για την ψήφιση του λιγότερο κακού.Μετά το τέλος μιας παρτίδας, ξεκινάει η επόμενη παρτίδα. Όμως η σκακιέρα διατηρεί τη σύνθεσή της και ο πολίτης τον ρόλο του ως πιόνι , έχοντας στερηθεί το βασικό δικαίωμα, δομικό και αναπόσπαστο χαρακτηριστικό της δημοκρατίας: να αποφασίζει ο ίδιος για τη ζωή του, να μην δέχεται να αποφασίζουν άλλοι γι’ αυτόν, χωρίς αυτόν.
Ο ελληνικός λαός ως αντικείμενο στο παίγνιο της «δημοκρατίας τους» αλλά και σε ρόλο μαριονέτας στο διεθνές σκηνικό, οδηγήθηκε στην κατοχή, στον εμφύλιο και στη χούντα των συνταγματαρχών. Το δημοκρατικό πολίτευμα κατάφερε να παραδώσει τη χώρα στα χέρια αλεπάλληλων συμμοριών πολεμοχαρών, αετονύχηδων, δοσίλογων, στη χούντα για μια επταετία ώσπου η κοινωνία ξύπνησε από το λήθαργο χάρη κυρίως σ’ ένα υποκείμενο που έμελλε να καθορίσει τις εξελίξεις επί τρεις μέρες με την κατάληψη του Πολυτεχνείου. Το υποκείμενο αυτό δεν ήταν άλλο από τους νέους, εργαζόμενους, μαθητές και φοιτητές που άρχιζαν να φωνάζουν ό,τι συζητιόταν σιωπηλά, να τολμούν ό,τι μέχρι τότε θεωρούνταν αδύνατον γιατί οι «αντικειμενικές συνθήκες δεν το επέτρεπαν». «Προβοκάτορες» στην αρχή, «ήρωες» μετά, η γενιά του ’73 έμπαινε σε ευρωπαϊκή τροχιά με 10 χρόνια καθυστέρηση. Το ευρωπαϊκό κίνημα του ΄60 είχε δημιουργήσει τις πρώτες ρωγμές που όμως γρήγορα και με βίαιο τρόπο μπήκαν στον δρόμο όχι της ανατροπής του καθεστώτος αλλά της διαδοχής του, παλινορθώνοντας τις παραδοσιακές αντιθέσεις. Η αριστερά έκανε αυτό που ήθελε: να γίνει «χαλίφης στη θέση του χαλίφη». Η χούντα κατέρρευσε, το πολιτικό σύστημα διασώθηκε και παλινορθώθηκε. Η γενιά του πολυτεχνείου άνθησε, όμως μπήκε στην εξουσία και σήμερα τρώει τα παιδιά της.
Η εξουσία διαφθείρει, η καρέκλα βολεύει και η δόξα αλλοτριώνει. Η μεταπολίτευση έστησε ξανά τη σκακιέρα και μοίρασε την τράπουλα από την αρχή. Οι αγωνιστές του Πολυτεχνείου, έγιναν σύντομα η νέα οικονομική και κυβερνητική ελίτ της μεταπολίτευσης. Έκατσαν στις καρέκλες των κομμμάτων εξουσίας, ανακάλυψαν το δικό τους πελατειακό τους δίκτυο κι έφτιαξαν νόμους για να κρατάνε «τα μπόσικα» της δημοκρατίας τους, για να μεγιστοποιούν τα κέρδη τους ή τα κέρδη των μαέστρων που τους διευθύνουν διεθνώς στην παγκόσμια ορχήστρα του κέρδους και του κεφαλαίου. Σύντομα δέχτηκαν να γίνουν οι διαχειριστές ενός παραρτήματος του πολυεθνικού franchising, του λόμπυ του παγκόσμιου κεφαλαίου και των τραπεζών, χρεώνοντας την κοινωνία και υποθηκεύοντας τις ελπίδες των ερχόμενων γενιών. Στο σενάριο του παγκόσμιου καπιταλισμού οι λαοί ως θεατρίνοι καλούνται να παίξουν το ρόλο τους σύμφωνα με τους εμπνευστές του έργου: τραπεζίτες και αφεντικά διεθνώς. Προσάπτουμε ευθύνες στους διαχειριστές του νοτιοανατολικού franchise της Ευρωπαϊκής Ηπείρου, που υπηρετώντας το διεθνές κεφάλαιο βουλιάζουν τα όνειρα όλων μας και με τις εκλογές τους μας δίνουν το περιθώριο να επιλέξουμε τον καταλληλότερο δεσμοφύλακα στη φυλακή της δημοκρατίας τους. Όμως ελευθερία είναι να επιλέγεις σε ποιά φυλακή θέλεις να ζήσεις;
Ακόμη και άνθρωποι της γενιάς του Πολυτεχνείου που δεν εξαργύρωσαν τη συνείδησή τους και δεν κεφαλαιοποίησαν τον αγώνα τους σε ψήφους θρονιασμένοι στις καρέκλες των κομμάτων εξουσίας, σήμερα υποκύπτουν στο εκβιαστικό ψευτοδίλημμα των εκλογών, ενισχύοντας ακόμη περισσότερο το ήδη διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα. Συμμετέχουν σε ένα στημένο παιχνίδι με «σημαδεμένα χαρτιά» και γίνονται αυτόματα συνένοχοι και συνεργοί με την αποδοχή των όρων του παιχνιδιού.
Το σύνθημα «ψωμί, παιδεία, ελευθερία» που έθρεψε ιδεολογικά τις πρώτες μετά το ΄73 γενιές και που αυτιστικά και αντανακλαστικά ανασύρεται κάθε τέτοια εποχή, εγκλώβισε, αποκοίμησε και κατέστειλλε οτιδήποτε αμφισβητούσε και αμφισβητεί το κυρίαρχο πολιτικό σκηνικό. Το νόημα της εξέγερσης εκποιήθηκε στον κόσμο του εμπορεύματος και το κυρίαρχο σύνθημα «ψωμί, παιδεία ελευθερία» έμεινε ανήμπορο να ασκήσει οποιαδήποτε κριτική. Το ψωμί έγινε κάτι παραπάνω από καρβέλι, έγινε αυτοκίνητο, εξοχικό, τηλεόραση σε κάθε δωμάτιο και στυλ ενάντια στην ελεύθερη δημιουργία. Η παιδεία άνοιξε τα φτερά της στα φτωχότερα στρώματα για να εμπεδώσουν όλοι τη διαχωρισμένη γνώση , την προσαρμογή στον κόσμο της αγοράς, τον ανταγωνισμό, την ιεραρχία, την ένταξη στην κοινωνική πυραμίδα. Η παιδεία που εξορίζει κάθε κριτική για το ίδιο της το περιεχόμενο. Γι’ αυτό δεν είναι ουδέτερη αξία που της λείπει ο καλός διαχειριστής . Η ουσία της «ταξικότητάς» της βρίσκεται στον αποκλεισμό της ελεύθερης σκέψης και πρακτικής που δημιουργεί πρακτικά έναν ελεύθερο κόσμο και όχι στον αποκλεισμό των φτωχών (που αν συμβαίνει, συμβαίνει συγκυριακά). Η ελευθερία θρονιάστηκε στην ελεύθερη πρόσβαση στην κατανάλωση, στο πλαστικό χρήμα, στις μετοχές, στο εμπόριο των εμπειριών, στον οργανωμένο πανικό των τριημέρων. Στην ελεύθερη χώνεψη του κομφορμισμού που σφυροκοπά με το ίδιο μένος το μυαλό όπως και τότε λίγες ώρες πριν το πολυτεχνείο: «οι συνθήκες δεν επιτρέπουν αλλαγές, δεν μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά».
Όμως θέλουμε δεν θέλουμε η φούσκα έσκασε. Το κοινωνικό συμβόλαιο της μεταπολίτευσης έχει πάει κι αυτό στα σκουπίδια. Δουλειά, μόρφωση, δικαιώματα απονοηματοδοτημένα απ’ όλους αυτούς που πάνω του στήριζαν την πολιτική, οικονομική και κοινωνική τους σταδιοδρομία. Η παραδοσιακή διαμαρτυρία ψάχνει με ανύπαρκτες ελευθερίες να συνδέσει την ανύπαρκτη γνώση με την ανύπαρκτη παραγωγή. Ο κόσμος του χρήματος επιβεβαιώνεται αρνητικά Οι κάτοχοί του θριαμβολογούν πάνω στα αδιέξοδα του παραδοσιακού κόσμου.
Μπήκαμε στην τροχιά της ολικής εξαίρεσής μας από κάθε απόφαση που μας αφορά με τελευταία πράξη του έργου, τον ευτελισμό αυτών που καμώνονταν πως μας εκφράζουν πολιτικά κα συνδικαλιστικά.

Επειδή η ζωή είναι εδώ και δεν είναι αλλού ή θα την πάρουμε στα χέρια μας συμμετέχοντας και χαράζοντας άμεσα και πρακτικά όλο της το εύρος, ή θα τους αφήσουμε να καγχάζουν πάνω στο σβέρκο μας.

ΤΙ ΤΟΥΣ ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΣΤΕ;

ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΙΠΟΤΑ ΑΣ ΓΙΝΟΥΜΕ ΤΑ ΠΑΝΤΑ

Τα δικαιώματα των διαδηλωτών, οι υποχρεώσεις της Αστυνομίας

Τι συμβαίνει με την εξακρίβωση στοιχείων, τη σωματική έρευνα, την προσαγωγή, ακόμη και τη σύλληψη; Και τι πρέπει να γνωρίζει κάποιος προκειμένου να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του, όπως αυτά ορίζονται από το Σύνταγμα και τους νόμους;
Τα δικαιώματα των διαδηλωτών, οι υποχρεώσεις της Αστυνομίας

Της ΑΡΓΥΡΩΣ Κ. ΜΩΡΟΥ

Θέλετε να πάρετε μέρος στην πορεία για την επέτειο του Πολυτεχνείου, αλλά σας απασχολούν οι φράσεις και οι έννοιες των όρων «εξακρίβωση στοιχείων», «σωματικός έλεγχος», «προληπτικές προσαγωγές», καθώς και η εφαρμογή τους στην πράξη; Η 17η Νοέμβρη έφτασε. Το ίδιο και η υλοποίηση του σχεδιασμού των μέτρων της ΕΛ.ΑΣ., στα οποία -εκτός από το δόγμα της «μηδενικής ανοχής»- θα δοθεί και αυτή τη φορά …ιδιαίτερη έμφαση και στην «πρόληψη».

Η σύλληψη του νεαρού με τα πράσινα παπούτσια, η σκευωρία σε βάρος του 23χρονου φοιτητή με τις πιτζάμες στη Θεσσαλονίκη είναι μερικές μόνο από τις περιπτώσεις που φανερώνουν ότι η «δυσάρεστη επαφή» με τις αστυνομικές αρχές είναι περισσότερο πιθανή παρά απίθανη.

Οπως μαρτυρούν οι επίσημοι αριθμοί από την ΕΛ.ΑΣ., το 2009 αστυνομικοί της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής συνέλαβαν, κατά τη διάρκεια ή και μετά τη λήξη πορειών, μόνο στο κέντρο της Αθήνας 110 άτομα και προσήγαγαν 92, οι οποίοι αφέθηκαν ελεύθεροι καθώς δεν προέκυψε το παραμικρό σε βάρος τους. Ενώ το 2010 μέχρι και τις τελευταίες διαδηλώσεις πριν από το καλοκαίρι στο κέντρο της πρωτεύουσας, οι προσαγωγές ανήλθαν στις 204. Οι μαζικές προσαγωγές στον σωρό είχαν ως αποτέλεσμα να αφεθούν όλοι ελεύθεροι, ενώ πραγματοποιήθηκαν επιπλέον 59 συλλήψεις.

Τι συμβαίνει με την εξακρίβωση στοιχείων, τη σωματική έρευνα, την προσαγωγή, ακόμη και τη σύλληψη; Και τι πρέπει να γνωρίζει κάποιος προκειμένου να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του, όπως αυτά ορίζονται από το Σύνταγμα και τους νόμους;

**Εξακρίβωση στοιχείων. Αν σας σταματήσουν στον δρόμο και σας ζητήσουν αστυνομικοί να τους δείξετε την αστυνομική σας ταυτότητα, οφείλετε να το κάνετε. Και εκείνοι οφείλουν βεβαίως να σας γνωστοποιήσουν την ιδιότητά τους και να σας επιδείξουν την υπηρεσιακή τους ταυτότητα, εκτός κι αν είναι ένστολοι. Αν αρνηθείτε, ενδέχεται να τιμωρηθείτε με φυλάκιση από 10 ημέρες έως ένα χρόνο, όπως προβλέπεται από το άρθρο 157 του νόμου 2458/1953. «Δεν είστε υποχρεωμένοι να απαντήσετε ούτε στην ερώτηση “πού πάτε;” ούτε “τι κάνετε στην περιοχή;” ούτε σε άλλου τύπου τέτοιες ερωτήσεις» επισημαίνει στην «Ε» η δικηγόρος Βούλα Γιαννακοπούλου.

Προσαγωγή

Τι πρέπει να κάνετε αν, παρά την επίδειξη της αστυνομικής σας ταυτότητας, σας ζητήσουν ή σας αναγκάσουν να τους ακολουθήσετε στο Αστυνομικό Τμήμα για «εξακρίβωση στοιχείων»; «Οταν επιδεικνύεται η ταυτότητα, ο αστυνομικός δεν έχει δικαίωμα να προβεί σε προσαγωγή, παρά μόνο αν ο προσαγόμενος θεωρείται ύποπτος για συγκεκριμένο αδίκημα το οποίο και οφείλει το όργανο της τάξης να γνωστοποιήσει συγκεκριμένα. Αν δεν δικαιολογήσει τον λόγο για τον οποίο θέλει να τον ακολουθήσετε στο αστυνομικό τμήμα, η προσαγωγή είναι παράνομη», μας εξηγεί.

Βέβαια, όπως διευκρινίζει η κ. Γιαννακοπούλου, στην πράξη τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. «Οι αστυνομικοί αποκλείουν μια ευρύτερη περιοχή, ακινητοποιούν κάθε διερχόμενο και τον μεταφέρουν στο τμήμα, είτε έχει μαζί του ταυτότητα είτε όχι και χωρίς να δώσουν καμία εξήγηση για την ενέργειά τους. Οι προσαχθέντες σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογείται να μεταφέρονται δεσμευμένοι με χειροπέδες!».

Μάλιστα, «τα τελευταία δυο χρόνια έχει παρατηρηθεί και μια άλλη παράνομη πρακτική της Αστυνομίας. Το φαινόμενο των προληπτικών προσαγωγών πριν από τις διαδηλώσεις, όπου η ΕΛ.ΑΣ. παράνομα και με γνώμονα τα εξωτερικά χαρακτηριστικά (ντύσιμο, κόμμωση κ.ά.) προσάγει άτομα που κατά την κρίση της θέλουν να συμμετάσχουν σε διαδηλώσεις και φροντίζει να αφεθούν αμέσως μετά τη λήξη των διαδηλώσεων».

* Σωματικός έλεγχος και έλεγχος προσωπικών αντικειμένων. «Ο αστυνομικός δικαιούται να προβεί σε έλεγχο των προσωπικών αντικειμένων οποιουδήποτε τον θεωρήσει ύποπτο, αφού πρώτα του γνωστοποιήσει τον λόγο που θεωρείται ύποπτος, με πλήρη σεβασμό στην προσωπικότητά του και διασφαλίζοντας την πρότερη δυνατή έκθεση του ατόμου (βλέμματα διερχομένων κ.ά.). Οσον αφορά τη διεξαγωγή σωματικού ελέγχου, απαιτείται να υπάρχουν σοβαρές υπόνοιες για συγκεκριμένο αδίκημα και να γίνεται μόνο από αστυνομικούς του ίδιου φύλου με τον ελεγχόμενο μακριά από αδιάκριτα βλέμματα».

* Διάρκεια προσαγωγής. «Σύμφωνα με τον νόμο, πρέπει να διαρκεί το λιγότερο δυνατό», τονίζει η δικηγόρος Βούλα Γιαννακοπούλου «και όσο είναι αναγκαίο για την εξακρίβωση της ταυτότητας και τυχόν νομικών εκκρεμοτήτων του προσαγομένου. Στην πράξη, με το πρόσχημα της γραφειοκρατίας παρατείνεται σε αρκετές ώρες, ενώ συχνά ξεπερνά και τις 12 ώρες. Στις περιπτώσεις όπου ο προσαχθείς έχει μαζί του αστυνομική ταυτότητα και δεν του γνωστοποιείται ο λόγος της προσαγωγής του, δεν μιλάμε για προσαγωγή, αλλά για παράνομη κατακράτηση».

* Σύλληψη. «Οταν συντάσσεται έκθεση σύλληψης, έχεις δικαίωμα να απαιτήσεις να έρθει δικηγόρος της επιλογής σου και δεν υποχρεούσαι να συμπράξεις σε οποιαδήποτε πράξη της αστυνομικής αρχής χωρίς την παρουσία συνηγόρου (απολογία κ.ά.)», επισημαίνει.

http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=16/11/2010&id=224255

Αναρχία και Δημοκρατία: μαζί και χώρια

    Αρθρο στην ελευθεροτυπία : ” Στην ιστορία των πολιτικών φιλοσοφικών συστημάτων μόνο ο αναρχισμός ήταν αυτός (και είναι) που προσέγγισε την έννοια δημοκρατία μέσα από τις κοινότητες, την αλληλεγγύη, την αυτονομία, την αυτοδιαχείριση.”  
Αναρχία και Δημοκρατία: μαζί και χώριατου ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΥ

  Στην ιστορία των πολιτικών φιλοσοφικών συστημάτων μόνο ο αναρχισμός ήταν αυτός (και είναι) που προσέγγισε την έννοια δημοκρατία μέσα από τις κοινότητες, την αλληλεγγύη, την αυτονομία, την αυτοδιαχείριση. 
Αρνήθηκε ή δεν μπόρεσε να δει τη θεμελιώδη αρχή της δημοκρατίας ότι η πολιτεία μπορεί να συγκροτηθεί έτσι ώστε τα μέλη της κοινωνίας να την ενσαρκώσουν και να αχθούν, επομένως, στο ύψος της πλήρους αυτονομίας και στην κατάργηση της εξουσίας. 
Αντιθέτως είδε την αταξική κοινωνία μόνο στη βάση της εθελουσίας συνάντησης και συνεργασίας των ανθρώπων, όχι στην ίδια τη δομή του συστήματος. Εξ ου και η τάση μερικών μελών του κόσμου της αναρχίας να θεωρούν αυτονόητη τη μέθεξή τους με τη βία, εκτιμώντας ότι έτσι διεισδύουν στο «συμπαθητικό» σύστημα της κοινωνίας (βλ. Γ. Κοντογιώργη, «Οι νέοι, η ελευθερία και το κράτος», εκδ. «Ιανός»).
  Γεγονός παραμένει ότι η πολιτική φιλοσοφία του αναρχισμού είναι η πλέον παρεξηγημένη, η πλέον συκοφαντημένη, δεξιόθεν τε και εξ ευωνύμων, η πλέον κυνηγημένη. Ισως γιατί πλησιάζει περισσότερο από όλες την αλήθεια, όλο όμως κάτι την εμποδίζει να επιβληθεί· η παιδεία μας ίσως είναι ελλιπής, ακόμη. 
Πριν από έναν αιώνα, στις 30 Οκτωβρίου 1910, αντιπρόσωποι από τοπικές ομοσπονδίες ολόκληρης της Ισπανίας ίδρυσαν στη Βαρκελώνη τη θρυλική Εθνική Συνομοσπονδία Εργασίας. Διαπνεόταν από τις ιδέες του αναρχισμού, βασιζόταν στην άμεση δράση, απέρριπτε κάθε παρέμβαση πολιτικού ή θρησκευτικού χαρακτήρα. Οι συνδεδεμένες επαρχιακές και τοπικές ομοσπονδίες διοικούνταν με τη μεγαλύτερη δυνατή αυτονομία, σήμαινε δηλαδή ότι είχαν απόλυτη ελευθερία σε όλα τα επιμέρους επαγγελματικά αιτήματα.
  Τα αγροτικά κινήματα απέκτησαν συνοχή· τεράστιο ρόλο σ’ αυτή την ανάπτυξη ιδεών στην πράξη έπαιξαν οι τοπικές εφημερίδες με ένθετα βιβλία γεωγραφίας, ιστορίας, επιστημών, αγρονομίας και κοινωνικού διαλόγου, που εξύψωναν το πνεύμα. 
Το βιβλίο του Μάρεϊ Μπούκτσιν «Οι Ισπανοί Αναρχικοί» έρχεται στην πιο κατάλληλη στιγμή. Πέρα από τα 100 χρόνια από την ίδρυση της CNT, έρχονται στο φως τα προβλήματα που ταλανίζουν την ανθρωπότητα αιώνες τώρα και που θα μπορούσαν να βρουν μια λύση εάν η αντίδραση (δεξιά και αριστερά) άφηνε να ανθήσουν οι ιδέες και οι αξίες του αναρχοσυνδικαλιστικού κινήματος. Ακριβώς διότι βασίζονται στην αλληλεγγύη και στον σεβασμό, στην ελευθερία και στη δημοκρατία. 
Αυτά που ζητάει άπασα η ανθρωπότητα σήμερα, επιτακτικά. 
Αγαθά και Ηδονή 
Υπάρχει κι άλλος ένας, πιο επίκαιρος παράγοντας, που με ώθησε να γράψω αυτό το βιβλίο. 
Η εμφάνιση της μαύρης σημαίας του αναρχισμού στους δρόμους του Παρισιού και πολλών αμερικανικών πόλεων τη δεκαετία του 1960, τα ισχυρά αναρχικά αισθήματα της ριζοσπαστικής νεολαίας κατά τη διάρκεια αυτής της θυελλώδους δεκαετίας και το ευρύ ενδιαφέρον για την αναρχική θεωρία που υπάρχει στις μέρες μας αποτελούν εγγύηση για μια δίκαιη περιγραφή και αξιολόγηση του μεγαλύτερου οργανωμένου αναρχικού κινήματος του αιώνα μας. Χωρίς αμφιβολία υπάρχουν πολλές διαφορές μεταξύ του αναρχικού κινήματος της Ισπανίας και των αναρχικών ρευμάτων όπως εκφράστηκαν στην εξέγερση των νέων της δεκαετίας του 1960. Ο ισπανικός αναρχισμός είχε τις ρίζες του σε μια εποχή όπου κυριαρχούσε η υλική σπάνις. Τα βέλη του είχαν στόχο τη φτώχεια και την εκμετάλλευση, που είχαν υποβιβάσει εκατομμύρια Ισπανών εργατών και αγροτών σε σχεδόν ζωώδη επίπεδα. Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει που οι Ισπανοί αναρχικοί έβλεπαν τον κόσμο μέσα από τους φακούς του πουριτανισμού. Καθώς ζούσαν σε μια κοινωνία όπου ελάχιστα πράγματα μπορούσε να απολαύσει η συντριπτική της πλειονότητα, καυτηρίαζαν την ακολασία των κυρίαρχων τάξεων ως κατάφωρα ανήθικη. Αντιδρούσαν στη χλιδή και στην αργόσχολη ζωή των πλουσίων με ένα αυστηρό ηθικό πιστεύω που έδινε έμφαση στο καθήκον όλων για εργασία και απαξιούσε τις σαρκικές απολαύσεις.
  Από την άλλη πλευρά, η αναρχική νεολαία της δεκαετίας του 1960 είχε εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις. Καθώς μεγάλωσε σε μια εποχή εκπληκτικών ανακαλύψεων στον τομέα της τεχνολογίας και της παραγωγικότητας, αμφισβήτησε την ανάγκη του μόχθου και υπερασπίστηκε το δικαίωμα στην απόλαυση. Τα πιστεύω τους ήταν αισθησιακά και ηδονιστικά. Ανεξάρτητα από το αν είχαν συνείδηση της παράδοσής τους, το αίτημά τους για διεύρυνση της εμπειρίας θύμιζε περισσότερο τα γραπτά του Σαντ, του Λοτροεαμόν, των ντανταϊστών και των υπερρεαλιστών παρά των κλασικών αναρχικών του προηγούμενου αιώνα*. 
* Προδημοσίευση από το βιβλίο του Μάρεϊ Μπούκτσιν «Οι Ισπανοί Αναρχικοί» 
Κλειδί, τα συνδικάτα
  Γιατί ο αναρχισμός ρίζωσε στην Ισπανία και δεν ρίζωσε στη Γερμανία, στη Ρωσία ή αλλού; 
Ποιες ήταν οι φεντεραλιστικές απόψεις του Προυντόν, ποιος ο αναρχικός κολεκτιβισμός που πρέσβευε ο Μπακούνιν και τι ο αναρχοκομμουνισμός του Κροπότκιν; Τι ήταν ο επαναστατικός συνδικαλισμός και τι ο αναρχοσυνδικαλισμός; Πώς όλα αυτά τα ρεύματα ιδεών συνέβαλαν ώστε να κρατηθεί ζωντανός ο αναρχισμός στην Ισπανία -παρά τα κύματα καταστολής που υπέστη- για εβδομήντα χρόνια: από την εποχή του φεντεραλιστικού κινήματος του Πι ι Μαργάλ και του μπακουνικού τμήματος της Α’ Διεθνούς μέχρι το πραξικόπημα του Φράνκο το 1936; Πώς κατάφεραν οι αναρχικοί μέσα στην αντιξοότητα του Εμφυλίου να δημιουργήσουν την πιο σημαντική Κοινωνική Επανάσταση του 20ού αιώνα και να πραγματοποιήσουν την κολεκτιβοποίηση τόσο στις αγροτικές όσο και στις βιομηχανικές περιοχές εθελοντικά και όχι εξαναγκαστικά και βίαια όπως οι μπολσεβίκοι το 1917;
  Το κλειδί για τα επιτεύγματα του ισπανικού αναρχισμού βρίσκεται -όπως αποδεικνύει ο Μπούκτσιν σε αυτό το βιβλίο- στην οργάνωση που προϋπήρχε: στα συνδικάτα. Και κυρίως στην ιδιαίτερη αντίληψη που είχαν οι Ισπανοί αναρχοσυνδικαλιστές για το συνδικάτο, οι οποίοι το θεωρούσαν όχι μόνο όργανο πάλης και διεκδικήσεων, αλλά και ως το κύτταρο της μελλοντικής κοινωνίας, που από πριν θα πρέπει να την προετοιμάζει*. 

http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=06/11/2010&id=220927

Ταδε Εφη ΕΝΡΙΚΟ ΜΑΛΑΤΕΣΤΑ

Όταν χτυπάμε την τωρινή κοινωνία, αντιπαραθέτουμε στην ατομιστική αστική ηθική την ηθική της αλληλεγγύης.


Ο αριθμός αυτών που δηλώνουν αναρχικοί σήμερα είναι τόσο μεγάλος και κάτω από το όνομα αναρχία κρύβονται θεωρίες τόσο διαφορετικές και αντιφατικές, ώστε θα είχαμε πραγματικά άδικο αν τα χάναμε όταν το κοινό, που δεν είναι εξοικειωμένο με τις ιδέες μας, που δεν μπορεί να ξεχωρίσει αμέσως τις μεγάλες διαφορές που κρύβονται κάτω από την ίδια τη λέξη, μένει αδιάφορο στη προπαγάνδα μας και μας περιφρονεί. Δεν μπορούμε φυσικά να εμποδίσουμε τους άλλους να χρησιμοποιούν όποιο όνομα θέλουν όσο για το να σταματήσουμε εμείς να λεγόμαστε αναρχικοί. Αυτό δεν θα βοηθούσε σε τίποτα, γιατί ο κόσμος θα πίστευε απλούστατα ότι αλλάξαμε απόψεις.

Αυτό που όλο και όλο μπορούμε και πρέπει να κάνουμε, είναι να διαχωρίζουμε ξεκάθαρα τη θέση μας από όσους έχουν διαφορετική αντίληψη για την αναρχία και από όσους, αν και έχουν τις ίδιες θεωρητικές απόψεις με μας, βγάζουν από αυτές πρακτικά συμπεράσματα διαφορετικά από τα δικά μας. Ο διαχωρισμός της θέσης μας πρέπει να είναι αποτέλεσμα μιας ξεκάθαρης έκθεσης των ιδεών μας και της ειλικρινούς και αδιάκοπης επανάληψης των απόψεων μας για όλα τα γεγονότα που έρχονται σε αντίθεση με τις ιδέες και την ηθική μας, χωρίς να έχουμε στο μυαλό μας την υπεράσπιση κάποιου συγκεκριμένου προσώπου ή χώρου. Γιατί αυτή η δήθεν αλληλεγγύη ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν ανήκουν και δεν θα μπορούσαν να ανήκουν στον ίδιο χώρο, υπήρξε ακριβώς ένα από τα βασικά αίτια της σύγχυσης.

Έχουμε φτάσει στο σημείο πολλοί να εξυμνούν στους συντρόφους τα ίδια πράγματα που καταδικάζουν στους αστούς και φαίνεται ότι το μοναδικό τους κριτήριο για το αν μια πράξη είναι καλή ή κακή, είναι το αν αυτός που την έκανε δηλώνει αναρχικός ή όχι. Πολλά σφάλματα έχουν φέρει τους μεν στο σημείο να αντιφάσκει ανοιχτά η πρακτική τους με τις αρχές που διακηρύσσουν θεωρητικά και τους δε να μην ανέχονται τέτοιες αντιφάσεις. Παρόμοια πολλοί λόγοι έχουν φέρει κοντά μας ανθρώπους που στο βάθος αδιαφορούν για την αναρχία και για όλα ξεπερνούν τα στενά τους ατομικά συμφέροντα. Δεν μπορώ να παραθέσω εδώ μια μεθοδική και εξαντλητική μελέτη όλων αυτών των σφαλμάτων, θα αρκεστώ να μιλήσω για αυτά που με έχουν εντυπωσιάσει περισσότερο. Ας μιλήσουμε για την ηθική.

Δεν είναι σπάνιο να συναντάμε αναρχικούς που αρνούνται την ηθική. Στην αρχή λένε απλώς ότι σαν θεωρητική άποψη δεν παραδέχονται καμία απόλυτη, αιώνια και αμετακίνητη ηθική και στην πράξη επαναστατούν εναντίον της αστικής ηθικής, που επιδοκιμάζει την εκμετάλλευση των μαζών και καταφέρεται εναντίον όλων των πράξεων που βλάπτουν ή απειλούν τα συμφέροντα των προνομιούχων. Έπειτα σιγά-σιγά όπως συμβαίνει σε τόσες και τόσες περιπτώσεις παίρνουν το σχήμα του λόγου για επακριβή έκφραση της αλήθειας.

Λησμονούν ότι στην τωρινή ηθική πλάι στους κανόνες που προβάλουν οι παπάδες και τα αφεντιά για να κατοχυρώσουν τη κυριαρχία τους βρίσκονται και άλλοι, περισσότεροι και ουσιαστικότεροι που χωρίς αυτούς θα ήταν αδύνατη κάθε κοινωνική συμβίωση. Λησμονούν ότι το να επαναστατείς εναντίον κάθε κανόνα που επιβάλλεται με τη βία δεν σημαίνει καθόλου ότι πρέπει να μην έχεις κανένα συναίσθημα υποχρέωσης και καμία ντροπή απέναντι στους άλλους. Λησμονούν ότι για να καταπολεμήσεις σωστά μια ηθική πρέπει να τις αντιπαραθέσεις, τόσο στη θεωρία όσο και στη πράξη μια ηθική ανώτερη. Και καταλήγουν με τη βοήθεια της ιδιοσυγκρασίας τους να και των περιστάσεων να γίνουν ανήθικοι με όλη τη σημασία της λέξης, άνθρωποι χωρίς κανόνες συμπεριφοράς, χωρίς κριτήριο που να καθοδηγεί τις πράξεις τους, που υποκύπτουν παθητικά στη παρόρμηση της στιγμής. Σήμερα στερούνται το ψωμί τους για να βοηθήσουν ένα σύντροφο αύριο θα σκοτώσουν έναν άνθρωπο για να πάνε στις πουτάνες.

Η ηθική είναι το σύνολο των κανόνων συμπεριφοράς που θεωρεί καλό κάποιος άνθρωπος. Μπορεί να βρίσκει κανείς κακή την κρατούσα ηθική μιας συγκεκριμένης εποχής μιας χώρας ή μιας κοινωνίας και πράγματι η αστική ηθική είναι κάτι παραπάνω από κακή, όμως δεν μπορούμε να διανοηθούμε μια κοινωνία χωρίς καμία ηθική ούτε ένα συνειδητό άνθρωπο χωρίς κανένα κριτήριο για το τι είναι καλό και κακό για τον εαυτό του και τους άλλους.

Όταν χτυπάμε την τωρινή κοινωνία, αντιπαραθέτουμε στην ατομιστική αστική ηθική την ηθική της αλληλεγγύης και προσπαθούμε να εγκαθιδρύσουμε θεσμούς που ανταποκρίνονται στο πως εμείς κάνουμε τις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους. Αν δεν κάναμε αυτό το πράγμα πως θα μπορούσαμε να βρούμε ότι τα αφεντικά εκμεταλλεύονται το λαό;

Μια άλλη απαράδεκτη άποψη που μερικοί την υποστηρίζουν ειλικρινά και άλλοι την χρησιμοποιούν σα δικαιολογία είναι ότι το σημερινό κοινωνικό περιβάλλον δεν σου επιτρέπει να είσαι ηθικός και ότι κατά συνέπεια μάταια πασχίζεις όταν οι προσπάθειες σου είναι εκ των προτέρων καταδικασμένες σε αποτυχία, το καλύτερο είναι να εκμεταλλευόμαστε όσο μπορούμε τις περιστάσεις προς όφελος μας και να μη νοιαζόμαστε για τους άλλους, θα αλλάξουμε ζωή όταν αλλάξει η οργάνωση της κοινωνίας. Βέβαια κάθε αναρχικός καταλαβαίνει σήμερα ότι η αδυσώπητη οικονομική κατάσταση επιβάλει στον άνθρωπο να παλεύει εναντίον των άλλων ανθρώπων και βλέπει σα καλός παρατηρητής πόσο ανίσχυρη είναι η προσωπική επανάσταση ενάντια στο πανίσχυρο κοινωνικό περιβάλλον. Ένα όμως είναι εξίσου αληθινό, ότι χωρίς την προσωπική επανάσταση και χωρίς την συνεργασία με άλλους ανθρώπους επαναστατημένους με σκοπό την αντίσταση στη δύναμη του κοινωνικού περιβάλλοντος και στην προσπάθεια για μετασχηματισμό του, αυτό το κοινωνικό περιβάλλον δεν θα άλλαζε ποτέ.

Είμαστε όλοι χωρίς εξαίρεση, υποχρεωμένοι να ζούμε λίγο πολύ σε αντίθεση με τις ιδέες μας είμαστε όμως αναρχικοί ακριβώς στο μέτρο που βασανιζόμαστε από αυτή την αντίθεση και προσπαθούμε όσο είναι δυνατόν να τη μικρύνουμε. Τη μέρα που δεν θα προσαρμοζόμασταν στο περιβάλλον, δεν θα είχαμε πια τη λαχτάρα να το μετασχηματίσουμε και θα γινόμασταν και εμείς αστοί.

Άφραγκοι ίσως, αλλά όχι λιγότερο αστοί στα έργα και στις επιδιώξεις μας.

Ενρ. Μαλατέστα